Πετυχημένη εκδήλωση του ΝΑΡ
Πολύ µεγάλη επιτυχία είχε η ηµερίδα – εκδήλωση, που διοργάνωσε το Νέο Αριστερό Ρεύµα ενόψει του 3ου συνεδρίου του, το Σάββατο 19 Οκτωβρίου στην ΑΣΟΕΕ. Υπό τον γενικό τίτλο «Για µια σύγχρονη κοµµουνιστική στρατηγική και επαναστατική τακτική: Για την «κατάργηση της υπάρχουσας τάξης πραγµάτων»» πραγµατοποιήθηκε µια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, σε ένα κατάµεστο αµφιθέατρο, γεµάτο από αγωνιστές και αγωνίστριες όλων των ηλικιών, αλλά µε ιδιαίτερη συµµετοχή νέων ανθρώπων. Η συζήτηση κράτησε πάνω από τρεις ώρες και το ενδιαφέρον των συµµετεχόντων κρατήθηκε αµείωτο. Το επόµενο ραντεβού δόθηκε για τη 2η ηµερίδα του ΝΑΡ µε αντικείµενο το επαναστατικό υποκείµενο και το κόµµα κοµµουνιστικής απελευθέρωσης που απαιτεί η εποχή µας, η οποία θα πραγµατοποιηθεί πάλι στην ΑΣΟΕΕ, στις 9 Νοέµβρη.
Το προηγούµενο Σάββατο, αφού άνοιξε τη διαδικασία ο Μιχάλης Ρίζος, την εισήγηση εκ µέρους της Πολιτικής Επιτροπής του ΝΑΡ παρουσίασε ο Αλέκος Αναγνωστάκης (βασικά σηµεία της εισήγησης δηµοσιεύονται στις σελίδες 6-7). Στη συνέχεια ξεκίνησε ένας ζωντανός και ενδιαφέρον διάλογος, από τον οποίο το Πριν δηµοσιεύει βασικά σηµεία.
Ευτύχης Μπιτσάκης: Δυνατότητα ο κοµµουνισµός
Πρώτος ανέβηκε στο βήµα ο αειθαλής Ευτύχης Μπιτσάκης, ο οποίος ξεκίνησε µε µια κοφτή διαπίστωση: «Η επιβίωση της ανθρωπότητας απειλείται από τον καπιταλισµό, είτε οικολογικά είτε από µια πυρηνική καταστροφή. Γι’ αυτό ένα συµπέρασµα από τη δραµατική ιστορία του 21ου αιώνα είναι ότι ο σοσιαλισµός-κοµµουνισµός δεν είναι νοµοτέλεια, αλλά δυνατότητα. Τη µεταβατική περίοδο του σοσιαλισµού ισχύει το «από τον καθένα ανάλογα µε τις δυνάµεις, στον καθένα ανάλογα µε την προσφορά», για να ξεπεραστεί, στον κοµµουνισµό: από τον καθένα ανάλογα µε τις δυνάµεις στον καθένα ανάλογα µε τις ανάγκες». Και διευκρίνισε, «ανάγκες όχι του υπερκαταναλωτικού σήµερα, αλλά επαναπροσδιορισµένες σε µια κοινωνία αλληλεγγύης µε αξίες την παιδεία και τον πολιτισµό», κι απ’ αυτή την άποψη µίλησε για τον «κοµµουνισµό του πεπερασµένου», τίτλο και του τελευταίου βιβλίου του.
Επαναστατικό υποκείµενο παραµένει η «εργατική τάξη και άλλα σύµµαχα στρώµατα-θύµατα του καπιταλισµού. Όµως η ανάπτυξη εργατικού κινήµατος αποδεικνύεται ιστορικά αντιστρόφως ανάλογη µε την ανάπτυξη του καπιταλισµού σε µια χώρα. Κυρίως υποτιµάται το γιατί µιας τέτοιας αντίστροφης αναλογίας, που οφείλεται κυρίως στα µέσα αλλοτρίωσης και ιδεολογικής προπαγάνδισης των ανεπτυγµένων καπιταλιστικά χωρών, πράγµα που οι οικονοµίστικες αναλύσεις των κοµµουνιστικών κοµµάτων έχουν αµελήσει.
