Επιδίωξη των προωθούμενων αλλαγών είναι ένα εργατικό δυναμικό που θα γνωρίζει από την υποχρεωτική εννιάχρονη εκπαίδευση τα λεγόμενα «βασικά» (ανάγνωση, γραφή, αριθμητική) ενισχυμένα με στοιχειώδεις γνώσεις πληροφορικής και αγγλικών. Για το γενικό λύκειο των πολλαπλών εξετάσεων που θα διασφαλίζουν τη χειραγώγηση όσων πετύχουν την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προορίζεταιο πλέον μια μειοψηφία.
Γράφουν: Γιώτα Ιωαννίδου
Γιώργος Κρεασίδης
Κατάργηση τομέων και ειδικοτήτων
Ενώ τα ιδιωτικά ΙΕΚ έχουν εξαπολύσει ένα διαφημιστικό γιουρούσι για τις ειδικότητες που τους χάρισε η κυβέρνηση αφού τις κατάργησε από τα τεχνικά λύκεια, αλλά και τον αναβαθμισμένο ρόλο που τους χαρίζει το εκπαιδευτικό νομοσχέδιο, η κατάσταση στην εκπαίδευση μοιάζει με ναρκοπέδιο.
Προχτές Παρασκευή η κυβέρνηση κατέθεσε νομοσχέδιο που καταργεί το 2014 τις Επαγγελματικές Σχολές (ΕΠΑΣ), δηλαδή 102 σχολεία, στα οποία δεν θα γίνουν εγγραφές φέτος, υποχρεώνοντας χιλιάδες μαθητές σε έξωση από το εκπαιδευτικό σύστημα και μετακίνηση σε σχολές κατάρτισης. Παράλληλα, και άλλοι εκπαιδευτικοί προορίζονται για διαθεσιμότητες, μετατάξεις και απολύσεις.
Η κυβερνητική προπαγάνδα μιλάει για την ανάγκη να μην αναστατωθεί η κοινωνία όταν μειώθηκαν κατά 16.000 οι καθηγητές, καθώς 2.500 βρίσκονται σε διαθεσιμότητα με σκοπό την απόλυση, 5.000 περίπου βρίσκονται στη δίνη της διαδικασίας μετατάξεων, τουλάχιστον 5.000 από τους περσινούς αναπληρωτές δεν πρόκειται να ενταχθούν στο κανονικό πρόγραμμα, ενώ 3.500 έχουν κάνει αίτηση για συνταξιοδότηση. Το υπουργείο Παιδείας έχει αποκλείσει κάθε πιθανότητα διορισμών, παρά το γεγονός ότι μόνο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μέσα σε τρία χρόνια οι εκπαιδευτικοί μειώθηκαν κατά 15%. Συγκεκριμένα, από 102.360 (μόνιμοι, αναπληρωτές, ωρομίσθιοι) φτάσαμε το 2013 σε 86.842.
Αυτό σημαίνει ότι ένας μεγάλος αριθμός μαθητών της τεχνικής εκπαίδευσης, γύρω στους 15.000, δε θα βρει τον καθηγητή του γιατί βγήκε σε διαθεσιμότητα, αλλά και τον τομέα που καταργήθηκε και υπάρχει μόνο σε ΙΕΚ.
Τη λειτουργία των σχολείων υπονομεύουν επίσης οι εντολές για τμήματα 27 και 30 μαθητών, για μεγάλα τμήματα στα μαθήματα των πανελλαδικών εξετάσεων, αλλά και οι ριζικά μειωμένες λειτουργικές δαπάνες και η έλλειψη χρημάτων για ρεύμα, νερό και θέρμανση. Οι κυβερνητικές δεσμεύσεις για νέους γύρους συγχωνεύσεων μέσα στο σχολικό έτος που ξεκινά οξύνουν πολύ περισσότερο αυτά τα προβλήματα.
