του Παναγιώτη Μαυροειδή
Ερωτώνται οι αρμόδιοι υπουργοί: Σε ποιες ενέργειες θα προβούν, ώστε να μείνει ανοικτή η Νούτριατ (Κατσέλης, Αλατίνη, Πλάζα),να μην απολυθεί κανείς εργαζόμενος/εργαζόμενη και να διατηρήσουν τα εργασιακά δικαιώματα και τους μισθούς τους;». Πρόκειται για το σχεδόν πανομοιότυπο ερώτημα με το οποίο κλείνουν οι διαφορετικές επερωτήσεις των ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ στη Βουλή, αναφορικά με την αίτηση πτώχευσης της εν λόγω επιχείρησης. Πώς απαντάει όμως η ίδια η κοινοβουλευτική Αριστερά στο ίδιο ερώτημα και επομένως τι απαιτεί από την κυβέρνηση και πού προσανατολίζει την δράση των εργαζομένων;
Πρόκειται για πολύ σοβαρό ζήτημα, καθώς υπάρχει ένα πραγματικό κύμα κλεισιμάτων επιχειρήσεων και απολύσεων χιλιάδων εργαζομένων στον ιδιωτικό παραγωγικό τομέα. Παράλληλα, η τρόικα πιέζει μαζί με τον ΣΕΒ (και της κυβέρνησης καθόλου δεν της αρέσει υποτίθεται…) για απελευθέρωση των απολύσεων, με πρώτο βήμα την αλλαγή του ορίου από 5% σε 10% μηνιαίως.
«Ζητάμε να επαναλειτουργήσει η επιχείρηση», λέει με κάποιο τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ. Τι σημαίνει αυτό; Να πιέσει η κυβέρνηση ή/και οι τράπεζες τον Δαυίδ να συνεχίσει τη λειτουργία της Νούτριατ. Τη στιγμή που ο εν λόγω όμιλος έχει προχωρήσει στη δημιουργία ναυτιλιακής εταιρείας με επενδύσεις της τάξης των 250.000.000 ευρώ, ολοκλήρωσε εξαγορά επιχείρησης ηλεκτρικών λαμπτήρων στην Ιταλία και προωθεί επενδύσεις στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας; Με κάποια ίσως νέα ρύθμιση χρεών, που έχει φορτώσει στην Νούτριατ; Ευχολόγιο χωρίς νόημα είναι αυτή η κατεύθυνση.
To KKE έχει την ίδια πρόταση, αλλά σιωπηρά, ενώ την ίδια στιγμή προσπαθεί να δώσει μια προοπτική: «Αν δεν ήταν αυτό το εργοστάσιο, θα ήταν άλλο, αν δεν ανακοινωνόταν σήμερα το κλείσιμο, θα γινόταν αύριο, αν δεν αφορούσε εσάς, θα αφορούσε άλλους εργαζόμενους ή τα παιδιά σας». Αυτό ήταν περίπου το μήνυμα του εκπροσώπου του ΚΚΕ σε πρόσφατη συγκέντρωση των εργαζόμενων στο τσιμεντάδικο Χαλκίδας της ΑΓΕΤ και υποψήφιων ανέργων, μετά την απόφαση για κλείσιμό του από την πολυεθνική Λαφάρζ.
Είναι όμως βάσιμο την ίδια ώρα που γίνονται οι καταγγελίες για τους ιδιοκτήτες αυτών των επιχειρήσεων, να αναμένει κανείς λύσεις στο ζήτημα της δουλειάς, άρα και της πληρωμής των εργαζομένων, με τη συναίνεσή τους, χωρίς αναγκαστικά μέτρα επιβολής αποφάσεων σε βάρος τους;
Η ιστορία με τα κλεισίματα επιχειρήσεων δεν ξεκινάει τώρα. Ας δούμε τι έγραφε η Καθημερινή σε ένα άρθρο της αναφορικά με το κύμα των χρεωκοπιών της περιόδου 1977-1980: «Η μεγάλη πλειοψηφία, όμως, των μεταπολεμικών βιομηχάνων ανδρώθηκε λεηλατώντας τα κεφάλαια της αμερικανικής βοήθειας (Δόγμα Τρούμαν – Σχέδιο Μάρσαλ), εν συνεχεία “φέσωσε” τις κρατικές τράπεζες στη δεκαετία του ’60 με τις λεγόμενες παγωμένες πιστώσεις, για να καταλήξει στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 στα κουφάρια των προβληματικών, που τη χρεωκοπία τους πλήρωσε ο Έλληνας φορολογούμενος, ενώ οι ιδιοκτήτες τους, πάμπλουτοι κυκλοφορούν ανέμελοι μεταξύ Αθηνών και Ζυρίχης (οικογένειες Φιξ, Καρέλα, Κεφάλα, Λαδόπουλου, Σκαλιστήρη, Δράκου κ.λπ.)».
