του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Οι αλυσιδωτές, αντικυβερνητικές διαδηλώσεις σε δεκάδες τουρκικές πόλεις κατέλαβαν εξ απροόπτου ακόμη και τους πρωταγωνιστές τους. Μέχρι προ δύο εβδομάδων, ο Ταγίπ Ερντογάν, ο ηγέτης που άλλαξε την Τουρκία όσο κανείς άλλος μετά τον Κεμάλ Ατατούρκ, πρόβαλε σαν απόλυτος κυρίαρχος στην πολιτική σκηνή. Έχοντας κερδίσει δύο δημοψηφίσματα και τρεις βουλευτικές εκλογές –τις τελευταίες με ποσοστό 50%– κατάφερε να θέσει υπό τον έλεγχό του το «βαθύ κράτος» των Κεμαλιστών, τους «πασάδες» του στρατού και τους δικαστικούς. Μ’ αυτά και μ’ αυτά θεωρούσε ορθάνοιχτο μπροστά του το δρόμο που θα τον οδηγούσε στην προεδρία, το 2014, αφού προηγουμένως θα είχε εγκαθιδρύσει ένα αυστηρά προεδρικό σύστημα μέσα από μια συνταγματική αναθεώρηση.
Να όμως που ό,τι δεν μπορούσε καν να ονειρευτεί η αναξιόπιστη, κεμαλική αντιπολίτευση του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), το κατάφερε μέσα σε δύο εβδομάδες το πλήθος των ανώνυμων κυρίως νέων και μέχρι χθες απολίτικων ανθρώπων, που κατέκλυσε την πλατεία Ταξίμ στην Κωνσταντινούπολη και άλλα αστικά κέντρα. Αυτό που ξεκίνησε σαν μια περιορισμένη, περιβαλλοντική διαμαρτυρία λίγων εκατοντάδων ακτιβιστών εναντίον του σχεδίου «ανάπλασης» του πάρκου Γκεζί, εξελίχθηκε, μετά την πρώτη, βάναυση επέμβαση της αστυνομίας, σε μαζικό κίνημα αντίστασης εναντίον του κρατικού αυταρχισμού και του έρποντος εξισλαμισμού της τουρκικής κοινωνίας από το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ).
Ο βασικός κορμός αυτού του κινήματος ήταν η μεσαία τάξη των πόλεων, που αισθάνεται ότι ο κοσμικός τρόπος ζωής της τελεί υπό ολοένα και περισσότερο ασφυκτική πολιορκία των ισλαμιστών. Πλάι σ’ αυτούς, βρέθηκε το μορφωμένο «πρεκαριάτο», η νεολαία της επισφαλούς απασχόλησης, που έδωσε τον τόνο στα πρόσφατα κινήματα διαμαρτυρίας της Δύσης, από τους Αγανακτισμένους του ευρωπαϊκού Νότου, μέχρι το Occupy Wall Street της Νέας Υόρκης. Οι οργανώσεις της σοσιαλιστικής, κομμουνιστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς πρωτοστάτησαν στην κατάληψη της πλατείας Ταξίμ και στην αντιμετώπιση της αστυνομικής βίας. Τέλος, το κίνημα απέκτησε μεγαλύτερη εμβέλεια με τη συμμετοχή των μειονοτικών, κυρίως των Αλεβιτών και των Κούρδων, που αντιπροσωπεύουν από κοινού περίπου το 30% του πληθυσμού. Αποτελεί πραγματικό «επίτευγμα» του Ερντογάν το γεγονός ότι κατάφερε να ενώσει εναντίον του, στην πλατεία Ταξίμ, τους Κούρδους του ΡΚΚ με τα πορτρέτα του Αμπντουλάχ Οτσαλάν, με τους πιο σκληρούς διώκτες τους – τους κεμαλικούς του CHP!