Πέρα όμως από όλα αυτά, οι αλλαγές στα ωρολόγια προγράμματα και οι νομοθετικές πρωτοβουλίες στα τέλη του καλοκαιριού δημιουργούν ένα πραγματικό αλαλούμ σε ό,τι αφορά τις ανάγκες των σχολείων σε εκπαιδευτικούς που θα χρειαστεί βδομάδες για να ξεπεραστεί. Φυσικά όταν και αν συμβεί αυτό, θα αποκαλυφθεί ένα εφιαλτικό τοπίο, πραγματικά απειλητικό για τους μαθητές, τις οικογένειές τους, αλλά και τους εκπαιδευτικούς.
Το «νέο λύκειο» του νομοσχεδίου που κατέθεσε η κυβέρνηση δεν είναι παρά ένας μηχανισμός έξωσης της νεολαίας μέσω των αλλεπάλληλων εξεταστικών εμποδίων. Παράλληλα, οι δομές τεχνικής εκπαίδευσης και κατάρτισης του αυγουστιάτικου νομοσχεδίου που φιλοδοξούν να τους υποδεχτούν δεν είναι παρά προθάλαμος για τη μαθητεία, δηλαδή τη φτηνή και ανασφάλιστη εργασία.
Mε το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή την περασμένη Δευτέρα ολοκληρώνεται μια διαδικασία μετάλλαξης ενός προβληματικού εδώ και χρόνια εκπαιδευτικού συστήματος.
Βασικά στοιχεία είναι καταρχάς ο εξεταστικός μαραθώνιος στο γενικό λύκειο που αποθεώνει την παπαγαλία και την εντατικοποίηση σε βάρος της ουσιαστικής μόρφωσης και σπρώχνει τη μαθητική νεολαία στο τεχνικό λύκειο και τις σχολές κατάρτισης, που με τη σειρά τους σφραγίζονται από τη μαθητεία. Τη φτηνή και ανασφάλιστη εργασία των νέων δηλαδή, από τα 15 τους χρόνια.
Συγκεκριμένα, το γενικό λύκειο προσανατολίζεται ολοκληρωτικά για την εισαγωγή σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ, για την οποία θα μετράει ο βαθμός και των τριών τάξεων, με διαφορετικό συντελεστή. Κρίσιμη θα είναι φυσικά η επίδοση στις εξετάσεις του Ιουνίου. Ο μαθητής, αφού πάρει το απολυτήριο λυκείου, θα δίνει στη συνέχεια πανελλήνιες εξετάσεις, μέσα από τέσσερις «ομάδες προσανατολισμού» (κατευθύνσεις), δηλαδή η είσοδος στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα εξαρτάται από τους βαθμούς σε τέσσερις εξεταστικές διαδικασίες.
Παράλληλα, ιδρύεται Εθνικός Οργανισμός Εξετάσεων (ΕΟΕ), ο οποίος θα έχει την ευθύνη του καθορισμού της ύλης που δεν συνδέεται με σαφήνεια με τα σχολικά βιβλία, της διαδικασίας των εξετάσεων σε όλες τις τάξεις και της επιλογής των θεμάτων που βρίσκονται σε τράπεζα θεμάτων. Προβλέπεται μάλιστα τα θέματα των ενδοσχολικών εξετάσεων για να περάσει ο μαθητής την τάξη και να πάρει απολυτήριο να μπαίνουν από την Τράπεζα Θεμάτων του ΕΟΕ κατά 50% και το 50% από τον καθηγητή της τάξης, κάτι που αποτελεί εγγύηση ανισότητας, καθώς οι πανελλήνιες δείχνουν πως τα «κοινά θέματα» κατά κανόνα αγνοούν τα προβλήματα και τις δυσκολίες των παιδιών από τις λαϊκές γειτονιές και τα χωριά.
Το «νέο λύκειο» διώχνει τους φτωχούς μαθητές με την ανάγκη για φροντιστήρια σε συνδυασμό με τις ασφυκτικά γεμάτες αίθουσες των 27 – 30 μαθητών (15 στις κατευθύνσεις), την έλλειψη εκπαιδευτικών, την έλλειψη τμημάτων κατευθύνσεων, τα προβλήματα μεταφοράς, την παντελή έλλειψη μέτρων ενίσχυσης και υποστήριξης μαθητών και οικογενειών. Παράλληλα επανέρχεται η βάση του 10 αυτή τη φορά όχι σαν μέσος όρος, αλλά σαν προϋπόθεση σε βασικά μαθήματα, όχι όμως και στα τεχνικά λύκεια. Ουσιαστικά τα μαθησιακά προβλήματα αντί να αντιμετωπίζονται, θα λειτουργούν σαν διαβατήριο για την τεχνική εκπαίδευση.
