του Γιάννη Ελαφρού
Η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, που προέκυψε μετά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ λόγω της κοινωνικής έκρηξης για την ΕΡΤ, είναι κοινωνικά και πολιτικά πιο αδύναμη από την τρικομματική. Όσον αφορά την ταξική της ουσία, αποτελεί «κυβέρνηση πολέμου ενάντια στους εργαζόμενους», κυβέρνηση καμικάζι της άγριας αντεργατικής-αντιλαϊκής επίθεσης, με τα ορφανά του νεοφιλελευθερισμού στο προσκήνιο, πλαισιωμένα με ακροδεξιούς.
Το μνημόνιο τρώει τα παιδιά του
Η βαθιά δομική πολιτική κρίση, στην Ελλάδα και όχι μόνο, αποδεικνύεται νεκροταφείο κυβερνήσεων, επιταχυντής εξελίξεων, «τρίγωνο των Βερμούδων» για πολιτικά κόμματα που «εξαφανίζονται». Το ίδιο το Μνημόνιο τρώει τα παιδιά του, καίει και τραυματίζει ανεπανόρθωτα όσα κόμματα και πολιτικούς το υπηρετούν. Το απροσδόκητο τέλος της κυβερνητικής τρόικας εσωτερικού, την περίοδο μάλιστα που είχαν βαλθεί να πείσουν τον κόσμο για την επιτυχία τους, δείχνει ότι η πολιτική κρίση παραμένει ενεργή και μπορεί να δημιουργεί σεισμικά γεγονότα και ρήγματα, ανάλογα με τις εξελίξεις στο κίνημα.
Γιατί το πρώτο μήνυμα των προηγούμενων εξελίξεων είναι ότι η λαϊκή έκρηξη οργής και η οργανωμένη απάντηση, που έδωσαν οι εργαζόμενοι στην ΕΡΤ, στα ΜΜΕ και σε άλλους κλάδους, κλόνισε την τρικομματική κυβέρνηση και όλο το πολιτικό σκηνικό, οδήγησε στην αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ. Δεν ήταν τόσο ισχυρή για να σαρώσει συνολικά το μνημονιακό κυβερνητικό σχήμα, αλλά επέφερε ένα σημαντικό ρήγμα. Κι αυτό για ένα κίνημα, που παρά τον ιδιαίτερα ελπιδοφόρο χαρακτήρα του, παρέμεινε περιορισμένο, τόσο από πλευράς κοινωνικής επέκτασης όσο και πολιτικής δυναμικής. Καταλαβαίνει κανείς τη δύναμη που έχει και ειδικά εκείνη που μπορεί να αποκτήσει το μαζικό εργατικό και λαϊκό κίνημα, όταν μάλιστα ανασυγκροτείται ταξικά και εξοπλίζεται πολιτικά ανατρεπτικά. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες της πολιτικής ρευστότητας και αστάθειας, της αδυναμίας ξεπεράσματος της καπιταλιστικής κρίσης- ύφεσης, ενόψει όχι απλά νέων μέτρων, αλλά νέων μεγάλων σπασμών στα προγράμματα του Νότου και στην κρίση ευρωζώνης και ΕΕ.
Η νέα κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου είναι ασφαλώς πιο αδύναμη μέσα στο λαό («κυβέρνηση μειοψηφίας» τονίζει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ) αλλά και στη Βουλή, με ακόμα μικρότερα περιθώρια κοινωνικών συμμαχιών. Έρχεται να εφαρμόσει ακόμα πιο επιθετικά αντιλαϊκά μέτρα, σε μια περίοδο όμως που οι αντιστάσεις έχουν ανακτήσει την αυτοπεποίθησή τους (βλ. συνελεύσεις καθηγητών, ΕΡΤ) και ο αντιαπεργιακός κοινωνικός αυτοματισμός δεν δουλεύει όπως παλιά. Είναι σίγουρο ότι σύντομα θα μπει σε μεγάλες περιπέτειες και θα συναντήσει σθεναρή κοινωνική και πολιτική αντίσταση. Η δυνατότητα ανατροπής της, και μάλιστα από τα κάτω και από τα αριστερά, έχει εγγραφεί στις προοπτικές της περιόδου. Κάτι τέτοιο δεν θα σημαίνει ήττα συνολικά της αστικής πολιτικής και ανατροπή της βάρβαρης επίθεσης του κεφαλαίου και της υπεραντιδραστικής καπιταλιστικής ανασυγκρότησης για να φορτώσει την κρίση στους εργαζόμενους (στόχο που θέτει το ΝΑΡ μπροστά και στο 3ο συνέδριό του), αλλά θα δημιουργήσει νέα δεδομένα, νέα όπλα, ανώτερες εμπειρίες για μια νικηφόρα προοπτική.