Τι μας λέει η παραπάνω παραδοχή από μια συντηρητική εφημερίδα; Η χρεωκοπία μιας καπιταλιστικής επιχείρησης δεν αποτελεί απαραίτητα χρεωκοπία του ιδιοκτήτη της. Αυτός πάει σε άλλο κλάδο ή επενδύει σε άλλη χώρα ή/και χώνεται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι εργαζόμενοι όμως και οι οικογένειές τους είναι εκείνοι που αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο πραγματικής καταστροφής, ειδικά σε περιόδους βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, μεγάλης ύφεσης και εκρηκτικής ανεργίας, χωρίς επιλογές. Αν λοιπόν δεν απαντάει κανείς εδώ και τώρα σε αυτή την κατάσταση, με αγωνιστικά ρεαλιστικό τρόπο, δεν μπορεί και να βοηθήσει στο μετασχηματισμό της οργής και της απόγνωσης σε πραγματικό αγώνα επιβίωσης.
Σε αυτές τις συνθήκες, το γενικό αίτημα που πρέπει να προβληθεί είναι η άμεση και χωρίς αποζημίωση εθνικοποίηση των επιχειρήσεων που κλείνουν από τα αφεντικά τους. Αυτό σημαίνει πλήρη αφαίρεση της ιδιοκτησίας τους, χωρίς απαλλαγή των ιδιοκτητών από τα χρέη που είχαν φορτώσει κατά την προσφιλή τακτική «φτωχή εταιρεία, φουσκωμένη τσέπη», αλλά αντίθετα, με δήμευση της προσωπικής τους περιουσίας, κινητής και ακίνητης. Η επιχείρηση συνεχίζει να λειτουργεί υπό κρατική ιδιοκτησία, με όλους τους εργαζόμενους, με παράλληλη υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας διασφάλισης και ανάπτυξης των εργασιακών δικαιωμάτων και με μορφές αποφασιστικού εργατικού ελέγχου πάνω στον προσανατολισμό της.
Αυτό το πολιτικό αίτημα είναι απόλυτα δίκαιο, αν λάβει κανείς υπόψη την παρελθούσα διαδρομή αυτών των επιχειρήσεων, τα κέρδη που έχουν αποκομίσει, στηριζόμενες στην εκμετάλλευση των εργαζομένων και την αφειδή επιχορήγηση από τράπεζες και ένα κράτος που δουλεύει κατά βάση για λογαριασμό του κεφαλαίου.
Είναι μια κατεύθυνση άμεσα ωφέλιμη, επείγουσα και αναγκαία για τους εργαζόμενους. Πρέπει όμως να είναι καθαρό πως είναι κυρίως μια πρόταση διεκδίκησης μέσα από μια σκληρή μάχη. Προϋποθέτει κατάληψη των εγκαταστάσεων των επιχειρήσεων και περιφρούρηση του εξοπλισμού τους από το πλιάτσικο των ιδιοκτητών. Συνέχιση της λειτουργίας τους από τους ίδιους τους εργαζόμενους, ειδικά όπου το αντικείμενο επιτρέπει οικοδόμηση ευρύτερων κοινωνικών συμμαχιών (π.χ. ο Κατσέλης παράγει προϊόντα διατροφής σε εποχή διατροφικής κρίσης και στερήσεων). Απαιτεί αναβάθμιση της οργάνωσης των εργαζομένων με συνδικάτα που θα είναι προσανατολισμένα στον εργατικό ταξικό αγώνα και απογαλακτισμένα από την αυταπάτη της ταξικής συνεργασίας που ακολουθεί η ΓΣΕΕ και της επαιτείας στην κυβέρνηση και τα κόμματα εξουσίας. Προσανατολισμένα στην ανάπτυξη διαδικασιών βάσης και άμεσης συμμετοχής των εργαζομένων.
Τα βήματα αυτά δεν είναι ούτε εύκολα, ούτε χωρίς τεράστιους κινδύνους για γρήγορη ήττα και εκφυλισμό. Μόνη «διασφάλιση» γι’ αυτό είναι η κλιμάκωση του αγώνα και όχι η αποφυγή του. Αυτό μεταξύ των άλλων προϋποθέτει βήματα για ένα κλαδικό συντονισμό εργατικής αλληλεγγύης, αλλά και ένα άλλο μπλοκ αγώνα με τις τοπικές κοινωνίες στη βάση δεσμών συμφερόντων (απασχόληση, συντήρηση περιφερειακής οικονομικής δραστηριότητας, οικολογικά θέματα και άλλα).
Δεν πρόκειται για δρόμους αβάδιστους. «Ούτε μια δραχμή στο Νιάρχο το ληστή», ήταν ένα βροντερό εργατικό σύνθημα της πρώτης οργισμένης εργατικής διαδήλωσης μέσα στο εργασιακό Νταχάου των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά τον Απρίλιο του 1985. Υπάρχουν ασφαλώς σοβαρές διαφωνίες και αντιρρήσεις σε αυτό τον προσανατολισμό. Κάποιοι βλέπουν «κρατικισμό» και ενδεχομένως θα αντιπαραθέσουν –κακώς– σε αυτή την κατεύθυνση προτάσεις «αυτοδιαχείρισης», σε σύνδεση –αν και όχι απαραίτητα– με ουτοπίες οάσεων εν μέσω καπιταλιστικής κυριαρχίας. Άλλοι κάνουν λόγο για «αυταπάτες» κατακτήσεων εντός καπιταλισμού και υποτιμούν την ταξική πάλη, αντικαθιστώντας την με την κομματική προπαγάνδα για μια κοινωνική αλλαγή τύπου επαγγελίας, χωρίς δρων κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο ανατροπής στη βάση των υλικών συμφερόντων.