Μόνο µια πολιτική συµµαχιών µε άξονα την εργατική τάξη και τα κοµµουνιστικά κόµµατα µπορεί, µέσα σε τόσο αντίξοες πολιτικοϊδεολογικές συνθήκες, να κάνει τη δυνατότητα του σοσιαλισµού-κοµµουνισµού πραγµατικότητα». Ο Ε. Μπιτσάκης τόνισε πως ο Λένιν ήταν υπέρ της ευλύγιστης τακτικής συνεργασίας σε επιµέρους ζητήµατα και «άτεγκτος» όσον αφορά τις στρατηγικές συµµαχίες. Ανέφερε το παράδειγµα του ΕΑΜ, για να δείξει πώς µια συµµαχία µετατρέπεται σε ένα ποιος-ποιον όταν περάσει ένα κρίσιµο σηµείο που φέρνει σύγκρουση. Από την άποψη αυτή άσκησε κριτική σε αρθρογραφία στελεχών του ΝΑΡ στο Πριν που υποβαθµίζουν ή αρνούνται, όπως τόνισε, την ανάγκη µετωπικής τακτικής.
Η κίνηση του κοµµουνισµού που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγµάτων θα προσλάβει στην εποχή µας, σύµφωνα µε τον Ε. Μπιτσάκη, τη µορφή κοινοτήτων, που θα επαναλαµβάνουν, σε ανώτερο επίπεδο, τις µεσαιωνικές αγροτικές κοινότητες. Ο Ε. Μπιτσάκης έκλεισε τονίζοντας πόσο έχει ξεχαστεί η µαρξιστική ανάλυση για την άρση της αντίθεσης πόλης-χωριού, ως συστατικού στοιχείου της επαναστατικής διαδικασίας προς τον κοµµουνισµό.
Θανάσης Μανιάτης: Υποκρισία ο αντι-νεοφιλελευθερισµός
Για την καπιταλιστική κρίση και την επικαιρότητα του κοµµουνισµού µίλησε στη συνέχεια ο Θανάσης Μανιάτης, αναπληρωτής καθηγητής του Τµήµατος Οικονοµικών Επιστηµών του Πανεπιστηµίου Αθηνών και µέλος του Οµίλου Μαρξιστικών Ερευνών. Αφού παρουσίασε τη µαρξιστική αντίληψη για τις κρίσεις και συνέβαλε στην περιοδολόγηση του καπιταλισµού, έθεσε το ερώτηµα: «Πού βρίσκεται λοιπόν σήµερα ο παγκόσµιος και ο ελληνικός καπιταλισµός όταν ιδωθούν κάτω από το πρίσµα αυτής της “µεγάλης εικόνας’’, του µακροχρόνιου ιστορικού ορίζοντα; Ο κεϊνσιανισµός απέτυχε, ο νεοφιλελευθερισµός αποδείχθηκε ανεπαρκής και απέτυχε παταγωδώς µε τη σειρά του πρόσφατα. Τώρα τί;
Η διεθνής εµπειρία της αντιµετώπισης της κρίσης δείχνει ότι δεν υπάρχει κάποιο συνεκτικό και αποτελεσµατικό στρατηγικό σχέδιο, ένας νέος µετασχηµατισµός που να απαντά στο θεµελιακό πρόβληµα του καιρού µας, της βιώσιµης και ικανοποιητικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η απάντηση του συστήµατος µέχρι τώρα είναι η κλασικού τύπου επίθεση στους µισθούς και τις κοινωνικές παροχές στην Ευρώπη και η επεκτατική νοµισµατική πολιτική στις ΗΠΑ που κινδυνεύει να δηµιουργήσει νέα “φούσκα” ακινήτων, όπως προειδοποίησε ήδη η Fed, καθώς και η διόγκωση του δηµοσίου χρέους. Επειδή όµως η κρίση δεν έχει να κάνει µε την ελλιπή ζήτηση αλλά µε τη χαµηλή