Το τελευταίο τετραήμερο, ο Ερντογάν προσπάθησε να σβήσει την πυρκαγιά με την τακτική του μαστίγιου και του καρότου: Την περασμένη Τρίτη έβαλε την αστυνομία να «ανακαταλάβει» την πλατεία Ταξίμ διά πυρός και σιδήρου, την Τετάρτη έριξε στο τραπέζι την πρόταση του δημοψηφίσματος για το επίμαχο πάρκο και την Πέμπτη είπε ότι αναστέλλονται οι εργασίες για την «ανάπλασή του», εν αναμονή δικαστικών αποφάσεων. Ωστόσο, το Σαββατοκύριακο εξαπέλυσε μια δεύτερη, σαρωτική αστυνομική επιχείρηση εκκαθάρισης όχι μόνο της πλατείας αλλά και του πάρκου Γκεζί από τους διαδηλωτές, απειλώντας μάλιστα ότι δεν θα διστάσει να κατεβάσει, εν ανάγκη, και το στρατό. Παράλληλα, προσπάθησε να συσπειρώσει τη λαϊκή βάση του ΑΚΡ με τεράστιες αντισυγκεντρώσεις οπαδών του –της τάξης των εκατοντάδων χιλιάδων– σε Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη.
Πλην συγκλονιστικού απροόπτου, ο Ερντογάν θα καταφέρει να περάσει αυτόν το δύσκολο κάβο. Με τη σημαντική εξαίρεση των μειονοτικών πληθυσμών, το κίνημα δεν έχει καταφέρει, ακόμη, να διεμβολίσει τα εργατικά, λαϊκά στρώματα, όπου η υπεροπλία του ΑΚΡ διατηρείται, έστω κι αν είναι ευάλωττη. Η χούντα του Εβρέν, τη δεκαετία του ’80, αποκεφάλισε την πολιτική και συνδικαλιστική Αριστερά, ενώ η οικονομική καταστροφή του 2001 –αποτέλεσμα των προγραμμάτων «σταθεροποίησης» του ΔΝΤ και εν πολλοίς παρόμοια με αυτό που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα– είχε ως αποτέλεσμα τη μαζική μετατόπιση της εργατικής βάσης από τους κεμαλικούς στους νεοϊσλαμιστές. Η οικονομική αναζωογόνηση που ήρθε στα 11 χρόνια εξουσίας του ΑΚΡ και τα έστω περιορισμένα βήματα εκδημοκρατισμού που αυτό προώθησε, του χάρισαν ένα σοβαρό πολιτικό κεφάλαιο, που δεν έχει ακόμη απαξιωθεί.
Ωστόσο, ο Ερντογάν θα βγει αρκετά «χαμηλωμένος» από αυτή την κρίση. Ο ξεροκέφαλος απολυταρχισμός του, που ζημιώνει καίρια τη διεθνή εικόνα της Τουρκίας και δυσκολεύει την ευρωπαϊκή προοπτική της, προκαλεί αντιδράσεις και από τμήματα των τουρκικών ελίτ, ακόμη και στο εσωτερικό του ΑΚΡ. Πολλοί θεωρούν ότι το όνειρο του Ερντογάν να γίνει πρόεδρος – «σουλτάνος», ένα είδος Τούρκου Πούτιν, έχει κιόλας καεί. Η κεμαλική και η αριστερή αντιπολίτευση βγαίνουν από αυτή την αναμέτρηση με αυξημένη αυτοποποίθηση, ενώ μεγάλες μάζες νέων ανθρώπων ριζοσπαστικοποιήθηκαν μέσα σε δύο εβδομάδες, όσο δεν θα γινόταν σε πολλά χρόνια ήσυχου κοινοβουλευτισμού.
Στο μεταξύ, η τουρκική οικονομία λαχανιάζει και πολλοί εκτιμούν ότι όπου να ‘ναι θα σκάσει η φούσκα της αγοράς ακινήτων, προκαλώντας μια κρίση συγκρίσιμη με εκείνη του 2001. Όταν η εξέγερση των φοιτητών και της κοσμικής μεσαίας τάξης συναντηθεί με την πιο βραδυφλεγή, αλλά και πιο επικίνδυνη αφύπνιση των εργατών, τότε η δεκαετής ηγεμονία του νεοοθωμανισμού θα αποτελεί παρελθόν και το άστρο του Ερντογάν θα αρχίσει να σβήνει – είτε με έναν πάταγο, είτε με ένα λυγμό.