Η πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξης και των Πολιτικών Θέσεων του ΝΑΡ επιχειρεί να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό ότι το νήμα που συνδέει την κοινωνική καταστροφή στην Ελλάδα, με τη μαζική ανεργία στην ΕΕ, τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, την κήρυξη πλανητικού πολέμου ενάντια στη δημοκρατία και την ελευθερία και τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις σε όλο τον κόσμο, είναι η κρίση του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
του Παναγιώτη Μαυροειδή
Απάντηση στο παρόν, με όρους μέλλοντος
Μια ισχυρή πολιτική παράδοση υποδεικνύει να πραγματεύεται η Προγραμματική Διακήρυξη μιας κομμουνιστικής οργάνωσης ένα φωτεινό κομμουνιστικό μέλλον, άσπιλο από τις αδεξιότητες και την επαληθευσιμότητα του παρόντος.
Ταυτόχρονα, οι τρέχουσες Πολιτικές Θέσεις, έχοντας ταχτοποιήσει την επαναστατική στρατηγική στο ασφαλές ράφι του μέλλοντος, μπορούν να ασχολούνται με την «τέχνη του εφικτού» επί του παρόντος.
Δύο κόσμοι χωριστοί, χωρίς δεσμεύσεις μεταξύ τους, με τη χωριστή ύπαρξη του ενός να είναι άλλοθι για την αναπηρία του άλλου…
Τα προσυνεδριακά κείμενα για το 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ, επιχειρούν να αποφύγουν αυτή την πεπατημένη. Μιλώντας ειδικά για την πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξης, επιδιώκεται να εκκινήσει και να απαντήσει στο παρόν. Δεν περιγράφει τις «κουζίνες του μέλλοντος» σε ένα ιδεατό κομμουνιστικό παράδεισο, ούτε το «μάγειρα του μέλλοντος» στο πρόσωπο ενός φαντασιακού άψογου νέου κομμουνιστικού κόμματος.
Το να έχουμε ωστόσο αφετηρία το παρόν, δεν σημαίνει να κοιτάμε τη μύτη των παπουτσιών μας, καθηλώνοντας τη ματιά σε μισή περπατησιά. Σημαίνει να ακτινογραφούμε βαθιά το παρόν, ανασκαλεύοντας θαρραλέα την πείρα του παρελθόντος και προβάλλοντας όλες τις σκέψεις σε ένα διαφορετικό μέλλον, που να λειτουργεί «καθοδηγητικά» για το παρόν, θέτοντας ένα άλλο μέτρο στα πράγματα και στην κοινωνική δράση.
Γράφει κάπου ο Μαρξ ότι η σημαία που σηκώνει μια επανάσταση τη μέρα της νίκης της, είναι πολύ διαφορετική από αυτή που σηκώθηκε τη στιγμή της αφετηρίας της.
Πρέπει λοιπόν, σε μια ενιαία αφήγηση, να φανταστούμε και να στοχαστούμε ταυτόχρονα για τη σημαία τη στιγμή της νίκης (τον κομμουνισμό και την κομμουνιστική κοινωνία, χωρίς αυτό να έχει καμία λογική «τέλους»), τη σημαία τη στιγμή της αφετηρίας (τους δρόμους που οδηγούν στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για κατάργηση της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων), αλλά και για την ίδια τη διαρκή επανάσταση με όλες της τις τομές, που προσδίδει υλικότητα στα σχέδια και τους συλλογισμούς.
Να ξαναγυρίσουμε στο ζήτημα της αφετηρίας. «Από πού πάνε για τον σιδηροδρομικό σταθμό;», ρωτάει κάποιος τον αφηρημένο Ιρλανδό χωρικό. Και αυτός απαντάει βαθυστόχαστα: «Εγώ δεν θα ξεκινούσα από εδώ». Δε γελάει κανείς εύκολα με αυτό το ιδιότυπο ανέκδοτο – γνωμικό. Από τη μια σκεφτόμαστε πως είναι ανόητο να θεωρούμε πως μπορούμε να διαλέξουμε την αφετηρία, να επιλέξουμε ένα άλλο παρόν, από αυτό που ζούμε.