Στα τεχνικά λύκεια προβλέπεται η φοίτηση μέχρι την ηλικία των 20 ετών, ενώ προβλέπεται η δυνατότητα για εσπερινά για τους άνω των 20 χρονών. Οι τρεις τάξεις αποτελούν το Δευτεροβάθμιο Κύκλο Σπουδών που δίνει απολυτήριο σε τέσσερις ομάδες προσανατολισμού. Οι ειδικότητες της Υγείας και των Εφαρμοσμένων Τεχνών, που συγκέντρωναν ένα ποσοστό 20% των μαθητών, καταργούνται και παραδίδονται στα ΙΕΚ. Τα αναλυτικά προγράμματα θα βασίζονται στο ευρωπαϊκό σύστημα πιστωτικών μονάδων και θα ανανεώνονται το λιγότερο κάθε έξι χρόνια με βάση τις ανάγκες των εργοδοτών.
Στη συνέχεια προβλέπεται προαιρετική Τάξη Μαθητείας σε συνεργασία με τον ΟΑΕΔ, με 7 ώρες ειδικότητας και 28 ώρες μαθητείας σε χώρο εργασίας, με ευθύνη του ΟΑΕΔ, αλλά και του σχολείου με τον καθηγητή να γίνεται μεσάζοντας! Δηλαδή πενθήμερη δουλειά, χωρίς ασφαλιστικές εισφορές για εργοδότες που έχουν κίνητρα για διετή απασχόληση στη συνέχεια. Θα ακολουθεί εξέταση για απόκτησης πτυχίου ειδικότητας.
Οι αντιδραστικές στοχεύσεις του νομοσχεδίου ξεδιπλώνονται όμως με την αναβάθμιση της μη τυπικής εκπαίδευσης, πρώτα και κύρια με τις Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΣΕΚ) που θα παρέχουν επαγγελματική κατάρτιση σε απόφοιτους γυμνασίου. Στις ΣΕΚ το πρόγραμμα των δύο πρώτων τάξεων θα περιλαμβάνει κατά βάση μαθήματα ειδικότητας, για να ακολουθήσει τάξη μαθητείας, δηλαδή φτηνής εργασίας, όπως στα Τεχνικά Λύκεια, ενώ φυσικά δεν προβλέπεται πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Οι ΣΕΚ προορίζονται ουσιαστικά να γίνουν ο βασικός χώρος υποδοχής μιας μαθητικής νεολαίας που δε θα αντέχει το κόστος και την εντατικοποίηση του γενικού λυκείου, για μια αμφίβολη επιτυχία σε σχολές που κατά βάση οδηγούν στην ανεργία, αν δεν έχεις τις προσβάσεις και τις γνωριμίες με τις οποίες συνήθως εφοδιάζει η άρχουσα τάξη τα παιδιά της.
Μαζί τα ΣΕΚ το τοπίο συμπληρώνουν τα γνωστά ΙΕΚ, τα Κέντρα Διά Βίου Μάθησης (τα ως τώρα ΚΕΚ), αλλά και τα Κολέγια. Οι σχολάρχες των ΙΕΚ θα μπορούν να ιδρύουν και ΣΕΚ.
Επιδίωξη είναι ένα εργατικό δυναμικό που θα γνωρίζει από την υποχρεωτική εννιάχρονη εκπαίδευση τα λεγόμενα «βασικά» (ανάγνωση, γραφή, αριθμητική), ενισχυμένα με στοιχειώδεις γνώσεις πληροφορικής και αγγλικών. Μια μειοψηφία προορίζεται για το γενικό λύκειο των πολλαπλών εξετάσεων που θα διασφαλίζουν τη χειραγώγηση όσων πετύχουν την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και της παρεχόμενης γνώσης. Οι πολλοί ωθούνται στο τεχνικό λύκειο με λίγη γενική παιδεία και τη μαθητεία με το χαρτζιλίκι των 140 ευρώ το μήνα, αλλά και στα ΣΕΚ, δηλαδή στην αναζήτηση μεροκάματου από τα 15 χρόνια.