κερδοφορία, η τυχόν επαναφορά κεϊνσιανών προσεγγίσεων δεν µπορεί να λύσει το πρόβληµα. Αυτό που περιγράψαµε σαν νεοφιλελευθερισµό είναι πιθανόν να ξεκινά τώρα στην πούρα, στην αµιγή του µορφή. Αυτήν τη φορά όµως χωρίς υποσχέσεις και οραµατικές αφηγήσεις για την απρόσκοπτη λειτουργία των αγορών που θα εξασφαλίσει ευηµερία για όλους, αλλά σαν αµυντική εκβιαστική προσπάθεια συντήρησης του συστήµατος σε βάρος του βιοτικού επιπέδου της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσµού. Είναι αυτή η αµηχανία και η στασιµότητα από την πλευρά των κυρίαρχων τάξεων αλλά και η εµφανής απουσία διεξόδων, λύσεων που θα ωφελήσουν και την εργατική τάξη και το κεφάλαιο, δηλαδή την ανύπαρκτη ιδεολογική κατασκευή που αποκαλείται “εθνική οικονοµία”, που κάνει τη σηµερινή κατάσταση να είναι ευκαιρία αντικαπιταλιστικής ζύµωσης, αποκάλυψης της πραγµατικής φύσης του συστήµατος και πάλης για την ανατροπή του». «Υπάρχουν τέσσερις µακροχρόνιες τάσεις µετά τον δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο: πτωτική τάση στο ρυθµό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, την κερδοφορία του κεφαλαίου, τη συσσώρευση κεφαλαίου και τη µεγέθυνση του προϊόντος. Η κρίση έχει να κάνει µε τη βαθύτερη δυναµική πορεία του καπιταλιστικού οικονοµικού συστήµατος και είναι κρίση του πυρήνα του, της διαδικασίας καπιταλιστικής συσσώρευσης, δεν πηγάζει από την ανεπάρκεια της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης του καπιταλισµού, τη στασιµότητα ή µείωση των εργατικών εισοδηµάτων και τα προβλήµατα που δηµιουργεί στη συνολική ζήτηση. Πρόκειται για συνδυασµό της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, της ελληνικής κρίσης που οξύνεται από την ασθενή ανταγωνιστική θέση της εντός της ΕΕ και του ιδιαίτερα µεγάλου δηµόσιου χρέους», τόνισε.
Τέλος, ο Θ. Μανιάτης σηµείωσε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ µε αφορµή την κρίση και το µνηµόνιο αντί να ακολουθήσει πορεία ριζοσπαστικοποίησης εγκατέλειψε τελείως κάθε αναφορά στο σοσιαλισµό ή κάποιο δοµικό κοινωνικό µετασχηµατισµό, επικεντρώνοντας πρώτα στην “ανακούφιση’’ από τις µνηµονιακές πολιτικές και µακροπρόθεσµα στην επιστροφή στην προ του 2009 περίοδο, κάτι που λειτουργεί πλέον ως όραµα γι’ αυτόν τον πολιτικό χώρο. Οι διάφορες αντινεοφιλελεύθερες συµµαχίες που στοιχίζονται πίσω από νεοκεϊνσιανές προτάσεις και επικλήσεις µιας φιλολαϊκά προσανατολισµένης ΕΕ είτε είναι βαθύτατα υποκριτικές είτε εθελοτυφλούν στηριζόµενες σε αναδιανεµητικές αυταπάτες».