Από την άλλη, αναλογιζόμαστε μια διαφορετική πλευρά: Δεν παύουμε να είμαστε μέρος του παρόντος, κοιτάμε «με τα μάτια του», σκεφτόμαστε με τη λογική του, συνεπώς έχουμε εγγενείς περιορισμούς να το αναλύσουμε κριτικά και πολύ περισσότερο να το υπερβούμε.
Στο έργο του Κάφκα Η μεταμόρφωση, ο ήρωάς του, ένας πωλητής, ξυπνάει το πρωί και διαπιστώνει πως έχει μετατραπεί σε κατσαρίδα. Αντί να τρελαθεί αναλογιζόμενος την πλήρη μετάλλαξη της φύσης του, για την οποία έχει συνείδηση, αναφωνεί: «Δυστυχία μου! Πώς θα κρατήσω τη δουλειά μου;».
Ίσως αυτό το παράδειγμα βοηθάει να αναλογιστούμε πόσο ο σύγχρονος –ολοκληρωτικός πλέον– καπιταλισμός έχει ορίσει, έχει χαράξει κυριολεκτικά τη σκέψη, τη συμπεριφορά, τα κριτήρια των κοινωνιών και των ανθρώπων. Μην ξεχνάμε ότι η λογική της οικονομίας και της κοινωνίας της αγοράς έχει εμπεδωθεί τόσο βαθιά, ώστε ο μισθός και το ενοίκιο να αποτελούν την καρδιά της τρέχουσας ζωής για τα εκατομμύρια των ανθρώπων, ενώ η λογική της συνήθως άπιαστης, αλλά πάντα υποτίθεται υπαρκτής και μεγάλης «ευκαιρίας», είναι η μεγάλη βασίλισσα όχι μόνο στις αίθουσες των χρηματιστηρίων, αλλά και στο τελευταίο καφενείο εργατών ή φτωχών ανθρώπων.
Το να λέμε συνεπώς ότι πρέπει να εκκινήσουμε από το παρόν, σημαίνει για τους κομμουνιστές ότι πρέπει να ακτινογραφήσουμε την καπιταλιστική πραγματικότητα, να τη διαβάσουμε με ανατρεπτικό τρόπο και όχι με τα γυαλιά που η ίδια μας προσφέρει. Το μεγάλο ζητούμενο για τους επαναστάτες είναι να πατούν «εντός της σημερινής πραγματικότητας», ανασκαλεύοντάς την με τα μάτια ενός άλλου δρόμου για την κοινωνία. Χωρίς να φοβούνται να ανιχνεύσουν τη βαθιά αντιδραστικότητά της. Να ψηλαφίσουν τις τάσεις και δυνατότητες αναίρεσής της. Να δουν στη σημερινή κατάσταση τον πλήρη ανορθολογισμό όλων όσων θεωρούνται «κανονικά». Να δρουν εν τέλει ενάντια, πέρα και έξω από τον καπιταλισμό.
Η εκτίμηση του χαρακτήρα της σημερινής δομικής καπιταλιστικής κρίσης καθώς και των απαντήσεων «διεξόδου» που δίνονται, καταλαμβάνει σημαντική θέση στη πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξης και το κείμενο των Πολιτικών Θέσεων του ΝΑΡ. Είναι ζωτικό θέμα και δεν αποτελεί φιλολογική συζήτηση.