Εξορίζονται από το σχολείο της πλειοψηφίας τα στοιχεία που επέτρεπαν ανάπτυξη κριτικής ικανότητας, ενώ με τη μαθητεία δεν αντιμετωπίζεται η ανεργία αλλά γενικεύονται οι ελαστικές σχέσεις εργασίας, καθώς ουσιαστικά παραπέμπει στις «συμβάσεις μηδενικού χρόνου». Όταν ο μαθητής σπουδάζει π.χ. όχι αυτοματισμό αλλά χρήση του συγκεκριμένου υλικού της Siemens, πολύ εύκολα πετιέται στην ανεργία και αντιμετωπίζει την ανάγκη με ατομικό κόστος να επανακαταρτιστεί. Αδυνατίζει η στοιχειώδης διαπραγματευτική του ικανότητα και μαζί υποχωρεί η συλλογική οργάνωση των εργαζομένων. Παράλληλα, ο νέος σπουδάζει τους κανόνες εργοδοτικής αυθαιρεσίας, ατομισμό και υποταγή και όσα φέρνει το περιβάλλον της επιχείρησης στην εκπαίδευση.
Εξάλλου, η πρακτική άσκηση των ΤΕΙ και των ΙΕΚ γίνεται εδώ και δεκαετίες, αλλά δεν εμπόδισε την ανεργία να φτάσει στο 27%. Η μαθητεία και το διπλό δίκτυο γενικής-τεχνικής εκπαίδευσης έχουν μια μακρά ιστορία κυρίως στο γερμανόφωνο κόσμο, όπου η πρόωρη αποδοχή του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας είχε σαν αντάλλαγμα τη σταθερή απασχόληση σε μια αναπτυσσόμενη καπιταλιστική οικονομία. Σήμερα όμως είναι σε κρίση και διαδικασία μετάλλαξης, λόγω της ελαστικοποίησης της εργασίας και συρρίκνωσης της παραγωγικής δομής. Η μαθητεία επανακάμπτει στην Ευρώπη σαν τζάμπα δουλειά, αλλά και ως μια μορφή ιδεολογικής διαχείρισης της νεολαίας και πειθάρχησης. Αποτελεί μια φτηνή μορφή ελέγχου της νεανικής ανεργίας με πολλαπλά πολιτικά οφέλη. Επανέρχονται οι αστικοί προβληματισμοί του 19ου αιώνα που ήθελαν την εκπαίδευση μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου της νεολαίας των εξαθλιωμένων βιομηχανικών κέντρων.
Εξίσου κρίσιμη πλευρά είναι η ενίσχυση της τάσης για εμπορευματοποίηση κομματιών εκπαίδευσης που μπορεί να αποδώσουν κέρδος στο κεφάλαιο (ιδιωτικά ΙΕΚ και ΣΕΚ), η ιδιωτικοοικονομική αντίληψη με τα δίδακτρα στα δημόσια ΙΕΚ, αλλά και η εκχώρηση των περισσότερων αρμοδιοτήτων της δημόσιας εκπαίδευσης στα Κολέγια (δυνατότητα δημιουργίας φροντιστηρίου, ΙΕΚ, μεταπτυχιακών.
Τα μέτρα αυτά έχουν τη σφραγίδα της ΕΕ, καθώς σε ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Νοέμβριος 2012) με τίτλο «Ανασχεδιασμός εκπαίδευσης – επενδύοντας στις δεξιότητες για καλύτερα κοινωνικά-οικονομικά αποτελέσματα» περιγράφεται η ανάγκη για ανάπτυξη της επαγγελματικής κατάρτισης, της μαθητείας, των εταιρικών σχέσεων μεταξύ δημόσιων – ιδιωτικών φορέων για προγράμματα σπουδών κ.λπ. Στην έκθεση της ΕΕ για την Ελλάδα (Ιούλιος 2013) υπάρχει η απαίτηση για επέκταση των υπηρεσιών μαθητείας και επαγγελματικής κατάρτισης και σύνδεσή τους με τους εργοδότες.
Πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλα αυτά έχει το γερμανικό υπουργείο Εργασίας και το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο. Από τον περασμένο Νοέμβριο η Ελλάδα έχει υπογράψει μνημόνιο συνεργασίας για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση με τη Γερμανία και άλλες χώρες, αλλά και ειδική εταιρική σχέση με τη Γερμανία.
Οι στοχεύσεις για ένα σχολείο φτηνότερο, με στροφή από τη γνώση στην κατάρτιση, με σύμφυση της εκπαίδευσης με την εργασία, έχουν θύμα όχι μόνο τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα των νέων, αλλά και των εκπαιδευτικών. Ειδικότητες απαξιώνονται και «περισσεύουν» ή δεν χωράνε παρά μόνο στα ΙΕΚ, ενώ υπάρχει ο προσανατολισμός σε ελαστικές εργασιακές σχέσεις που μειώνουν το μισθολογικό κόστος και επιτρέπουν το ρόλο του εκπαιδευτικού-πασπαρτού που διδάσκει λίγο απ’ όλα σε ένα σχολείο που δε δίνει μεγάλο βάρος στη γνώση. Οι διαθεσιμότητες και οι άλλοι μηχανισμοί που δημιουργούν «πλεονάσματα» και οδηγούν στην απόλυση δε βάζουν στο στόχαστρο μόνο κάποιες ειδικότητες, λ.χ. αυτές που είχαν την ατυχία να διδάσκουν αυτό που οι σχολάρχες των ΙΕΚ αντιμετωπίζουν σαν «φιλέτο», αλλά και τη μονιμότητα, ειδικά των παλαιότερων εκπαιδευτικών. Έχουν αξιοπρεπείς (άρα «ακριβές») αποδοχές και προστατεύονται από τις αυθαιρεσίες. Η περίφημη αξιολόγηση καλείται να παίξει καθοριστικό ρόλο στην εμπέδωση κλίματος υποταγής στις επιδιώξεις του υπουργείου Παιδείας, αλλά στιγματισμού των εκπαιδευτικών ως ανάξιων και υποψήφιων προς απόλυση.
Πάλη ενάντια στους ταξικούς φραγμούς
Ηεκπαίδευση ή θα στοχεύει στη διατήρηση της κοινωνίας των Μνημονίων ή στην ανατροπή της. Η εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης, πέρα από επιμέρους στόχους, επιδιώκει να πληρώσει ο κόσμος της εργασίας το κόστος της καπιταλιστικής κρίσης.
Η ήττα της κυβερνητικής πολιτικής στην εκπαίδευση προϋποθέτει ρήξη με την πολιτική του χρέους, των Μνημονίων, αλλά και έξοδο από ευρώ και ΕΕ. Απαιτεί επίσης παράλληλα ένα διεκδικητικό πλαίσιο για την εκπαίδευση από τη σκοπιά της ανατροπής της κοινωνικής βαρβαρότητας.
Σημαίνει καταρχήν διεκδίκηση στην πρόσβαση στην εκπαίδευση. Πρώτα από όλα ενάντια σε κάθε οικονομικό εμπόδιο που δεν επιτρέπει τη λειτουργία ενός σχολείου σε κάθε πόλη, χωριό και γειτονιά. Ενάντια στους βαθιά ταξικούς φραγμούς των ενδοσχολικών εξετάσεων που στιγματίζουν σαν αποτυχημένο και αποκλείουν τα παιδιά. Ενάντια σε κάθε οικονομικό καταναγκασμό και την ανυπαρξία υποστηρικτικών δομών, ενάντια σε κάθε ρατσιστική προκατάληψη.