Η αντικαπιταλιστική και επαναστατική Αριστερά πρέπει όχι μόνο να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του αγώνα, αλλά να προωθήσει το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό και αντιΕΕ προγραμματικό περιεχόμενο και την επείγουσα ανώτερη ποιοτική συγκρότηση του μαζικού κινήματος σε ανατρεπτική κατεύθυνση, έτσι ώστε να δοθούν νικηφόρα οι σημερινές αλλά και οι επόμενες μάχες.
Κυβέρνηση κοινωνικού πολέμου
Η κυβέρνηση που προέκυψε από τη σύμπραξη της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, ύστερα από την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ, έχει σημαντικές διαφορές σε σχέση με το κυβερνητικό σχήμα που προέκυψε από τις εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012. Διαφορές που δεν εξαντλούνται στο γεγονός ότι το προηγούμενο ήταν τρίκυκλο (άρα πιο σταθερό) και το σημερινό δίκυκλο. Καταρχάς, η τωρινή κυβέρνηση είναι σαφώς μια κυβέρνηση πολιτικών στελεχών (φθαρμένων μάλιστα), χωρίς τον μανδύα «τεχνοκρατών», πανεπιστημιακών κ.λπ. που είχε η προηγούμενη. Αποτελεί κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, δηλαδή των δύο κομμάτων του αστικού δικομματισμού που κυβέρνησαν τα τελευταία 40 χρόνια και την καταστροφική περίοδο των μνημονίων. Μια κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, με τους αρχηγούς τους μέσα και δίπλα-δίπλα, χωρίς τον φερετζέ της ΔΗΜΑΡ.
Όσον αφορά την ταξική της ουσία, αποτελεί «κυβέρνηση πολέμου ενάντια στους εργαζόμενους», όπως εύστοχα σημειώνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Κυβέρνηση καμικάζι της άγριας αντεργατικής-αντιλαϊκής επίθεσης, με τα ορφανά του νεοφιλελευθερισμού ξανά στο προσκήνιο και μάλιστα σε κρίσιμα για την προώθηση του κανιβαλικού προγράμματος υπουργεία, πλαισιωμένα με ακροδεξιούς. Ένας Μητσοτάκης για τις απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων, ένα ακροδεξιός Μπουμπούκος για την ολοκληρωτική διάλυση της Υγείας, ο έμπειρος Χατζηδάκης για το ξεπούλημα, ο Χρυσοχοϊδης του FBI στις υποδομές για τα μεγάλα συμφέροντα, ο υπουργός Ανεργίας Γ. Βούρτσης στη θέση του, μαζί με τον εγκάθετο κεφαλαίου και τρόικας Γ. Στουρνάρα και βεβαίως τον σερίφη της (Δ)ένδειας δημοκρατίας και τον ακραιφνή δεξιό Χ. Αθανασίου στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Και βεβαίως ο Π. Καψής, με τις ιδιαίτερες σχέσεις με τους καναλάρχες και τα εκδοτικά συγκροτήματα, στη θέση του υφυπουργού που θα διαμορφώσει τη νέα «δημόσια τηλεόραση».