Η θεραπεία σχετίζεται πάντοτε με τη διάγνωση. Είναι άλλο πράγμα να συνδέεις τη σημερινή μαζική ανεργία στην Ελλάδα και στις ακόμη πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες με την εγγενή τάση του ώριμου καπιταλισμού να αποβάλλει ζωντανή εργασία από την παραγωγή και άλλο πράγμα να αποδίδεις το πρόβλημα σε τρέχουσες δυσλειτουργίες του συστήματος, σε διαχειριστικές αποτυχίες ή σε υπερβολές που επιδέχονται διόρθωση. Μα και η φτώχεια, η ανισοκατανομή του πλούτου, η μαζική εξαθλίωση είναι ακριβώς προϊόν της καπιταλιστικής υπερωρίμανσης κι όχι καθυστέρησης. Αν δει όμως κανείς τα πράγματα με τα μάτια του μέλλοντος, τότε είναι που αναλογίζεται με μεγαλύτερη ανησυχία για το αν υπάρχουν θετικές προοπτικές για την ανθρωπότητα σε ένα πλαίσιο εξάντλησης και καταλήστευσης των φυσικών πόρων, μόλυνσης των υδάτων και του περιβάλλοντος, εξαφάνισης των δασών, ερημοποίησης της γης λόγω κλιματικής αλλαγής. Ο καπιταλισμός έχει πάψει εδώ και καιρό να καταστρέφει το παρόν. Αντίθετα, τρέφει τη διαστροφή του κέρδους, με υλικά από τις αποθήκες του μέλλοντος των επόμενων γενιών, βάζοντας ταυτόχρονα ηρoστράτειες πυρκαγιές στις βάσεις του φυσικού γήινου οικοδομήματος που φιλοξενεί τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες.
Αν, αντίθετα, δούμε τη σημερινή κατάσταση ως «κανονική», απλά με μικρά ή μεγάλα λάθη, η απάντηση αναζητιέται εντός του καπιταλισμού και έχει πολλές όψεις.
Η κυρίαρχη διέξοδος, που σφραγίζει και την αντιδραστική απόκριση στην παρούσα συστημική κρίση, είναι μια πολιτική επιθετικής επιτάχυνσης της ολικής εμπορευματοποίησης (καπιταλιστικοποίησης) των πάντων, μια επανίδρυση του καπιταλισμού στηριγμένη σε μια κυριολεκτική ισοπέδωση των κοινωνικών συσχετισμών που κληροδότησαν οι εργατικές επαναστάσεις και αγώνες του προηγούμενου αιώνα.
Εξαρτημένος αντίλαλος αυτής της κατεύθυνσης είναι η φενάκη διορθωτικών παρεμβάσεων, αναπολώντας επιστροφή σε ένα καλύτερο καπιταλιστικό χτες ή σε μια αγορά με ρυθμίσεις, εγγυήσεις και χωρίς «υπερβολές». Το τέρμα αυτών των συλλογισμών είναι αναγνωρίσιμο στην προσπάθεια να χτιστούν «σπίτια πάνω στην άμμο», όπως ονειρεύεται ο μεταρρυθμισμός κάθε είδους, ειδικά στη σύνδεσή του με τη λεγόμενη «ευρωπαϊκή» προοπτική.
Η συλλογιστική της πρότασης Προγραμματικής Διακήρυξης και των Πολιτικών Θέσεων του ΝΑΡ, κινείται σε εντελώς διαφορετική θεωρητική και πολιτική κατεύθυνση. Επιχειρεί να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό ότι το νήμα που συνδέει την κοινωνική καταστροφή στην Ελλάδα με τη μαζική ανεργία στην ΕΕ, τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, την κήρυξη πλανητικού πολέμου ενάντια στη δημοκρατία και την ελευθερία, αλλά και με τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις σε όλο τον κόσμο, είναι η κρίση του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Ειδικά για την Ελλάδα, η κρίση έχει τριπλή διάσταση, καθώς συμπυκνώνει τη γενική καθολική κρίση, τα αδιέξοδα της ευρωζώνης και της ΕΕ με τις αναταράξεις αντιδραστικού μετασχηματισμού τους και τέλος, την υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού έναντι των ανταγωνιστών – εταίρων του.
Η σύνθετη αυτή εικόνα δεν «νοθεύει» το στοιχείο της καπιταλιστικής κρίσης, ούτε το αντικαθιστά με μονομερείς ερμηνείες που εστιάζουν μόνο στα σχήματα «επιβολή από ευρωζώνη, Γερμανία – αγώνας ενάντια σε εξάρτηση» ή «παρασιτικός ελληνικός καπιταλισμός – ανόρθωση/ανασυγκρότηση». Αντίθετα, συνδέει το δημοκρατικό και αντιιμπεριαλιστικό αγώνα με την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας στην Ελλάδα, δένοντας το κοινωνικό με το σύγχρονο εθνικό ζήτημα, την κοινωνική απελευθέρωση με τη λαϊκή κυριαρχία και την αποτίναξη του ζυγού των υπερεθνικών δυναστών.
