του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Και βέβαια, το ερώτημα είναι άνευ νοήματος, ωστόσο επιμένει να επανέρχεται κατά καιρούς- υποθέτω, όχι μόνο στη δική μου φαντασία. Ιδίως εκείνες τις νυχτερινές ώρες, όπου ο ύπνος της λογικής γεννάει παράξενα πράγματα -όχι κατ’ ανάγκην τέρατα, όπως το θέλει ο γνωστός αφορισμός, αλλά και έμβρυα καινούργιων, δημιουργικών ιδεών και προσπαθειών. Σ’ αυτή την ακαθόριστη ζώνη, όπου συναντιούνται εκείνο που ζήσαμε μ’ εκείνο που θα μπορούσαμε να έχουμε ζήσει, οι ενοχές με τους πόθους, ξαναβρίσκουμε ανθρώπους και πράγματα που μας έχουν λείψει, για να συνεχίσουμε με τον Κώστα Τζιαντζή συζητήσεις, πειράγματα, καβγάδες, εξομολογήσεις και προπαντός σχέδια, τα μεγάλα σχέδια που δεν έπαυε ποτέ να γεννάει το ανήσυχο μυαλό του.
«Πέρασαν γρήγορα τα χρόνια, κύλησε ο καιρός αργά» από τότε που ο Κώστας μας άφησε. Η κοινωνική καταστροφή πήρε τρομερές διαστάσεις, η λαϊκή αντίσταση έριξε δύο κυβερνήσεις, ο Συνασπισμός βρέθηκε στα πρόθυρα της κυβέρνησης-και έτη φωτός μακριά από την εξουσία-, το ΚΚΕ άλλαξε ηγεσία για να μείνει το ίδιο, η Χρυσή Αυγή φούσκωσε εφιαλτικά. Κι ωστόσο, βρισκόμαστε ακόμη στον ίδιο κύκλο, με ποσοτικές κυρίως αλλαγές, που δεν καταλύουν λυτρωτικά αυτή την παραλυτική ισορροπία ανάμεσα στην ελπίδα της ανατροπής και το φόβο της συντριβής.
Δεν είμαι βέβαιος τι απαντήσεις θα έδινε ο Κώστας Τζιαντζής σε αυτές τις προκλήσεις. Υποψιάζομαι, όμως, ότι η γενική του οπτική δεν θα είχε αλλάξει και πολύ από μια θυελλώδη συζήτηση, την πρώτη περίοδο του μνημονιακού εφιάλτη, όταν κάποιοι από εμάς τόνιζαν την αίσθηση του επείγοντος, υποστηρίζοντας ότι αν η νέα κατάσταση πραγμάτων εδραιωθεί στους εργασιακούς χώρους και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο μέσα σε ένα χρόνο, θα οδηγούμασταν σε ένα όχι απλώς στρατηγικό, αλλά ιστορικό πισωγύρισμα. Χωρίς να αρνείται τη σημασία της άμεσης, λαϊκής απάντησης, ο Κώστας συνιστούσε μεγαλύτερη ψυχραιμία, λέγοντας ότι δεν θα παιχτούν όλα σε μια ζαριά κι ότι πρέπει να ετοιμαζόμαστε για έναν μακρύ «πόλεμο», με ορίζοντα δεκαετίας. Εκ των υστέρων, τείνω να πιστέψω ότι μάλλον είχε δίκιο, αν και, ως συνήθως, υπερέβαλε στο δίκιο του.
Η επικαιρότητα, η άμεση πολιτική απάντηση στη συγκυρία, τα τρέχοντα κινηματικά καθήκοντα που μας τραβάνε από το μανίκι, όλα αυτά για τον Κώστα αποκτούσαν νόημα μόνο στο βαθμό που συνδέονταν με το κεντρικό, στη δική του αντίληψη, ιστορικό καθήκον: μια προγραμματική ανασυγκρότηση μεγάλου εύρους, ικανή να στηρίξει την αναγκαία επαναθεμελίωση του κομμουνισμού- όχι της αφηρημένης «Ιδέας» του Μπαντιού ή άλλων μεταμαρξιστών, αλλά του ζωντανού κινήματος, που αλλάζει την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων.