Παναγιώτης Σωτήρης: Καταλύτης η κρίση
Ο πανεπιστηµιακός Παναγιώτης Σωτήρης δεν µπόρεσε να παρευρεθεί λόγω έκτακτης υποχρέωσης στο εξωτερικό, αλλά έστειλε τη γραπτή του παρέµβαση, η οποία και διαβάστηκε στην εκδήλωση. Τονίζοντας τη σηµασία κάθε βήµατος διαλόγου για µια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, αφού «τίποτα δεν είναι χειρότερο στη σηµερινή συγκυρία από τον πρακτικισµό και τον εµπειρισµό». Δεν αφορά το µακρινό µέλλον: «Η συγκυρία της βαθιάς οικονοµικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης που ζούµε στον τόπο µας, η ανάδειξη στοιχείων µιας κρίσης ηγεµονίας, µιας “οργανικής κρίσης” για να θυµηθούµε τον Γκράµσι, ανέδειξαν µεγάλες δυνατότητες για µια σύγχρονη επαναστατική πολιτική». Πρόκειται για διακύβευµα. «Εάν η Αριστερά προτείνει ουσιαστικά, όπως κάνει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ – αλλά εµµέσως αποδέχεται ως υλικό όριο της αριστερής πολιτικής σήµερα και η ηγεσία του ΚΚΕ – ότι το µόνο που υπάρχει είναι µια εν τέλει ατελέσφορη επαναδιαπραγµάτευση της λιτότητας µε τους πιστωτές εντός του ασφυκτικού πλαισίου του µηχανισµού του χρέους και του νοµισµατικού και θεσµικού πλαισίου της Ευρωζώνης, τότε σύντοµα θα κυριαρχήσει η ανάθεση, η λογική ότι δεν υπάρχει περιθώριο τοµών, η απογοήτευση. Εάν, αντίθετα, η Αριστερά προβάλλει το αναγκαίο µεταβατικό πρόγραµµα ως εναλλακτική στρατηγική αφήγηση, σε ρήξη µε την ΕΕ, το ευρώ, το χρέος, σε τελική ανάλυση σε ρήξη µε τη αστική και καπιταλιστική λογική, και εάν δείξει ότι αυτό συγκεφαλαιώνει την άµεση ανακούφιση µε το µετασχηµατισµό, τότε αυτό µπορεί να εµπνεύσει τις λαϊκές δυνάµεις, να τροφοδοτήσει µε αυτοπεποίθηση το κίνηµα, να οικοδοµήσει την εµπιστοσύνη στη δυνατότητα για επαναστατικές αλλαγές».
Αυτό θα οδηγήσει σε αναµέτρηση και µε το ερώτηµα της εξουσίας, τόνισε ο Π. Σωτήρης. «Το ερώτηµα δεν είναι εύκολο γιατί σηµαίνει ότι αναµετριόµαστε µε το τι σηµαίνει προγραµµατικά, πολιτικά οργανωτικά µια Αριστερά που διεκδικεί την εξουσία από επαναστατική σκοπιά. Σηµαίνει ότι το οριακό και απότοκο του λαϊκού ξεσηκωµού της προηγούµενης περιόδου ενδεχόµενο της ‘’αριστερής κυβέρνησης’’ δεν το ξορκίζουµε αλλά κοιτάζουµε πώς µπορεί να αποτελέσει κόµβο µιας επαναστατικής στρατηγικής σε συνδυασµό µε την κλιµάκωση των αγώνων και την οικοδόµηση µορφών λαϊκής αντιεξουσίας από τα κάτω», σηµείωσε.
Και παραπέρα: «Σηµαίνει ότι έχουµε µετωπική πολιτική, πολιτική συνάντησης ανάµεσα σε διαφορετικά ρεύµατα, εµπειρίες και ευαισθησίες, ότι δεν εγκλωβιζόµαστε µέσα στα στενά όρια της ιστορικής επαναστατικής Αριστεράς αλλά αντιλαµβανόµαστε ότι η κρίση έχει λειτουργήσει σαν καταλύτης και έχει απελευθερώσει δυνάµεις, ότι δεν χαρίζουµε στους ρεφορµιστές την έννοια του Αριστερού Μετώπου, ότι τολµηρά και θαρρετά οικοδοµούµε τον πόλο της Αριστεράς του άλλου δρόµου, µε φιλοδοξία να αλλάξουµε τα πράγµατα συνολικά στην Αριστερά».