Οι ειδικότερες και πολύ σημαντικές πλευρές έκφρασης της κρίσης στην Ελλάδα (χρέος, φυλακή ΕΕ) όχι μόνο δεν συνηγορούν σε υποβάθμιση ενός αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού στον εργατικό και λαϊκό αγώνα, αλλά αντίθετα, κραυγάζουν υπέρ της ανάγκης ενός διπλού αντι-κεφαλαιοκρατικού αγώνα. Ακριβώς γιατί η εργατική τάξη στη χώρα μας καλείται να σηκώσει τα βάρη τόσο της συνέχισης της κερδοφορίας του ελληνικού κεφαλαίου, όσο και την πληρωμή μεγαλύτερης μίζας από τη μεριά του στους Ευρωπαίους ανταγωνιστές του, στο πλαίσιο μιας όλο και πιο ανισότιμης, πιο ληστρικής, πιο καπιταλιστικής Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ας σκεφτούμε λίγο όλη αυτή την απόδοση της πρωτόγνωρης καπιταλιστικής κρίσης με την εικόνα της χρηματοπιστωτικής «φούσκας». Στην ουσία, μπαίνει στη συζήτηση ένα συγκεκριμένο ερμηνευτικό σχήμα για την κρίση, ενώ υπονοείται και μια παρηγορητική διέξοδος ομαλοποίησης. Η ανωμαλία δεν σχετίζεται δήθεν με την «πραγματική οικονομία» και την ατέλειωτη εκμεταλλευτική κερδοσκοπική μανία του καπιταλισμού. Το δε «σκάσιμο» της φούσκας, όσο και αν είναι επώδυνο προσωρινά, υποτίθεται ότι θα εξομαλύνει και πάλι τα πράγματα στο «κανονικό» τους, εξυγιαίνοντας ταυτόχρονα και όλες τις παθογένειες. Ως διά μαγείας, οι τελευταίες σχετίζονται με τα εργατικά δικαιώματα που πρέπει να ανατραπούν ριζικά και με κάθε ίχνος δημόσιων κοινωνικών πολιτικών που πρέπει να ξεθεμελιωθούν.
Στη γραμμή αυτή και με δοσμένο και τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό, δεν υπάρχει βυθός στην αντεργατική επίθεση. Ο σύγχρονος καπιταλισμός, έχοντας υπερ-ωριμάσει (ή παρασαπίσει) αναπτύσσει ταυτόχρονα (εξαντλώντας τις) όλες τις διαφυγές που έχει συγκροτήσει ιστορικά για να ανατάσσει τις κρίσεις του (ανάπτυξη σε νέους κλάδους και τομείς, γεωγραφική επέκταση, τεχνολογικές καινοτομίες και άλλες) για να καταφύγει σχεδόν αποκλειστικά πλέον στην κατακόρυφη υποβάθμιση της θέσης της εργατικής τάξης.
Στο τέρμα αυτής της διαδρομής, είτε θα έχουμε ένα σύγχρονο υπερ-αντιδραστικό καπιταλισμό της απόλυτης εκμετάλλευσης και μέγιστης ανελευθερίας, είτε μια ανατροπή του σημερινού πολιτισμού, ελπίζουμε προς όφελος μιας νέας κομμουνιστικής προοπτικής που θα βασίζεται στη γενικευμένη κοινοκτημοσύνη του πλούτου, στην εργατική δημοκρατία και στην ανακοπή του βιασμού της φύσης.
Αν η εποχή των βίαιων «περιφράξεων» του 18ου αιώνα κατήργησε την κοινή χρήση των αγροκτημάτων και έκανε τους ανθρώπους με το ζόρι εργάτες στις φάμπρικες στην αυγή του καπιταλισμού, οι σύγχρονες «περιφράξεις» με την εμπορευματοποίηση ακόμη και του αέρα, του νερού και του γενετικού υλικού, δεν έχουν να προσφέρουν καμία απολύτως διέξοδο εκτός από τον αποκλεισμό από την ίδια τη ζωή.