Τους βασικούς κρίκους αυτής της ανασυγκρότησης, ο Κώστας είχε εντοπίσει ήδη από τη δεκαετία του ‘90, την πιο παραγωγική, κατά τη γνώμη μου, περίοδο της διαδρομής του. Οι πρώτες αποτυχίες του ΝΑΡ και των μετωπικών του σχημάτων τον οδήγησαν σε μια θεμελιακή επιλογή: ότι αυτό που χρειάζεται η εργατική τάξη δεν είναι απλώς ένα «καλύτερο» ΚΚΕ, η ανάκτηση ενός μυθικού και μυθοποιημένου παρελθόντος, αλλά η ριζοσπαστική υπέρβασή του, κάτι που απαιτεί- όπως το λέει κι η λέξη- κατάδυση στις ρίζες των προβλημάτων. Μια αλήθεια που είναι και σήμερα, πιστεύω, ζωτικής σημασίας για τους αγωνιστές μεγάλων σχηματισμών της Αριστεράς που αναζητούν καινούργιους δρόμους,επαναλαμβάνοντας ωστόσο αρκετά συχνά τα λάθη και τις ανωριμότητες της δικής μας παιδικής ηλικίας.
Αν μου επιτρεπόταν να συνοψίσω, με τον αναπόφευκτο υποκειμενισμό, τα θεμελιώδη στοιχεία που μας κληροδότησε ο Κώστας (και στα οποία, βέβαια, πολλοί άλλοι σύντροφοι είχαν ουσιώδη συμβολή), θα αξιολογούσα τα εξής:
Πρώτο, την ανάγκη πλήρους αυτοτέλειας του εργατικού κινήματος και της κομμουνιστικής πρωτοπορίας του από την αστική πολιτική, ανεξάρτητα από τις όποιες συμμαχίες, ελιγμούς και υποχωρήσεις που επιβάλλει η συγκυρία.
Δεύτερο, τη μαρξιστική ανάλυση της νέας εποχής στον παγκόσμιο και ελληνικό καπιταλισμό, την οποία συμπύκνωσε στον όρο «ολοκληρωτικός καπιταλισμός».
Τρίτο, την υπέρβαση της κληροδοτημένης αντίληψης που θέλει την εργατική τάξη να κάνει στενά οικονομικό αγώνα και να αναθέτει την πολιτική στο κόμμα, με την ανάδειξη του κρίσιμου ρόλου που έχει το σχετικά μαζικό μέτωπο των πιο πρωτοπόρων, έστω και μισοσυνειδητών, αντικαπιταλιστικών πρωτοποριών της.
Τέταρτο, την «αντίστροφη ιεράρχηση» στη σχέση στρατηγικής και τακτικής, υπερβαίνοντας την παραδοσιακή αρρώστεια που θέλει τον κομμουνισμό «εικόνισμα» και υποβιβάζει την πολιτική σε τακτικισμό.
Πέμπτο, την έμφαση στις αλλαγές που υφίσταται η σύγχρονη εργατική τάξη, ιδιαίτερα με τη συνάντηση της χειρωνακτικής και της πνευματικής εργασίας στον καπιταλισμό της «γενικής διάνοιας».
Έκτο, την επεξεργασία μιας πολιτικά μάχιμης γραμμής, στη λογική της Δημοκρατικής Αντικαπιταλιστικής Ανατροπής, με την προώθηση μεταβατικών στόχων και μορφών μαζικού, λαϊκού εκβιασμού, όταν το κίνημα δεν είναι ακόμη ώριμο να θέσει στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξουσίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, νομίζω ότι ο Κώστας θα ένιωθε ικανοποίηση αν μπορούσε να δει τα βήματα που έχουν γίνει από τον πολιτικό χώρο που ενέπνευσε στο να αντιμετωπίσει με πιο σοβαρό και πιο ενιαίο τρόπο τα θεμελιώδη προβλήματα της νέας, κομμουνιστικής φυσιογνωμίας. Πάντα, βέβαια, με την αγωνία ότι βαδίζουμε με βραδύτερους ρυθμούς από εκείνους που επιβάλλουν οι σκληρότατες συνθήκες της εποχής μας. Κι ίσως, ακόμη, ότι δεν προσέχουμε όσο θα έπρεπε αυτό που για τον Κώστα ήταν το άλφα και το ωμέγα της επαναστατικής του δράσης: ότι, πέρα και πάνω από τα προγράμματα, τις θέσεις και τις αντιπαραθέσεις, στέκονται οι άνθρωποι που θα τα υλοποιήσουν. Κι ότι τίποτα δεν είναι πιο καταστροφικό από την υποτίμηση των ανθρώπων, υπό την επήρρεια του ελιτισμού, του εγωισμού και του φθόνου- «των τελευταίων οχυρών της ατομικής ιδιοκτησίας στις συνειδήσεις των επαναστατών», όπως τόνιζε πάντα, λόγω και έργω, αυτή η ευγενική, επαναστατική διάνοια.