του Κώστα Μάρκου
H απομάκρυνση του Νίκου Μπογιόπουλου και άλλων τριων συντακτών από τον Ριζοσπάστη δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Ας ξεκαθαρίσουμε εξαρχής ότι βρίσκουμε υποκριτική και γελοία την κριτική που ασκήθηκε από τα δεξιά, από έντυπα-γαλέρες όπου κυριαρχούν κτηνώδεις εργασιακές σχέσεις.
Είναι δικαίωμα του ΚΚΕ να αποφασίζει αν οι δημοσιογράφοι του «Ρ» θα είναι επαγγελματικά στελέχη του κόμματος και όχι απλώς μέλη του κόμματος που εργάζονται στη συγκεκριμένη εφημερίδα – ανάμεσα στις δύο αυτές ιδιότητες υπάρχει διαφορά. Όπως είναι και δικαίωμα των δημοσιογράφων του «Ρ» να επιλέξουν αν θα είναι επαγγελματικά στελέχη του κόμματος ή όχι (και το «όχι» τους δεν τους καθιστά κομμουνιστές δεύτερης κατηγορίας).
Στην προ κρίσης εποχή ο «Ρ» τηρούσε με ευλάβεια τα οριζόμενα από τις συλλογικές συμβάσεις. Οι καιροί όμως άλλαξαν. Δεν μπορεί να τίθεται από κομμουνιστές το δίλημμα «βουλιάζω ή σπάω τις συλλογικές συμβάσεις», και μάλιστα να επιλέγεται το δεύτερο.
Ο «Ρ» δεν τα βγάζει πέρα με τον παλιό τρόπο: οι απολύσεις και οι περικοπές μπήκαν στην ημερήσια διάταξη. Πώς είναι δυνατόν μια εφημερίδα να υπερασπίζεται τις συλλογικές συμβάσεις και ταυτόχρονα να τις καταστρατηγεί για τους δικούς της εργαζόμενους; Το ΚΚΕ απαντά ότι οι δημοσιογράφοι του «Ρ» δεν είναι απλοί εργαζόμενοι. Αλλά το «πώς» θα τα βγάλει πέρα θα έπρεπε να είναι θέμα κυρίως των ίδιων των εργαζομένων του, θέμα που θα μπορούσε, έως ένα βαθμό, να λυθεί σε πνεύμα συντροφικότητας και δημοκρατίας και κυρίως χωρίς προσβλητικά υπονοούμενα, όπως αυτά στο σχετικό κείμενο του «Ρ», το οποίο φωτογραφίζει τον Ν. Μπογιόπουλο χωρίς να τον κατονομάζει, ενώ συγχρόνως κάνει το διαχωρισμό ανάμεσα στους «ακούραστους και αφανείς κομμουνιστές δημοσιογράφους» και σε όσους «περιμένουν κάποια καταξίωση» με τα κριτήρια του αστικού Τύπου.
Επίσης αναφέρεται ότι ο Ριζοσπάστης «δεν αγοράζεται και δεν διαβάζεται γι’ αυτούς που γράφουν σε αυτόν, αλλά πρωταρχικά και πάνω απ’ όλα γιατί είναι όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ, δεν είναι οποιαδήποτε εφημερίδα». Πράγματι, δεν έχει σημασία η «υπογραφή», όμως έχει σημασία τι γράφει κανείς και πώς το γράφει. Είναι πάντως υποτιμητικό και για τον «Ρ» και για τους αναγνώστες του η αντίληψη ότι η αγορά του πρωτίστως υπαγορεύεται από κομματικό πατριωτισμό.
Ναι, ο «Ρ» δεν είναι μια τυχαία εφημερίδα. Η ιστορία του είναι η ιστορία του ΚΚΕ και των αντιφάσεών του, συνδεδεμένη με τους αγώνες δεκαετιών της εργατικής τάξης, αλλά είναι «και» η ιστορία των ανθρώπων που δούλεψαν και δουλεύουν σ’ αυτόν, των αφανών και των «επωνύμων» εξίσου. Από τον «Ρ» πέρασαν πένες που άφησαν εποχή, όπως ο Κώστας Καραγιώργης, ψυχή του Ρίζου της Δευτέρας, όπως ο Νίκος Φιλικός (Παπαπερικλής), ο Θανάσης Παπαρήγας… Δεν αρκούν η «επίσημη έγκριση» και η σωστή γραμμή» για να αγγίξεις την καρδιά και το μυαλό του αναγνώστη. Χρειάζεται το πάθος και «η τέχνη να λες την αλήθεια» – και αλίμονο αν στη θέση του ανθρώπου βάζει κανείς τη σφραγίδα, το εικόνισμα.