της Αφροδίτης Τζιαντζή
Μαζί με το «είμαστε όλοι αντιναζί» των μέχρι χθες ανυποψίαστων ΜΜΕ και πολιτικών, μια όχι και τόσο νέα φιλολογία επανήλθε: Το αυγό του φιδιού εξέθρεψαν οι πλατείες και το κίνημα των αγανακτισμένων του 2011. Οι μούτζες στη Βουλή ακόνισαν τις ξιφολόγχες των ταγμάτων εφόδου, τα γιαούρτια σε πολιτικούς είναι στην ίδια ευθεία με τα πογκρόμ σε μετανάστες και η αντιμνημονιακή ρητορική είναι το άλλο άκρο του ρατσιστικού μίσους. Αυτή η φιλολογία εκφράζεται, με διαφορετικούς τρόπους, από όλο το συγκυβερνητικό τόξο: Από τον Άδωνι Γεωργιάδη («το κρίσιμο σημείο ανόδου της Χρυσής Αυγής ήταν η πλατεία των αγανακτισμένων»), ως το ΠΑΣΟΚ («το αυγό του φιδιού της Χρυσής Αυγής εκκολάφτηκε από το 2010 στις πλατείες των αγανακτισμένων). Από τον Γιώργο Καμίνη («να βγούμε από το ψευδοδίλημμα Μνημόνιο – αντιμνημόνιο») ως το δεκάλογο της νεοφιλελεύθερης Κατερίνας Παναγοπούλου στην Athens Voice που καταλήγει πως «όταν λες βία είναι τα μνημόνια, να περιμένεις έκρηξη πραγματικής βίας». Δηλαδή, μη μιλάς, μη διαμαρτύρεσαι, εκτός και αν φοράς λευκά και κρατάς ρεσό, κυρίως όμως μην αντιστέκεσαι στη βία των ισχυρών, γιατί γίνεσαι «άλλο άκρο» και ό,τι πεις, κάνεις, σκεφθείς θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου. Μια πιο σοβαρή κριτική ασκεί ο Ριζοσπάστης στο άρθρο «όταν στις πλατείες ζεσταινόταν το αυγο του φιδιού» (29/9). Χρησιμοποιώντας κάποια σωστά επιχειρήματα, όπως ότι στο πάνω μέρος της πλατείας συναντούσε κανείς «ανθρώπους σκοτεινών μηχανισμών και θυλάκων, γνωστούς εθνικιστές, μέλη ειδικών ομάδων φιλάθλων», καταλήγει στο ότι για όλα αυτά φταίνε εξίσου «οι δυνάμεις του οπορτουνισμού» της κάτω πλατείας και φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ.
Πράγματι παίζονταν παιχνίδια «να κερδηθούν συνειδήσεις». Αυτό δεν σημαίνει πως οι δυνάμεις με κομμουνιστική αναφορά έπρεπε είτε να απέχουν και να καταγγέλουν, είτε να συντάσσονται αλόγιστα με το «αυθόρμητο». Αριστερές δυνάμεις και ανένταχτοι αγωνιστές συμμετείχαν στα κινήματα των πλατειών, με όποια λάθη και παραλείψεις, έδωσαν τη μάχη «να μην περάσει το Μεσοπρόθεσμο», επανήλθαν το φθινόπωρο, συμμετείχαν στις λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές, προσπάθησαν να μεταφέρουν την πάλη σε χώρους εργασίας. Σ’ αυτό το πολύμορφο κίνημα, το νεοναζιστικό κόμμα όχι μόνο ήταν απόν, αλλά κατάγγελλε τις πλατείες ως «πανηγυράκι της δημοκρατίας». Εκ των υστέρων, κεφαλαιοποίησε τη θολή αντιμνημονιακή ρητορεία της «πάνω πλατείας», όπου οι γαλανόλευκες συνυπήρχαν με το σύνθημα «δεν υπάρχει Δεξιά, δεν υπάρχει Αριστερά, μόνο κόκκαλα Ελλήνων ιερά».
Αν σε κάτι έχει ευθύνες η Aριστερά που συμμετείχε στις πλατείες, είναι ότι είτε υποτίμησε τα πρωτο-φασιστικά στοιχεία που ήταν παρόντα στον Άγνωστο Στρατιώτη, είτε απομονώθηκε σε ένα αυτάρεσκο βερμπαλισμό στη μικρή Βουλή της κάτω πλατείας και κυρίως δεν κατάφερε να διαχύσει το αίτημα για «πραγματική δημοκρατία» στις γαλέρες του ιδιωτικού τομέα και στην απελπισμένη λαοθάλασσα των ανέργων. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν έπρεπε να είναι εκεί. Το ότι αυτή η μάχη δεν κερδήθηκε τότε, δεν σημαίνει ότι δεν θα κερδηθεί αύριο, αν δε μετουσιωθούν τα λάθη σε εμπειρία. Στους δρόμους γεννιούνται οι συνειδήσεις και το αυθόρμητο ως στιγμή του συνειδητού, δεν είναι εχθρός του οργανωμένου κομμουνιστικού κινήματος.