Βασίλης Λιόσης: Ανάγκη δηµιουργίας µετώπου
Στη συνέχεια το λόγο πήρε ο Βασίλης Λιόσης, εκ µέρους του Συλλόγου διάδοσης της µαρξιστικής σκέψης «Γ. Κορδάτος». Παρουσιάζοντας καταρχάς την προσέγγισή του για την τακτική και τη στρατηγική, ο Β. Λιόσης τόνισε ότι «η τακτική δεν µπορεί παρά να εδράζεται στη συγκεκριµένη ανάλυση της συγκεκριµένης κατάστασης. Αν η τακτική αναλώνεται σε γενικές και “αιώνιες” αλήθειες, σε αµετακίνητες συνταγές, τότε αρνείται τον εαυτό της και µετατρέπεται σε µεταφυσική κατηγορία. Ωστόσο, αν θέλουµε η τακτική να είναι επαναστατική, πρέπει να υποτάσσεται και να καθορίζεται από τη στρατηγική. Διαφορετικά αυτονοµείται πλήρως και ο στρατηγικός στόχος χάνεται. Η απόλυτη αυτονόµηση µπορεί να πραγµατοποιείται µε δεξιές παρεκκλίσεις, ενώ ο αριστερισµός οδηγεί σε στρεβλή σύνδεση ανάµεσα στους δυο πόλους και σε τελική εξαφάνιση της τακτικής».
Υπογραµµίζοντας την ανάγκη δηµιουργίας Μετώπου σήµερα στην Ελλάδα, τόνισε ότι αυτό «επιβάλλεται σήµερα από το γεγονός ότι έχει ενσκήψει µια οξύτατη καπιταλιστική κρίση, από το ότι οι ναζιστικές οµάδες έχουν σοβαρή ιδεολογική και πολιτική επιρροή, από το ότι το κίνηµα βρίσκεται σε υποχώρηση, από το ότι η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώµατα υφίστανται µια επίθεση δίχως προηγούµενο, από το ότι έχουν προκύψει σοβαρά ζητήµατα που σχετίζονται µε την εθνική ανεξαρτησία της χώρας. Κατά τη γνώµη µας, το Μέτωπο µπορεί και πρέπει να πραγµατοποιηθεί στο συνδικαλιστικό-εργατικό κίνηµα αλλά και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Στο µεν πρώτο χρειάζεται ένα µίνιµουµ πρόγραµµα υπεράσπισης των εργατικών δικαιωµάτων που να περιλαµβάνει: την κατάργηση των µνηµονίων, των εφαρµοστικών νόµων και των µεσοπρόθεσµων, την επιστροφή στην προ µνηµονίου κατάσταση όσον αφορά στους µισθούς και τις εργασιακές σχέσεις, τη φορολόγηση του µεγάλου κεφαλαίου για να γίνει αναδιανοµή του πλούτου, την υιοθέτηση του συνθήµατος “την κρίση να πληρώσει η ολιγαρχία”. Στο δε δεύτερο επίπεδο, χρειάζεται ένα µεταβατικό πρόγραµµα που να περιέχει επίσης την κατάργηση των µνηµονίων, την κατάργηση της δανειακής σύµβασης, την εθνικοποίηση των βασικών µέσων παραγωγής και των τραπεζών, τον έλεγχο κίνησης των κεφαλαίων, την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, την έξοδο από το ΝΑΤΟ. Στη βάση αυτού του µεταβατικού προγράµµατος µπορεί και πρέπει να αναπτυχθούν κοινές κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες. Αν οι προϋποθέσεις δεν το επιτρέπουν, δεν είναι σωστό µε εκβιαστικό τρόπο να συγκροτηθεί Μέτωπο στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Η πορεία της ταξικής πάλης είναι αυτή που θα καθορίσει το πώς, το πότε, µε ποιο περιεχόµενο».
Ο Β. Λιόσης σηµείωσε ότι «είναι λάθος ο προσδιορισµός ενός τέτοιου προγράµµατος ως αντικαπιταλιστικού», γιατί «το αντικαπιταλιστικό σηµαίνει την κατάργηση κάθε κεφαλαιοκρατικής σχέσης». Αφού διευκρίνισε ότι «ασφαλώς η κατεύθυνση που έχει ένα τέτοιο πρόγραµµα µέσα στις σηµερινές συνθήκες θα είναι αντικαπιταλιστική, αλλά αυτό από επιστηµονική και από κινηµατική άποψη δε δικαιολογεί το χαρακτηρισµό του ως αντικαπιταλιστικό. Η διαφορά είναι λεπτή, αλλά κρίσιµη», τόνισε ότι «ένα πρόγραµµα µεταβατικό πρέπει να έχει αντιµονοπωλιακό αντιιµπεριαλιστικό περιεχόµενο».