Η πρόσβαση όμως αφορά και το περιεχόμενο της παρεχόμενης γνώσης. Γνώση με στέρεα βάση γενικής παιδείας, που επιτρέπει την αφαιρετική σκέψη και τη γενίκευση και δεν εγκλωβίζεται στην τυποποίηση της παπαγαλίας των εξετάσεων, στη χρησιμοθηρία των αποσπασματικών γνώσεων, στις δεξιότητες και τις καταρτίσεις μιας χρήσης. Που θα διαπλάθει ανθρώπους με συλλογική κοινωνική συνείδηση, δημοκρατικό ήθος και αλληλεγγύη, δυνατότητα να γνωρίσουν τον κόσμο γύρω τους και τον αλλάξουν.
Ο χαρακτήρας ενός τέτοιου σχολείου δεν μπορεί παρά να είναι δημόσιος και δωρεάν. Όχι μόνο γιατί ο ιδιωτικός τομέας έχει αποτύχει ιστορικά στην εκπαίδευση και διόλου τυχαία αναζητά κύρος στην προβολή του «κρατικά αναγνωρισμένου πτυχίου». Αλλά κυρίως γιατί η εκπαίδευση είναι δικαίωμα και κοινωνικό αγαθό και φυσικά σαν τέτοιο δεν μπορεί παρά να παρέχεται δωρεάν.
Η εκπαίδευση επίσης αναπνέει και δημιουργεί μόνο σε συνθήκες ελευθερίας και δημοκρατίας. Όταν από το σχολείο λείπει η παιδαγωγική και συνδικαλιστική ελευθερία, χάνεται κάθε δημιουργική και απελευθερωτική δυνατότητα και ακυρώνεται.
Σε αυτό το σχολείο αντιστοιχούν εκπαιδευτικοί με μόνιμη και σταθερή εργασία, αξιοπρεπείς αποδοχές και ασφάλιση, χωρίς την αξιολόγηση, την ακύρωση δηλαδή του έργου τους, τη χειραγώγηση, τη μισθολογική καθήλωση και την εργασιακή ανασφάλεια.
Ένα τέτοιο πλαίσιο συμπυκνώνει το αίτημα για ένα Ενιαίο Δωδεκάχρονο Σχολείο, με όλη τη γνώση, για όλα τα παιδιά, για να μην υπάρχει νέος και νέα στα 18 χωρίς απολυτήριο λυκείου.
Απόφαση για απεργία διαρκείας
Η επιλογή του ανυποχώρητου απεργιακού αγώνα διάρκειας είναι μονόδρομος για όποιον θέλει στα σοβαρά να μιλά για ανατροπή αυτής της κατάστασης. Η αντιδραστικότερη μεταρρύθμιση των τελευταίων χρόνων στην εκπαίδευση μέσω του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας, στέλνει στον Καιάδα τη νέα γενιά, συνθλίβει τους εκπαιδευτικούς. Ταυτόχρονα όλοι οι εργαζόμενοι και άνεργοι οδηγούνται στη φτώχεια και την εξαθλίωση, ένα νέο μνημόνιο ετοιμάζουν Σόιμπλε και Σαμαράς, μέσω του φερετζέ της ανάγκης πρωτογενούς πλεονάσματος, ενώ τα σύννεφα του πολέμου πυκνώνουν πάνω από τη Συρία.
Καμιά μερική λύση δεν μπορεί να υπάρξει για να αναχαιτιστεί η επίθεση κυβέρνησης – κεφαλαίου – ΕΕ – ΔΝΤ, αν δεν υπάρξει συνολικότερη ανατροπή. Στην καρδιά των αιτημάτων αυτού του αγώνα πρέπει να βρεθούν οι διεκδικήσεις για εκπαίδευση και ουσιαστική, μορφωτική διαδικασία, αντίστοιχη των μορφωτικών δυνατοτήτων της εποχής, η διασφάλιση δημόσιων και δωρεάν κοινωνικών αγαθών, η μόνιμη, αξιοπρεπής εργασία για όλους, η ελευθερία και το δικαίωμα του λαού να αποφασίζει για τις τύχες του, ενάντια στα «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» και την απαγόρευση της συνδικαλιστικής δράσης μέσω των επιστρατεύσεων. Χωρίς ανατροπή της πολιτικής των μνημονίων, διαγραφή του χρέους, έξοδο από την ΕΕ και τη μέγγενη των επιλογών του κεφαλαίου και οργάνωση του αγώνα του λαού, καμιά λύση δεν μπορεί να επιβληθεί προς όφελός του.