Όταν είμαστε στο σημείο, το αμόκ των ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα να ξεκινάει από ένα κολοσσό που λέγεται ΔΕΗ και να φτάνει στην τελευταία ιαματική πηγή σε ξεχασμένα χωριά, δεν μπορεί παρά να μιλήσουμε για πραγματική επέλαση του κεφαλαίου. Όταν ταυτόχρονα, με τη λογική της τρόικας και της κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, «περισσεύουν» τόσα νοσοκομεία και σχολεία, συνειδητοποιεί και ο πλέον ανυποψίαστος ότι δεν υπάρχουν πλέον δικαιώματα ακόμη και για τα στοιχειώδη.
Μια σύγχρονη αντικαπιταλιστική πολιτική προσέγγιση δεν περιορίζεται στην άρνηση της εμπορευματοποίησης και τον πόλεμο στις αξίες του κόσμου του κεφαλαίου. Δεν περιορίζεται στο χώρο των αντικαπιταλιστικών επιμέρους κινημάτων και ουτοπιών. Αντίθετα, αντιλαμβάνεται το σύγχρονο καπιταλισμό ως ενότητα των θεμελιωδών χαρακτηριστικών του, που του προσδίδουν συγκεκριμένη υλικότητα: Ιδιοκτησία με στόχο το κέρδος, εργασία υποταγμένη στην πραγμάτωση της κλοπής της υπεραξίας και την αναπαραγωγή της εκμετάλλευσης, κράτος, κυβερνήσεις και εξουσία ως οργανωτές και επιτηρητές της οικονομικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, διεθνικό σύστημα ιμπεριαλιστικής επιβολής ειδικά του πολυεθνικού πολυκλαδικού κεφαλαίου, που αποτελεί την κορυφή της καπιταλιστικής πυραμίδας σε πλανητικό επίπεδο.
Συμπυκνώνεται συνεπώς στο στόχο της επανάστασης ενάντια στον καπιταλισμό, ως μοναδικό δρόμο υπέρβασής του, ενταγμένης σε μια σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική. Διαφορετικά, είναι σαν να θέλεις να διατηρήσεις στη θέση του ένα τυφλό οδηγό σχολικού λεωφορείου που προκάλεσε τρακάρισμα, ελπίζοντας στην αυτο-διόρθωσή του.
Επανάσταση και αντεπανάσταση
ΚΡΙΣΙΜΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ
Μήπως όμως αυτός ο προσανατολισμός είναι υπερβολικός και άκαιρος; Μήπως η διεκδίκηση των άμεσων ζητημάτων επιβίωσης, μαζί με την αλλαγή κυβερνητικής διαχείρισης, αποτελούν τα πρώτα επαρκή βήματα, ενώ οτιδήποτε άλλο αποτελεί άλμα στο κενό;
Για να διαπραγματευτούμε ουσιαστικά αυτό το ερώτημα, ας συνειδητοποιήσουμε καλύτερα τι αποτελεί η ανάδυση, ισχυροποίηση και νομιμοποίηση του φασιστικού φαινομένου. Η ιστορία δεν αναπτύσσεται εξελικτικά, η αλήθεια δεν τεμαχίζεται και δεν προσφέρεται σε δόσεις. Σε συνθήκες καθολικής κρίσης, σαν τις σημερινές, ο κόσμος, με ασύλληπτη ταχύτητα, αναζητά ένα ενιαίο και συνεκτικό σύνολο απαντήσεων, προσδοκώντας αυτό να συγκροτεί μια καθολική ερμηνεία των πραγμάτων και μια αποφασιστική διέξοδο από τους κινδύνους. Κανείς δεν μας λέει ότι αυτό θα έχει απαραίτητα ένα θετικό, προοδευτικό πρόσημο. Το 1920, μετά τη συντριβή της Γερμανίας στον Α~ Παγκόσμιο Πόλεμο, δύο Γερμανοί συγγραφείς, οι Binding και Hoche, ανέπτυξαν με επιστημονική ακρίβεια και ανατριχιαστική σχολαστικότητα μια θεωρία που έλεγε πως για να κερδίσει ύψος το αλεξίπτωτο του έθνους και να γλυτώσει την συντριβή, έπρεπε να πετάξει έγκαιρα περιττό βάρος. Και αυτό, με νούμερα και υπολογισμούς, υποδείχθηκε στο πρόσωπο των ψυχικά πασχόντων, των «τεμπέληδων», των ιδιόρρυθμων, των φωνασκούντων, των αποκλινόντων.
