ΑΦΙΕΡΩΜΑ 40 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
του Θάνου Ανδρίτσου
Σαραντάρισε κι ο Νοέµβρης. Ένα νεογέννητο µωρό που θα άνοιγε τα µάτια του στην ασπρόµαυρη Ελλάδα µε τα τανκς στους δρόµους, την 18η εκείνου του Νοέµβρη, θα γιόρταζε σήµερα άλλο ένα έτος της ενήλικης ζωής του, και ίσως θα έβλεπε να αυξάνονται οι άσπρες τρίχες στα µαλλιά του.
Γιατί δεν ασπρίζει όµως ο Νοέµβρης; Γιατί άντεξε την ενηλικίωση εκεί, στα ταραγµένα και δύσκολα χρόνια των αρχών της δεκαετίας του 1990, κι ακόµα δεν φαίνεται να βάζει µυαλό, να «ωριµάζει»; Γιατί γίνεται σύνθηµα, γροθιά, τραγούδι στα χείλη οργισµένων αγοριών και κοριτσιών που όχι µόνο δεν ζούσαν όταν έλαβε χώρα, αλλά δεν τον έµαθαν καν από τις ιστορίες των γονιών και των συγγενών τους;
Θα θυµάµαι πάντα τους εορτασµούς του Πολυτεχνείου στο σχολείο. Ήταν µια αναµέτρηση, ήταν η «δικιά µας» επέτειος, χωρίς τις επισηµότητες και τα σκετσάκια, τους εθνικούς ύµνους και τα εµβατήρια των άλλων επετείων. Όχι ότι ήταν λιγότερος ο ηρωισµός των µαχητών της Αντίστασης ή των επαναστατών του 21, ίσα ίσα. Μάλιστα η µάχη της µνήµης, ειδικά για τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, έχει τεράστια σηµασία, ιδίως αν τη δεις έπειτα από τις εξελίξεις των τελευταίων ετών. Είναι όµως κάτι ιδιαίτερο που καθηλώνει τη νέα γενιά στο εξεγερτικό σινιάλο του κατειληµµένου Πολυτεχνείου ή της ταράτσας της Νοµικής. Είναι αυτό το διαφορετικό που κάνει τη 17η του Νοέµβρη παντοτινό ορόσηµο για τη νεολαία, ακόµα κι αν πολλοί από τους επώνυµους και µεταµεληµένους πρωταγωνιστές της λαµβάνουν σήµερα µόνο τη χλεύη και την αδιαφορία όσων δεν είναι οµοτράπεζοί τους στα έδρανα της εξουσίας.
Πολλοί λόγοι υπάρχουν για τη διαρκή επικαιρότητα. Είναι η κοντινή χρονική απόσταση, τα οικεία πρόσωπα, τα τραγούδια και τα σηµεία της πόλης, η ισχυρή εµπλοκή των συµµετεχόντων στα δρώµενα της Αριστεράς και του πολιτικού συστήµατος. Αυτά όµως δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν τη συγκίνηση της δεκαπεντάχρονης στα τελευταία λόγια του ελεύθερου ραδιοφωνικού σταθµού, ούτε την υψωµένη γροθιά του πρωτοετή φοιτητή ή του άνεργου µπροστά στην πύλη της Πατησίων.
Το Πολυτεχνείο είναι το δικό µας στοίχηµα, η δική µας ελπίδα. Δείχνει το µπόι που έχουµε και µπορεί, αν σηκωθούµε, να το πλησιάσουµε. Δείχνει τη δυνατότητα µιας αποφασισµένης µαζικής πρωτοπορίας, της νεολαίας και της εργατικής τάξης, να µπει µπροστά σ’ έναν αγώνα µε πανκοινωνική αποδοχή και στόχο, µε ηρωικά δηµοκρατικά µέσα και µε στόχους όχι επιµέρους διεκδικήσεις αλλά την πολιτική και κοινωνική ανατροπή. Αποτελεί διαρκή υπενθύµιση της ικανότητας της νεολαίας και του λαού να νικούν τα άρµατα µάχης, να ρίχνουν και τις πιο περίφραχτες χούντες, να µετασχηµατίζουν το τοπίο και τους κοινωνικούς συσχετισµούς, όσο µαύροι και θλιβεροί κι αν φαντάζουν συχνά. Δείχνει επίσης πώς συγκροτούνται τα υπόγεια ρεύµατα πολιτικοποίησης µέσα από επίµονες παρέες, επίπονες συζητήσεις και διαδικασίες, πώς κάθε φορά είναι πολυσύνθετοι και αντιφατικοί οι δρόµοι οργάνωσης και συνειδητοποίησης και πώς όταν εκρήγνυνται γεννούν εξεγέρσεις και επαναστάσεις.