Λέανδρος Μπόλαρης: Στο κέντρο η κίνηση της τάξης
Ο ιστορικός Λέανδρος Μπόλαρης ξεκίνησε την παρέµβασή του µε αναφορά στον Γ. Λούκατς και το βιβλίο του για τη Σκέψη του Λένιν, του οποίου το πρώτο κεφάλαιο έχει τίτλο Η επικαιρότητα της επανάστασης: «Ειρωνεύεται αυτούς για τους οποίους η προλεταριακή επανάσταση “είναι ορατή µόνο όταν οι µάζες των εργατών µάχονται ήδη στα οδοφράγµατα’’. Αυτό δεν σηµαίνει ότι η επανάσταση µπορεί να γίνει οποτεδήποτε και µε οποιονδήποτε τρόπο, αλλά ότι για τον Μαρξ και τον Λένιν η επικαιρότητά της ήταν το “σίγουρο κριτήριο για τις αποφάσεις που έπρεπε να παρθούν για όλα τα καθηµερινά ζητήµατα’’». Και συνέχισε: «Η εργατική τάξη, η “ηγετική τάξη” για τον Λούκατς, είναι το υποκείµενο της επανάστασης. Όχι µια ιδανική εργατική τάξη του µέλλοντος, αλλά η τάξη που παίρνει κάθε πρωί το µετρό για να πάει στη δουλειά και που δίνει καθηµερινά τους αγώνες της. Δεν υπάρχουν σινικά τείχη που χωρίζουν αυτούς τους αγώνες από τον ρόλο της τάξης ως “ιστορικού νεκροθάφτη’’ του καπιταλισµού. Και δεν υπάρχουν σύντοµα µονοπάτια ή υποκατάστατα για τους επαναστάτες έξω από την κίνηση της τάξης και τους αγώνες της.
Οι επεξεργασίες της Κοµµουνιστικής Διεθνούς για το ενιαίο εργατικό µέτωπο, µε την καθοριστική συµβολή του Λένιν και του Τρότσκι, µας έχουν αφήσει µια πολύτιµη παράδοση για το συνδυασµό της επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής. Βάζει στο κέντρο της την κίνηση της τάξης. Η ουσία αυτής της πολιτικής είναι ότι οι επαναστάτες πρέπει να πρωτοστατούν στην κοινή δράση µε τα τµήµατα των εργατών που βρίσκονται “δεξιά” τους (αναγκαστικά και τις ηγεσίες τους) για να αποδεικνύουν στην πράξη την ανωτερότητα της επαναστατικής προοπτικής. Η εργατική τάξη αλλάζει ιδέες µέσα στην πάλη. Συµφωνίες δράσης για πολιτικά και οικονοµικά αιτήµατα που δυναµώνουν την οργάνωση, την αυτενέργεια και την αυτοπεποίθηση της τάξης. Όχι νεφελώδεις πλατφόρµες “κοινών προγραµµάτων” µε τους ρεφορµιστές π.χ. για “αριστερές κυβερνήσεις” ή “παραγωγική ανασυγκρότηση” που αξίζουν όσο και τα προεκλογικά τους προγράµµατα». Ο Λ. Μπόλαρης αναφέρθηκε στο ερώτηµα εαν τα παραπάνω ανήκουν σε µα εποχή µε µια διαφορετική εργατική τάξη, µε σοσιαλδηµοκρατικά κόµµατα µε στενούς οργανωτικούς δεσµούς µαζί της και αναφορές στο µαρξισµό. «Κάθε άλλο. Η κρίση του ρεφορµισµού και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, το αδυνάτισµα των δεσµών τους µε τη βάση τους δίνουν περισσότερες και όχι λιγότερες ευκαιρίες στους επαναστάτες να καθορίσουν τη φορά της ταξικής πάλης µε τολµηρές πρωτοβουλίες ενιαίου µετώπου, αν έχουν ξεκάθαρη τη στρατηγική τους». Και τόνισε: «Ο θεωρητικός αγνωστικισµός, ο εκλεκτισµός, είναι θάνατος για την επαναστατική δράση και αδυνατίζει τη συζήτηση περί τακτικής. Παράδειγµα: για µεγάλα τµήµατα της Αριστεράς η λεγόµενη συντριπτική υπεροχή συσχετισµών υπέρ του κεφαλαίου έχει άµεσα να κάνει µε την απαισιοδοξία που τα κατέλαβε µετά την κατάρρευση της Ρωσίας και του ανατολικού µπλοκ. Αντίθετα, για µας επρόκειτο για κοινωνίες κρατικού καπιταλισµού κι η κατάρρευσή τους ήταν κοµµάτι της γενικότερης κρίσης του συστήµατος».