Η αποτρόπαιη αυτή θεωρία, αναπτύχθηκε παράλληλα με τον εργατικό επαναστατικό αναβρασμό στη χώρα, αποτέλεσε τη βάση του ναζισμού και βρήκε την εφαρμογή της σε αυτόν. Γεννήθηκε σε μια ανεπτυγμένη οικονομικά και πολιτιστικά χώρα, επεκτείνοντας στα άκρα μια εγγενή λογική του καπιταλιστικού συστήματος, που γεννήθηκε αιματηρό μέσα από τη βία της πρωταρχικής συσσώρευσης, τη δουλεία και την ιμπεριαλιστική κατάχτηση. Στις οριακές στιγμές σαν τη σημερινή, ο καπιταλισμός καταφεύγει όλο και περισσότερο στα πρωτογενή αυτά στοιχεία του, αφήνοντας στην άκρη την περιττή προβιά του ενάρετου βίου της ανέφελης πορείας του κύκλου παραγωγή – κέρδη – επένδυση κερδών – παραγωγή για νέα κέρδη.
Στο βαθμό που δεν αναζητείται μια συνολική αντικαπιταλιστική στρατηγική, μια επαναστατική στόχευση ανατροπής, το πρόβλημα δεν θα είναι ότι θα πετύχουμε τα «λίγα» και όχι τα «πολλά», αφήνοντας ανικανοποίητους τους ανυπόμονους επαναστάτες. Η έκβαση της σημερινής αναμέτρησης δεν θα συνίσταται σε ένα «ενδιάμεσο» κοινωνικό και πολιτικό στάτους όπου θα έχει εφαρμογή κάποιο πακέτο μεταρρυθμίσεων ανακούφισης εντός του καπιταλισμού χωρίς να τον καταργούν προς το παρόν, αλλά σε μια καθολική ήττα του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Χωρίς να είναι απαραίτητο να υλοποιηθεί με την καθαρή πολιτική μορφή του φασισμού…
Αντικαπιταλιστική πολιτική
ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ ΑΥΡΙΟ
Ο καπιταλισμός δεν αλλάζει αντιδραστικά μόνο την κοινωνία και τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά και τη δική μας ικανότητα να βλέπουμε αυτή την παραμόρφωση, να την συνειδητοποιούμε και να την αρνούμαστε ουσιαστικά και αποτελεσματικά.
Το υλικό της αντικαπιταλιστικής διεξόδου ασφαλώς δημιουργείται στην τωρινή καπιταλιστική πραγματικότητα. Η διαμόρφωση συνείδησης όμως για δράση ενάντια σε αυτήν, δεν αποτελεί μια γραμμική εξελικτική προέκταση της άμεσης πάλης για τα καθημερινά προβλήματα, όσο και αν δύναται να αντλήσει από εκεί ευρύτητα και δυναμισμό.
Υπάρχει πράγματι μια αρνητική κατάκτηση μιας ιδιότυπης θεωρίας του «αριστερού αυτοματισμού», σύμφωνα με την οποία η πολιτική πάλη ορίζεται από μια σχεδόν συνεχή ροή εν είδει ντόμινο: Από την πάλη για το «μικρό» πρόβλημα, στον αγώνα για το «μεγάλο» κι από εκεί στην αντικαπιταλιστική ανατροπή και τον κομμουνισμό, μετά από ένα σύνολο συνεχών μεταρρυθμίσεων με κάποιες ασαφείς τομές.
