της Μαριάννας Τζιαντζή
Τέσσερα ΑΕΙ (Αθηνών, ΕΜΠ, Αριστοτέλειο και Πατρών) αρνήθηκαν να υπογράψουν τις λίστες της ντροπής με τα στοιχεία των διοικητικών υπαλλήλων τους ώστε να επιλεγούν οι 1.349 που θα τεθούν σε διαθεσιμότητα. Άλλα τέσσερα (Θεσσαλίας, Ιωαννίνων, Κρήτης και Οικονομικό Αθηνών) συμμορφώθηκαν με τις εισαγγελικές υποδείξεις. Τέσσερα όχι και άλλα τέσσερα ναι. Έτσι, οι υπάλληλοι της πρώτης κατηγορίας θα πρέπει να αυτο-απογραφούν, να αυτο-δηλωθούν και, όσοι δε συγκεντρώνουν τα κατά ΑΣΕΠ προσόντα, να αυτο-απολυθούν.
Ποτέ άλλοτε το δημόσιο πανεπιστήμιο δεν είχε ζήσει τόσο μαύρες μέρες, ποτέ άλλοτε δεν έχει βρεθεί με το πιστόλι τόσο κοντά στον κρόταφο.
Η κυβέρνηση δεν επιδιώκει την εξυγίανση των διοικητικών υπηρεσιών των πανεπιστημίων, αλλά μετράει κεφάλια, θέσεις εργασίας που πρέπει να καταργηθούν για να χορτάσει ο Μινώταυρος της τρόικας: τριακόσιοι εδώ, διακόσιοι παρακάτω. Και είναι προς τιμήν των τεσσάρων ιδρυμάτων που είπαν ένα πρώτο «όχι», ακόμα και αν ακολουθήσουν συμβιβασμοί, υπαναχωρήσεις και μασημένα «ναι».
Η ιστορία θυμίζει την ταινία του Πάνου Γλυκοφρύδη Με τη λάμψη στα μάτια (1966). Στα χρόνια της Κατοχής, σε ένα χωριό, οι Γερμανοί πρόκειται να εκτελέσουν 30 άντρες από ένα χωριό ως αντίποινα για το φόνο ενός στρατιώτη τους από τους αντάρτες. Ανάμεσα στους μελλοθάνατους είναι τρεις αδελφοί. Οι χωρικοί ζητούν από το Γερμανό αξιωματικό να χαρίσει τη ζωή στο ένα από τα τρία αδέλφια κι εκείνος αναθέτει την επιλογή στο γέροντα πατέρα τους, που πρέπει ν’ αποφασίσει ποιοι θα χαθούν και ποιος θα σωθεί.
Και ο κοινωνικός αυτοματισμός καλά κρατεί. Χίλιοι τριακόσιοι βολεμένοι λιγότεροι, λένε πολλοί, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι στον ιδιωτικό τομέα η σφαγή είναι χειρότερη και, επομένως, πρέπει να είναι «αναλογικός» ο θρήνος για τα θύματα. Μόνο που εδώ τα θύματα δεν είναι μόνο οι εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους, αλλά το ίδιο το δημόσιο πανεπιστήμιο που αποδεκατίζεται.
Εκτός από τα χρυσαυγίτικα τάγματα εφόδου, υπάρχουν και τα άτυπα, τα μνημονιακά, τα κυβερνητικά τάγματα εφόδου που δεν αφήνουν τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους. Όμως τέσσερα όχι δεν είναι αρκετά μπροστά σε χιλιάδες, έστω και μασημένα ναι.