Η ισχυρότερη ωστόσο αντιπαράθεση σχετίζεται με την ιδιότυπη αλλά σαφή υπόκλιση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος στη νεοφιλελεύθερη πίεση ότι «αυτά δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια επανάληψη του αίσχους των προβληματικών επιχειρήσεων, τα χρέη των οποίων φόρτωσε στον κόσμο το ΠΑΣΟΚ, γεμίζοντας ταυτόχρονα την Ελλάδα δημόσιους υπάλληλους με κασκέτα». Πρόκειται για παραμύθια, καθώς συγκρίνει μια πρόταση με το αντίθετο της. Το ΠΑΣΟΚ αναλαμβάνοντας την εξουσία το 1981, διαμόρφωσε το νόμο 1386/83, ο οποίος προέβλεπε τις διαδικασίες με τις οποίες θα περάσουν οι «προβληματικές επιχειρήσεις» από τον έλεγχο των ιδιωτών στο Δημόσιο με τη δημιουργία του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων. Επρόκειτο κανονικά για ξέπλυμα όλων των αμαρτιών των πρώην ιδιοκτητών τους: Το Δημόσιο αναγνώριζε τα χρέη των επιχειρήσεων αυτών ως κρατικά και αυτόματα έπαυε κάθε δίωξη των επιχειρηματιών για διασπάθιση δημοσίου χρήματος. Έσωζε έτσι και τις τράπεζες που ήταν σε κίνδυνο, λόγω της ογκώδους και σκανδαλώδους δανειοδότησης που είχαν κάνει στον κάθε Νιάρχο και Λαδόπουλο. Η βασική φιλοσοφία ήταν να «εξυγιανθούν» οι επιχειρήσεις με χρήματα του ελληνικού λαού και στη συνέχεια να αποδοθούν κοψοχρονιά εκ νέου σε νέους ή/και τους παλιούς ιδιοκτήτες. Η ανάπτυξη της εργατικής δράσης και η επίτευξη και σημαντικών κατακτήσεων σε αυτές τις επιχειρήσεις για ένα διάστημα, δεν αναιρούσε το χαρακτήρα αυτού του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού, φανέρωνε ωστόσο τη δυνατότητα της ταξικής πάλης να ανοίγει ρωγμές ειδικά σε περιόδους κρίσεων.
Η πρόταση για άμεση εθνικοποίηση των παραγωγικών επιχειρήσεων που κλείνουν είναι αναπόσπαστο κομμάτι ενός συνολικότερου μάχιμου αντικαπιταλιστικού προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που τίθεται σήμερα στην ημερήσια διάταξη της οικονομικής και πολιτικής πάλης. Οι εθνικοποιήσεις συνολικά στον παραγωγικό τομέα, ειδικά των μεγάλων επιχειρήσεων και όχι μόνο των πρώην ΔΕΚΟ ή όσων κλείνουν, είναι η καρδιά και όχι το 1/5 αυτού του προγράμματος. Από τη μια κουφάρια επιχειρήσεων αλλά και συσσωρευμένη γνώση, δεξιότητα, τεχνολογία, από την άλλη χιλιάδες άνεργοι. Αυτά τα δύο αν συνταιριάξουν, με κλονισμό και αφαίρεση της ιδιοκτησίας, του πλούτου και της εξουσίας από το κεφάλαιο, μπορεί να υπάρξει και δουλειά και επιβίωση, αλλά και προοπτική αξιοβίωτης ζωής για την κοινωνική πλειονότητα.
Οι κατακτήσεις, ειδικά σήμερα, είναι και δύσκολο να επιτευχθούν. Θα αποδεικνύονται όλο και πιο ασταθείς, προσωρινές και επισφαλείς. Είναι όμως ο πόλεμος που δεν πρέπει να αρνηθούμε να συμμετάσχουμε. Με όλους τους κινδύνους και τις απώλειες, συμμαχώντας με τα άμεσα εργατικά συμφέροντα και παλεύοντας ενάντια στη συντριβή τους. Αλλιώς είναι σαν να περιμένουμε το μαγικό ραβδί που θα μεταμορφώσει το τέρας σε πεντάμορφη. Είναι ένας πόλεμος επιβίωσης και αξιοπρέπειας που έχει αφετηρία το σήμερα, δίνεται τώρα και μπορεί να κλιμακωθεί αποφασιστικά στην πάλη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή και την εργατική εξουσία. Δεν περιέχει συμφωνίες, διασφαλίσεις και σιγουράτζες. Γιατί η ταξική πάλη και ειδικά αυτή που στοχεύει στην επαναστατική ανατροπή δεν είναι εξελικτική και ευθύγραμμη.
(Φωτογραφία του Κώστα Μπαλτά)