Πέρα από τους κοινωνικούς τριγμούς που θα αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου και θα ορίσουν τους πολιτικούς ορίζοντες της επόμενης περιόδου, αξίζει να δούμε αυτοτελώς ορισμένες τάσεις στο αμιγώς πολιτικό επίπεδο. Καταρχάς, η τόσο στενή (ανάρμοστη σε άλλες εποχές) σχέση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, παρότι διασώζει την πρωθυπουργία Σαμαρά, φθείρει και τα δύο κόμματα. Ήδη στη ΝΔ έχει ξεκινήσει γκρίνια, η οποία ενισχύεται από τις επιλογές του Σαμαρά, που μαρτυρούν μεγάλη ανασφάλεια. Ο πρόεδρος της ΝΔ κινήθηκε με λογική απόλυτου ελέγχου του κόμματος κι έτσι απέκλεισε τον φιλόδοξο Μ. Βορίδη (που έχει αποκτήσει συμπάθειες στην ολιγαρχία), υποχρέωσε σε επώδυνη μετακίνηση τον Δ. Αβραμόπουλο (ο οποίος εμφανίστηκε προ 15ημέρου ως πιθανός διάδοχος) και περιθωριοποίησε τους καραμανλικούς. Πέραν αυτών, η πίεση της ακροδεξιάς στη συμμαχική κυβέρνηση και ειδικά στη ΝΔ θα συνεχιστεί.
Ακόμα πιο επώδυνη θα αποδειχτεί η συμμετοχή στην κυβέρνηση για το ΠΑΣΟΚ, που φυλλορροεί. Το ΠΑΣΟΚ μετατρέπεται πια σε συνιστώσα της ΝΔ, χωρίς να έχει πια τη δυνατότητα να διαφοροποιείται φραστικά, έστω και για τα μάτια του κόσμου. Η επιλογή αυτή θα επιταχύνει την αποσύνθεση του κόμματος που σφράγισε τη μεταπολίτευση.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι το επώδυνο διαζύγιο ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ βάζει στον πάγο, τουλάχιστον για το επόμενο διάστημα, τα σχέδια δημιουργίας μιας άμεσα συστημικής κεντροαριστεράς, με αξιοποίηση του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗΜΑΡ, τμήματος ή όλων των Οικολόγων Πράσινων, μαζί με τα ρετάλια των μνημονιακών κι εκσυγχρονιστών (Μόσιαλος, Διαμαντοπούλου κ.λπ.). Έτσι, προς το παρόν καίγεται το κεντροαριστερό χαρτί, που θα έπαιζε ένα ρόλο ενδιάμεσο -μπαλαντέρ μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ-, δίνοντας το απαραίτητο δεκανίκι σε κάθε κυβερνητική λύση. Το σύστημα χάνει για την ώρα ένα εργαλείο, αν και θα επιστρέψει σε αυτή την επιδίωξη. Η ΔΗΜΑΡ, παρά την έξοδό της από την κυβέρνηση, εθισμένη στον βαρύ κυβερνητισμό, κινείται καταρχάς προς μια στάση υπουργείου θετικής αντιπολίτευσης. Η πορεία των πραγμάτων όμως και το ένστικτο πολιτικής επιβίωσης μάλλον θα την οδηγήσουν σε μια μετριοπαθή διαφοροποίηση από την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, που θα αφήνει ανοικτή την πόρτα προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το κεντροαριστερό ναυάγιο, που χάθηκε στη μαύρη οθόνη της ΕΡΤ, θα οξύνει την πόλωση στο επίσημο πολιτικό σκηνικό ανάμεσα στο δίδυμο ΝΔ – ΠΑΣΟΚ από τη μια και στις «δημοκρατικές δυνάμεις» με πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη. Η κυβερνητική διαχειριστική λογική του ΣΥΡΙΖΑ ενισχύεται, καθώς στο πρόσωπο μιας μετανοημένης ΔΗΜΑΡ μπορεί να αναζητήσει κυβερνητικούς συμμάχους. Ταυτόχρονα, τα συστημικά κέντρα θα εντείνουν τις προσπάθειες για την πλήρη διαχειριστική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, έτσι ώστε να γίνει «υπεύθυνη Αριστερά» και να κινηθεί προς την κεντροαριστερά. Και δυστυχώς, η επιδίωξη αυτή παραβιάζει ανοιχτές πόρτες στο επιτελείο του Α. Τσίπρα και όχι μόνο…