Η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας της σύγκρουσης, οδήγησε στις μαζικές Γενικές Συνελεύσεις των καθηγητών το Μάη στην απόφαση για απεργία διαρκείας παρά την εξαγγελμένη επιστράτευσή τους, αλλά ματαιώθηκε στη ΓΣ των προέδρων. Εκφράστηκε και στο 16ο Συνέδριο της ΟΛΜΕ, με απόφαση για νέα πρόταση το Σεπτέμβρη, ακόμη κι αν η κυβέρνηση πάει σε επιστράτευση. Επιβεβαιώθηκε με τις μαζικές διαδικασίες και κινητοποιήσεις του κλάδου κατακαλόκαιρο, ως «συμβόλαιο τιμής» απέναντι στους συναδέλφους που τέθηκαν σε διαθεσιμότητα και στους μαθητές των ΕΠΑΛ που οι ειδικότητές τους δόθηκαν φιλέτο στα ιδιωτικά ΙΕΚ. Την ανάγκη αυτή υπαγορεύει η επιθετικότητα της κυβέρνησης, με τα νέα μέτρα και την προσπάθεια δημιουργίας κλίματος λασπολογίας και κοινωνικού αυτοματισμού, που εξαπέλυσε στα ΜΜΕ. Αυτές οι ανάγκες δεσμεύουν τις Παρεμβάσεις. Γι’ αυτό επέμειναν στο ΔΣ της ΟΛΜΕ στην πρόταση για απεργιακό αγώνα στις 16 Σεπτέμβρη, με πενθήμερες επαναλαμβανόμενες, που θα εκτιμούνται και θα επικυρώνονται από εβδομαδιαίες ΓΣ και στήριξαν την ανάγκη αγωνιστικού μετώπου. Το ΔΣ της ΟΛΜΕ δεν κατέληξε σε πρόταση μάχης, στάθηκε αναντίστοιχο της επίθεσης και των προσδοκιών των εκπαιδευτικών και της κοινωνίας. Η σκυτάλη τώρα περνά στις ΓΣ στις 4 και 5/9. Η τελική απόφαση θα παρθεί στη ΓΣ προέδρων 9/9.
Ο κυβερνητικός συνδικαλισμός (ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ) δεν θέλει τέτοιο αποφασιστικό αγώνα. Δίνουν πολιτικό χρόνο στην κυβέρνηση, σπέρνοντας ηττοπάθεια και εντείνοντας τις ταλαντεύσεις. Αρνήθηκαν να ταχτούν κατά του νομοσχεδίου για την εκπαίδευση και επανήλθαν στην τακτική των «όρων και των προϋποθέσεων» και των 48ωρων απεργιών. Νέους όρους και προϋποθέσεις αναζητούν και οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ συμφωνώντας στην πρόταση για 48ωρη απεργία και «μετά βλέπουμε». Κι αν ΔΑΚΕ – ΠΑΣΚ είναι μνημονιακές δυνάμεις, είναι τουλάχιστον προβληματικό να οχυρώνεται στα ίδια μια δύναμη που μιλά στο όνομα των αγώνων, αποφεύγοντας το ερώτημα της πραγματικής σύγκρουσης. Οι δυνάμεις των ΣΥΝΕΚ (ΣΥΡΙΖΑ) συμφωνούν στην κήρυξη απεργίας διαρκείας.
Οι εκπαιδευτικοί το Μάη αποφάσισαν και οι πολιτικές επιλογές των παραπάνω δυνάμεων ματαίωσαν την απόφασή τους. Τώρα βρίσκονται μπροστά στην ευθύνη και δυνατότητα να αποφασίσουν στις Γενικές τους Συνελεύσεις πραγματικό αγώνα και σύγκρουση, με μορφή απεργία διαρκείας και μέσα από εκλεγμένες απεργιακές επιτροπές, να την πάρουν στα χέρια τους. Όσοι μιλούν στο όνομα της Αριστεράς, εδώ θα κριθούν!