Γιάννης Νικολακόπουλος: Στις συλλογικότητες η οµορφιά
Ο Γιάννης Νικολακόπουλος, µε µακρόχρονη πρωτοπόρα δράση στο κίνηµα των καθηγητών, πήρε στη συνέχεια τον λόγο. «Στις Θέσεις για το 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ γίνεται σοβαρή προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις σε σύγχρονα ζητήµατα και αποτελούν βάση συζήτησης στην κατεύθυνση της ανατροπής της σηµερινής πραγµατικότητας. Διαφαίνεται µια προσπάθεια επαναδιατύπωσης και ανασυγκρότησης των επαναστατικών ιδεών, σε ανώτερο επίπεδο καθώς σήµερα υπάρχει η ιστορική εµπειρία από τις νίκες και ήττες του επαναστατικού κινήµατος τον 20ό αιώνα, ανεβασµένο γνωστικό επίπεδο σε ευρύτερα στρώµατα εργαζοµένων και πολλές τεχνολογικές δυνατότητες για την ανταλλαγή απόψεων και διάδοση των ιδεών», τόνισε εισαγωγικά.
«Η δική µου εµπειρία από αγώνες στο χώρο της εκπαίδευσης δείχνει ότι ο κόσµος συσπειρώνεται σε δράση µαζικά και ανεξάρτητα από πολιτικές τοποθετήσεις, όταν: Πρώτο, πιστεύει στην επιτυχία του αγώνα του, στο αίτηµα και στη µορφή πάλης και δεύτερο, έχει στη διάθεσή του τρόπους για να ελέγχει και να συµµετέχει στην καθοδήγηση του αγώνα του», συµπλήρωσε. Αναφερόµενος στις σύγχρονες τάσεις, ο Γ, Νικολακόπουλος σηµείωσε ότι «η κατάργηση των συλλογικών συµβάσεων εργασίας ενισχύει την ατοµική συµπεριφορά στους χώρους εργασίας και κατ’ επέκταση και στην υπόλοιπη ζωή, οδηγώντας σε φτώχεια τις κοινωνικές σχέσεις και εν γένει την πολιτιστική συµπεριφορά. Ταυτόχρονα όµως η τάση της πλήρους ατοµικοποίησης εκτρέφει και το αντίθετό της: την αναζήτηση των κοινωνικών σχέσεων, τη συνειδητοποίηση ότι η οµορφιά της ζωής βρίσκεται στις πολλαπλές µορφές της συλλογικότητας.
Ένα µεγάλο ζήτηµα σήµερα, είναι η διεκδίκηση µορφών συλλογικής ‘’εξουσίας’’ από τους εργαζόµενους στους χώρους εργασίας και σε συνδυασµό µε το επίκαιρο όσο κανένα άλλο αίτηµα σήµερα της δραστικής µείωσης των ωρών εργασίας. Και µόνο η κατανόηση της ανάγκης για µια τέτοια διεκδίκηση από τη µεριά της εργατικής τάξης, αναβαθµίζει το ρόλο της στην κοινωνία. Η συνειδητοποίηση της ικανότητας της αλλά και της ευθύνης της να σχεδιάζει, να εφαρµόζει, να ελέγχει και να διευθύνει συλλογικά και αποτελεσµατικά την παραγωγική διαδικασία, (τελικά να δηµιουργεί ένα «δικό της» πολιτισµό ) είναι ίσως ο σηµαντικότερος όρος για την ανατροπή των πραγµάτων σήµερα! Η διεκδίκηση αυτού του ρόλου στην εργασία και στην κοινωνία, συνδυάζεται µε τη διεκδίκηση ανάλογου ρόλου και στην πολιτική.
