του Άρη Χατζηστεφάνου
Στη δυτική, φιλοαμερικανική θέση δείχνει να επιστρέφει το εκκρεμές στο Ιράν, ύστερα από την επικράτηση του Χασάν Ροχανί από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών. Ο πάλαι ποτέ σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του δισεκατομμυριούχου προέδρου Ραφσαντζανί και αργότερα επικεφαλής των διαπραγματευτών για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, κατέκτησε με ευκολία τον προεδρικό θώκο.
Ο Ροχανί αποτελεί σάρκα από τη σάρκα της ιρανικής επανάστασης και βρέθηκε για πολλά χρόνια στο πλευρό του Αγιατολάχ Χομεϊνί στο Παρίσι αλλά και στην Τεχεράνη. Πάντα όμως ήταν ο άνθρωπος που αναλάμβανε το βρώμικο έργο να συνομιλεί με τον «σατανά», δηλαδή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και όπως φαίνεται τα πήγαινε πάντα πολύ καλά. Ήδη από το 1986 φέρεται να εμπλέκεται στο σκάνδαλο Ιράν Κόντρας, στο οποίο οι ΗΠΑ, κατά παράβαση του δικού τους εμπάργκο πουλούσαν όπλα στο Ιράν και με τα χρήματα ενίσχυαν τα τάγματα θανάτου των Κόντρας στη Νικαράγουα. Σύμφωνα με απόρρητα έγγραφα Αμερικανών διπλωματών, που ήρθαν στο φως μέσω του Wikileaks, ο Ροχανί είχε αναλάβει μέσω ενός ιδρύματος ερευνών που διηύθυνε, να ενισχύσει τις δυνάμεις του Μιρ ΧοσεÀν Μουσαβί, που αμφισβήτησε την εξουσία του Αχμαντινετζάντ. Ο ίδιος όμως δεν τοποθετήθηκε ποτέ δημοσίως υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς, προστατεύοντας τον εαυτό του από τις εσωτερικές, πολιτικές εκκαθαρίσεις του καθεστώτος.
Ακόμη και στην προεκλογική του εκστρατεία όμως, προτιμούσε να αναφέρεται περισσότερο στις κινήσεις συνδιαλλαγής της Τεχεράνης απέναντι στις ΗΠΑ παρά στην αντιπαράθεση με την Ουάσινγκτον, που αποτελεί το παραδοσιακό μοτίβο κάθε προεκλογικής εκστρατείας.
Το πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα είναι ότι το οικονομικό εμπάργκο που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ με τη συνεργασία ή την ανοχή της ΕΕ, αποδίδει καρπούς ωθώντας ένα τμήμα της ιρανικής οικονομικής ελίτ αλλά και του πληθυσμού σε πιο υποχωρητικές θέσεις. Ο Ροχανί αναμένεται να εκφράσει τις οικονομικές δυνάμεις που ζητούν χαραμάδες για να αναπτύξουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες με τη Δύση. Άλλωστε και ο πολιτικός του προστάτης, Ακμπάρ Χασεμί Ραφσαντζανί, προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να κινείται όλα αυτά τα χρόνια.
Μέχρι στιγμής, το εμπάργκο πετρελαίου έχει πλήξει βαθιά την ιρανική οικονομία, προκαλώντας απώλειες 50% στην αξία του εθνικού νομίσματος και εκτίναξη του πληθωρισμού σε ποσοστά που ξεπερνούν το 30%. Την ίδια στιγμή, οι πολίτες βλέπουν τις αποδοχές τους να συρρικνώνονται και την ανεργία να αυξάνεται συνεχώς. Ο κατώτατος μισθός κατρακύλησε μέσα σε σχεδόν τρία χρόνια στα 134 δολάρια από 275 που ήταν το 2010.
Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ιρανική οικονομία καθιστά ακόμη πιο δύσκολο για το θεοκρατικό καθεστώς να συνάψει κάποιου είδους κοινωνικό συμβόλαιο με τους πολίτες, όπως αυτό που επιχείρησε και πέτυχε στα πρώτα χρόνια της προεδρίας του ο Αχμαντινετζάντ. Ο προηγούμενος πρόεδρος είχε εκμεταλλευτεί την άνοδο στις τιμές του μαύρου χρυσού αλλά και την οργή των πληβειακών στρωμάτων για την αντιλαϊκή, νεοφιλελεύθερη πολιτική του προκατόχου του, Μοχάμεντ Χαταμί. Έτσι κατάφερε να εξασφαλίσει την αποδοχή της πλειοψηφίας του πληθυσμού, παρά την αυταρχική και σκοταδιστική πολιτική που ακολουθούσε.
Τώρα όμως και οι διάδοχοι του Αχμαντινετζάντ (ο ίδιος δεν μπορούσε να διεκδικήσει τρίτη θητεία) πλήρωσαν στις κάλπες την αποτυχία της κυβέρνησης να συνδράμει τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Το ερώτημα είναι εάν ο Ροχανί θα επιχειρήσει να χρυσώσει το χάπι της επερχόμενης λιτότητας με δημοκρατικά ανοίγματα σε ό,τι αφορά τα ατομικά δικαιώματα. Το ίδιο είχε επιχειρήσει παλαιότερα και ο Χαταμί, ο οποίος όμως έφτασε να εκπροσωπεί τα χειρότερα χαρακτηριστικά των δυο κόσμων, αφού δεν κατάφερε τελικά να προσφέρει τις ελευθερίες που ήθελε, ενώ παράλληλα επέβαλε την πιο σκληρή νεοφιλελεύθερη ατζέντα που είχε γνωρίσει η χώρα στην πρόσφατη ιστορία της.
Αρκετοί ξένοι αναλυτές έσπευσαν να υποστηρίξουν ότι η εκλογή Ροχανί θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο θέμα του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης, καθώς ο νέος πρόεδρος, λόγω και της προηγούμενης θητείας του, διατηρεί ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με την Ουάσινγκτον, το Λονδίνο και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Μια τέτοια εξέλιξη όμως έχει μάλλον περιορισμένες πιθανότητες για δυο λόγους: Καταρχάς γιατί το πυρηνικό πρόγραμμα αποτελεί την «κόκκινη γραμμή» που καμία παράταξη δεν τόλμησε να αμφισβητήσει και κατά δεύτερον, γιατί η αδιάλλακτη πλευρά, δεν είναι το Ιράν αλλά οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, που δεν έχουν δείξει μέχρι στιγμής κανένα σημάδι υπαναχώρησης. Οι πρώτες δηλώσεις του Ισραηλινού πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου δεν άφησαν κανένα περιθώριο αμφιβολίας γι’ αυτό.
Ακόμη λοιπόν και αν ήθελε ο Ροχανί να προκαλέσει μια επίθεση φιλίας, όπως αυτή που είχε επιτευχθεί τη δεκαετία του ’90 ανάμεσα στον πρόεδρο Κλίντον και τον Χαταμί, θα βρει μάλλον κλειστές πόρτες. Ούτως ή άλλως, η εξωτερική του πολιτική θα κριθεί από τις εξελίξεις στη Συρία οι οποίες δεν εξαρτώνται άμεσα από αυτόν.
Το βέβαιο είναι ότι η κυριαρχία των φιλοδυτικών δυνάμεων στην Τεχεράνη έρχεται σε μια κρίσιμη περίοδο, όπου το λεγόμενο «σιιτικό τόξο» της Χεζμπολάχ στο Λίβανο και του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία βάλλεται από κάθε πλευρά. Αν ο Ροχανί επικρατήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, τίθεται πλέον εν αμφιβόλω η ίδια η ύπαρξη του καθεστώτος που επικράτησε μετά την επανάσταση του 1979. Την ίδια ώρα όμως η νέα αντιλαϊκή επίθεση που αναμένεται να εξαπολύσει η νέα ηγεσία εναντίον των φτωχότερων Ιρανών δεν προοιωνίζεται σταθερότητα του νέου σχήματος. Το μέλλον του Ιράν είναι άγραφο.