Η φτωχή εργατική τάξη των ΗΠΑ και η τάξη που λήστεψε τον κοινωνικό πλούτο συνυπάρχουν στην πολύ ιδιαίτερη ταινία του Γούντι Άλεν που προβάλλεται για δεύτερη εβδομάδα στους κινηματογράφους. Λείπουν οι διδαχές και η συναισθηματική καθοδήγηση, ξεχωρίζει η ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
του Παναγιώτη Φραντζή
Είναι μία από τις καλύτερες ταινίες του Γούντι Άλεν η Θλιμμένη Τζάσμιν. Διαφέροντας στην ατμόσφαιρα και στο ύφος αρκετά από τις προηγούμενες. Εδώ είναι ένα σχόλιο για την κρίση. Για τους ανθρώπους της κρίσης. Ή για τους ανθρώπους που προκάλεσαν την κρίση, σύμφωνα με την πιο επιφανειακή ερμηνεία. Είναι μια ταινία που παρουσιάζει με ρεαλιστικό τρόπο δύο αντίπαλες κοινωνικές τάξεις μέσα από την ιστορία δύο γυναικών που έτυχε να μεγαλώσουν στην ίδια οικογένεια, αλλά η ζωή τις ενέταξε σε τελείως διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο. Η μία από τις δύο αυτές γυναίκες παίρνει ένα αεροπλάνο και επισκέπτεται στην άλλη. Η ζωή της δίπλα σε έναν επιτυχημένο επιχειρηματία έχει τερματιστεί βίαια. Η ψυχολογική της κατάσταση έχει επιδεινωθεί μετά τα γεγονότα που σημάδεψαν την οικογενειακή της ζωή.
Θα σταθεί στα πόδια της ή θα γκρεμοτσακιστεί; Αυτό είναι το ερώτημα που κινεί την πλοκή του έργου. Δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή της, έχει αποκτήσει όμως τις κοινωνικές δεξιότητες που είναι απολύτως αναγκαίες για να υποστηριχθεί η δραστηριότητα μιας συζύγου των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Δεξιότητες που μπορεί να αναγνωρίσει ένας πολιτικός, φερ’ ειπείν ένας υποψήφιος γερουσιαστής, ή ένας διπλωμάτης, ένας υπουργός, ένας τραπεζίτης. Αλλά τον κόσμο της εργασίας, τον κόσμο μέσα στον οποίο είναι βουτηγμένη η αδερφή της, που επισκέπτεται σε μια άλλη πόλη, ουσιαστικά σε μια άλλη χώρα, δεν τον ξέρει ούτε από τις ταινίες. (Γιατί συνήθως οι ταινίες δεν εστιάζουν παρά μόνο σπάνια, παρά μόνο φευγαλέα, σε αυτή τη ζωή).
Αυτοί που ζουν δουλεύοντας, αυτοί που ζουν από την εργασία τους και ειδικά αυτοί που δουλεύουν με τα χέρια τους, όπως οι ήρωες της κοινωνικής οικογένειας της αδερφής της Τζάσμιν στο έργο, δεν πέφτουν με αυτό τον τρόπο.
Η κρίση βέβαια πλήττει περισσότερο αυτούς παρά την τάξη από την οποία ίπταται στο κενό η Τζάσμιν. Δεν έχει σημασία. Η ταινία περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο την πτώση της Τζάσμιν, την πτώση, την παρακμή του κοινωνικού κόσμου που εκπροσωπεί αυτή η τραγική και κάπως κωμική ηρωίδα με το αλλαγμένο όνομα και τα ωραία ρούχα. Και το κάνει με εξαιρετικό τρόπο κυρίως χάρη στην ερμηνεία της Μπλάνσετ, που δίνει την καλύτερη σύγχρονη εκδοχή της Μπλανς Ντυμπουά από το A Streetcar Named Desire (Λεωφορείον ο Πόθος) – πάνω στο οποίο πατάει στις βασικές του δομές το σενάριο της ταινίας του Γούντι Άλεν. Μόνο που εδώ η «καλοσύνη των ξένων» γίνεται κομμάτια στον κόσμο των αστών, στο μόνο κόσμο που ξέρει η Τζάσμιν να σταθεί. Αν θα καταφέρει να επιζήσει ή θα βυθιστεί σε έναν κόσμο σκοτεινό δεν το ξέρουμε όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Η Μπλάνσετ ερμηνεύει για Όσκαρ. Παίζει με όλο της το σώμα. Δεν είναι μόνο οι εκφράσεις του προσώπου της. Είναι ακόμα και ο τρόπος που κρατάει την τσάντα της. Και καταφέρνει να παίξει την ηρωίδα, να είναι η ηρωίδα και ταυτόχρονα κρατά απόσταση από αυτή. Υπάρχουν στιγμές που διακρίνεις μια ειρωνεία, ένα σαρκασμό του ρόλου πάνω στο ρόλο.
Το μεγάλο προτέρημα της σκηνοθεσίας είναι ότι δεν οδηγεί το θεατή σε συναισθηματικές ταυτίσεις. Δεν υπάρχει θετικός και αρνητικός ήρωας. Η φτωχή εργατική τάξη παρουσιάζεται όπως είναι. Φτωχή οικονομικά και πολιτιστικά. Προσγειωμένη, φωνακλάδικη, μαχητική στην καθημερινότητά της.
Η πλούσια ζωή της νέας αστικής τάξης παρουσιάζεται όπως είναι. Η χλιδή και η απάτη παρουσιάζονται όπως είναι. Δεν λυπάσαι για τη ματαίωση των ονείρων, τη διπλή ματαίωση των ονείρων της μιας αδερφής. Δεν λυπάσαι την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η άλλη αδερφή, μια στάσιμη κατάσταση χωρίς καμία δυνατότητα ανόδου.
Σκέφτεσαι.