Οι πολιτικοί σχηµατισµοί στο χώρο της αριστεράς, που κουβαλούν ο καθένας µε τον τρόπο του τη γνώση και την εµπειρία των λαϊκών αγώνων χρειάζεται να επιδιώκουν τη συλλογική δράση σε ό,τι συµφωνούν και χωριστά σε ό,τι διαφωνούν. Τα πολιτικά σχήµατα δεν είναι µόνιµα και η ισχυρή επίθεση του αντιπάλου απαιτεί καθηµερινό αγώνα στο µακρύ δρόµο για την κοµµουνιστική απελευθέρωση».
Χάρης Σµυρνιώτης: Έξοδος από ευρώ και ΕΕ
Στη συνέχεια τον λόγο πήρε ο Χάρης Σµυρνιώτης, πρόεδρος του Σωµατείου στο ΙΓΜΕ. «Σε µια περίοδο που η επίθεση κυβέρνησης-Τρόϊκας και εργοδοτών κλιµακώνεται, η αντίσταση του συνδικαλιστικού κινήµατος δεν είναι η ανάλογη. Βασική αιτία της αναντιστοιχίας αυτής είναι η πολιτική κοµµάτων της Αριστεράς, που για διαφορετικούς λόγους το καθένα, δεν µπορούν να εµπνεύσουν το κίνηµα και να συµβάλουν αποφασιστικά στην κινητοποίηση του λαού. Από αυτή την άποψη οι συνεδριακές διαδικασίες των κοµµάτων της Αριστεράς και συγκεκριµένα του ΝΑΡ, µπορούν να αποτελέσουν σοβαρό βήµα προβληµατισµού και δράσης, όχι µόνο των µελών τους, αλλά και όλων των αγωνιστών των πολιτικών και κοινωνικών αγώνων», τόνισε εισαγωγικά, για να συνεχίσει: «Στο πλαίσιο αυτό θα ήθελα να συµβάλλω στον πολιτικό διάλογο µε ορισµένες παρατηρήσεις στις Θέσεις και Προγραµµατική Διακήρυξη. Συγκεκριµένα σε ό,τι αφορά στην κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που εδράζεται στην πτωτική τάση του µέσου ποσοστού κέρδους, ερµηνεία ότι αυτή επιταχύνεται από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας οδηγεί αναπόφευκτα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήµατος στη µείωση της απασχόλησης της εργατικής δύναµης. Η πτώση αυτή οδηγεί σε µείωση της αγοραστικής δύναµης και αναπόφευκτα σε κρίση αναπαραγωγής που είναι βασικό στοιχείο της σηµερινής καπιταλιστικής κρίσης. Ο συλλογισµός αυτός, εάν έχει βάση, επιδρά στη σύνδεση της πολιτικής µε τη δράση του κινήµατος, αφού έτσι ερµηνεύεται το γεγονός ότι η “ανταγωνιστικότητα” που προβάλλεται ως βασική αστική ερµηνεία της κρίσης, δεν αποτελεί παρά µια εκδήλωση της όξυνσης του ανταγωνισµού των καπιταλιστών όπου ο ισχυρότερος εξάγει την υπερπαραγωγή του στον ασθενέστερο. Αποτέλεσµα αυτής της ανταγωνιστικότητας είναι το βάθεµα της ανισόµετρης ανάπτυξης µεταξύ των χωρών της ΕΕ. Μια τέτοια ερµηνεία αποτελεί την απάντηση για τις αιτίες της αποβιοµηχάνισης και της κατάρρευσης του παραγωγικού ιστού της χώρας και γι’ αυτό η µόνη απάντηση είναι η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ.
Χρέος των συνδικάτων είναι, παράλληλα µε την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων, να διατυπώνουν πολιτική για τους κλάδους, παίρνοντας πάντα υπόψη και τις περιβαλλοντικές παραµέτρους. Έτσι, οι αγώνες συνδέονται µε το πρόβληµα και το κίνηµα αποκτά πειστικότητα και µαχητικότητα».