Γι’ αυτό θα παραµένει ζωντανό το νόηµά του, όσο κι αν προσπαθεί η νεοακροδεξιά εξουσία βίαια να σβήσει τη µνήµη του ή να το καναλιζάρει στα ακίνδυνα µονοπάτια της πολιτικής ενσωµάτωσης και της λήθης. Ήταν άλλες εποχές, το κοινό τους σύνθηµα. Ήταν άλλοι καιροί, επαναλαµβάνουν συχνά φασίζοντες υπουργοί, µετανοηµένοι αριστεροί γελωτοποιοί της αυλής, τυχάρπαστοι κόλακες διανοούµενοι. Παλιά, σε πολέµους, στη δικτατορία, ο λαός έπρεπε να αγωνιστεί. Τώρα απαγορεύεται, τώρα έχουµε δηµοκρατία, αλλά περνάµε κρίση κι έτσι πρέπει να σταµατήσουµε να φωνάζουµε και να σφίξουµε τα δόντια.
Και βέβαια είναι άλλες εποχές. Αλλά, αν είχαν µία φορά την υποχρέωση οι νέοι του f70 να εξεγερθούν, σήµερα έχουν δέκα. Αυτό δεν είναι το στοίχηµά µας; Να σταθούµε στα πόδια µας, µέσα στην κατολίσθηση που µας περικυκλώνει, µέσα στο 70% ανεργία, σε πεντάµηνες δουλειές των 400 ευρώ, µέσα στους φίλους που µεταναστεύουν, στους γείτονες που αυτοκτονούν, στους γνωστούς που στρέφονται στις εξαρτήσεις και σ’ εµάς τους ίδιους που προσπαθούµε κάπως να επιβιώσουµε; Να σταθούµε στα πόδια µας, να υψώσουµε το µπόι µας, να δούµε πίσω από τους σιδερένιους φράχτες και να επιχειρήσουµε τα άλµατα στο µέλλον;
Ποιος βασιλιάς θα νοµιµοποιούσε άραγε το δίκιο των εξεγερµένων υπηκόων του; Κανένας. Έτσι κανένας χορτάτος «πνευµατικός άνθρωπος» ή µνηµονιακός δολοφόνος δεν θα θεωρούσε επίκαιρο το κόκκινο νήµα του Νοέµβρη. Αντιθέτως, θα το έβρισκε παρωχηµένο. Εµείς όµως γνωρίζουµε ότι το µόνο επίκαιρο σήµερα είναι το αίτηµα για Ψωµί, Παιδεία, Ελευθερία. Όταν η κοινωνία κοκαλώνει από τη φτώχεια, όταν τραγωδίες εκτυλίσσονται καθηµερινά σε κρύα και σκοτεινά σπίτια, όταν κλείνουν σχολεία και σχολές για να πληρωθεί το χρέος, όταν κόβονται τα φάρµακα σε αρρώστους για να πλουτίζουν οι τοκογλύφοι, όταν µια διεθνής και εγχώρια συµµορία κυβερνά τη χώρα µε προεδρικά διατάγµατα, επιστρατεύσεις, ΜΑΤ και φασίστες, γίνεται κατανοητό ότι παρωχηµένος είναι ο καπιταλισµός, η ΕΕ, το ευρώ, οι µνηµονιακές συγκυβερνήσεις, οι δείκτες του χρέους και τα ελεγχόµενα Μέσα. Τα διδάγµατα του Πολυτεχνείου όχι απλώς είναι επίκαιρα, αλλά έρχονται από το µέλλον. Είναι ο δρόµος και ο στόχος για το σήµερα, για τις αδικαίωτες ελπίδες που θα γίνουν πραγµατικότητα. Χωρίς αφέλειες, χωρίς αυταπάτες, χωρίς προδοσίες.
Αλλά το Πολυτεχνείο είναι εδώ όχι µόνο συµβολικά. Όταν οι απεργοί εργαζόµενοι στα πανεπιστήµια, µαζί µε τους κατειληµµένους φοιτητικούς συλλόγους του ΕΜΠ, συµπορεύονται µε τους απεργούς της ΕΡΤ για να εκπέµψει η ελεύθερη ραδιοφωνία και τηλεόραση από το ιστορικό ΕΜΠ, ενώ οι σύγχρονοι υπερασπιστές της Χούντας καλούν τα ΜΑΤ να επέµβουν, τότε το Πολυτεχνείο είναι εδώ, ζωντανό, ξάγρυπνο και οργισµένο.