Η προσέγγιση αυτή υποτιμά την αστική τάξη και την ηγεμονία της ιδεολογίας της ως αυτοτελούς παραμέτρου που συνεπικουρεί την οικονομική εξουσία της. Επιδιώκει να απαντήσει με ένα συνδυασμό αριστερού οικονομισμού, ενδο-συστημικού κοινωνικού μεταρρυθμισμού και «εκδημοκρατισμού» του αστικού κράτους, χωρίς τα διακριτά στοιχεία μιας καθολικής απάντησης τόσο στη σφαίρα των αναγκών, όσο και της συνείδησης. Μάλιστα, συχνά συνοδεύεται με την απαξίωση της επαναστατικής τακτικής και της αντικαπιταλιστικής οπτικής και ειδικά με την άρνηση και λοιδορία της επανάστασης ως «εφόδου στα χειμερινά ανάκτορα». Στηρίζεται γι’ αυτό στις πλάτες της συστημικής «κανονικότητας» και βαφτίζει ως «ιδεολογική» (με την έννοια του αποσπασμένου από την πραγματικότητα ή του ψευδούς) κάθε προσπάθεια ένταξης στην τρέχουσα πάλη της αντικαπιταλιστικής κριτικής και αξιακής αποδόμησης των «ιερών και οσίων» των καπιταλιστικών πολιτικών ή/και κάθε απόπειρα ανάδειξης των βαθύτερων πολιτικών και κοινωνικών αιτιών για τα σύγχρονα προβλήματα. Ειδική θέση έχει εδώ το ταμπού της απόρριψης από την «ευρωπαϊκή» Αριστερά κάθε κριτικής ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που αποτελεί ορόσημο υποταγής στην κυρίαρχη αστική αντίληψη, τουλάχιστον για την Ευρώπη. Απάντηση σε αυτή τη ρεφορμιστική και αδιέξοδη λογική δεν αποτελεί η «φώτιση των πραγμάτων» με τον επαναστατικό διδακτισμό, μέσω μιας αέναης ιδιότυπης εκλογικής εκστρατείας, εξαγωγής πολιτικών ή μάλλον αποδοχής «πολιτικών συμπερασμάτων».
Το ουσιαστικό ζητούμενο είναι ο μετασχηματισμός των συνειδήσεων και της εργατικής κοινωνικής πλειονότητας σε δρων κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο ανατροπής και επανάστασης. Το βασικό ερώτημα της επαναστατικής τακτικής είναι η μετάβαση από το σήμερα της κοινωνικής καταστροφής και των αρνητικών συσχετισμών στο αύριο της ανατροπής και της επαναστατικής δυνατότητας όχι για κάποιο κόμμα ή μέτωπο αλλά για την εργατική τάξη που έχει ανάγκη, συμφέρον και δυνατότητα γι’ αυτό. Και εδώ είναι κρίσιμος ο ρόλος ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος που να απαντά στις βασικές κοινωνικές ανάγκες, ενώ θα αρνείται τα όρια του συστήματος προκειμένου να εφαρμοστεί πλήρως και μόνιμα.
Μια αντικαπιταλιστική κριτική αφετηρία δεν ταυτίζεται επομένως με την αντικαπιταλιστική επαναστατική τακτική, ούτε πολύ περισσότερο, αποτελεί ικανή συνθήκη για έναν αποτελεσματικό δρόμο ανατροπής και προσέγγισης της επανάστασης. Δεν μπορεί να γονιμοποιηθεί χωρίς να έχουμε φανταστεί ένα περίγραμμα κομμουνιστικής απάντησης στα θεμελιώδη προβλήματα της κοινωνίας σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο. Ούτε δύναται να αποκτήσει υλική υπόσταση στο πεδίο της ταξικής πάλης, χωρίς απάντηση στο ζήτημα του κοινωνικού και πολιτικού υποκειμένου της επανάστασης και ειδικότερα, ενός σύγχρονου κόμματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Η πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξης του ΝΑΡ και το κείμενο των Πολιτικών Θέσεων, επιχειρούν να διαπραγματευτούν με αρκετά πρωτότυπο τρόπο αυτές τις πλευρές.