Η πολυεπίπεδη και παρατεταμένη κρίση κλονίζει την εμπιστοσύνη του ανθρώπου στις απελευθερωτικές δυνατότητες της επιστήμης και μαζικά πλέον οι εργαζόμενοι και ειδικότερα τα χαμηλά μορφωτικά στρώματα στρέφονται στη θρησκεία και τις εύκολες απαντήσεις που προσφέρει ο ανορθολογισμός. Η παγκοσμιοποίηση ενισχύει το θρησκευτικό φαινόμενο παράγοντας νέες υβριδιακές μορφές πίστης.
του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Θρησκευτικός ιδεαλισμός
Η θρησκεία είναι μορφή πνευματικής οικειοποίησης της φύσης και της κοινωνίας, ιδεαλιστικού χαρακτήρα. Ο ιδεαλισμός, σε αντιδιαστολή με τον υλισμό, στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, θεωρεί ότι η συνείδηση καθορίζει το είναι και όχι το αντίστροφο. Η θρησκεία είναι μια ιδιόμορφη έκφραση του ανορθόλογου υποκειμενικού ιδεαλισμού. Ακόμη κι όταν αναγνωρίζει την ανεξάρτητη από το πνεύμα ύπαρξη της πραγματικότητας αυτή η παραδοχή ισχύει ως προς τον άνθρωπο. Αντίθετα, ως προς το θεό θεωρεί ότι η πραγματικότητα δεν είναι ανεξάρτητη, αλλά αποτελεί δημιούργημα του θείου πνεύματος στο οποίο μάλιστα παρεμβαίνει και στο διηνεκές κατά το δοκούν. Αλλά και του ανθρώπου η σχέση με το είναι (φύση – ιστορία) καθορίζεται θεία χάριτι με την παρέμβασή του στη φύση και την ιστορία, όχι με βάση τους νόμους τους, αλλά κατά το δικούν και τη βούληση του θείου. Αλλά και στη γνωστική διαδικασία η θρησκεία χαρακτηρίζεται από τον ανορθολογισμό. Δεν θεωρεί ότι η γνώση είναι προϊόν της εμπειρίας, της επιστήμης, της αποδεικτικής λογικής (τυπικής και διαλεκτικής) αλλά ανορθολογικής κατά κανόνα διαδικασίας που βασίζεται στη διαίσθηση το βίωμα, την αποκάλυψη, το όραμα, το θαύμα. Ο θεός, αφού έχει δημιουργήσει τον κόσμο και τον δημιουργεί, τον γνωρίζει και τον αποκαλύπτει στους εκλεκτούς του (το παρόν αλλά και το μέλλον) με εντολή να μεταφέροουν την θεία αποκάλυψη και εντολή του στους ανθρώπους και να τους πείσουν να ενεργήσουν σύμφωνα με τη θεία βούληση. Άρα, η θρησκεία έχει ανορθολογικό χαρακτήρα ουσιαστικά και είναι ασύμβατη με την επιστήμη.
Χαρακτηριστική έκφραση του γνωστικού ανορθολογισμού αποτελούν οι φράσεις «πίστευε και μη ερεύνα», «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» και που αναγορεύουν τον ορθολογισμό σε ελάττωμα, αν όχι σε αμάρτημα.
Ο θρησκευτικός ιδεαλισμός έχει πνευματικές και κοινωνικές ρίζες. Στο ανθρώπινο πνεύμα ενυπάρχουν ψυχολογικά χαρακτηριστικά, όπως η πίστη, η βούληση, το συναίσθημα αλλά και διανοητικά στοιχεία, όπως οι αντιλήψεις, οι έννοιες κ.ά. Με γνώμονα τον ψυχονοητικό οπλισμό του ανθρώπου ο Φόυερμπαχ όρισε ότι ο άνθρωπος δημιουργεί το θεό, προβάλλοντας τις πνευματικές του ιδιότητες σ’ ένα πλασματικό ον, και όχι ο θεός τον άνθρωπο. Οι κοινωνικές ρίζες του θρησκευτικού ιδεαλισμοόυ ανάγονται κυρίως στην ταξική διαίρεση της κοινωνίας. Οι κυρίαρχες τάξεις έχουν την τάση και το συμφέρον να αποκρύπτουν τις αντιθέσεις, να τις νάγουν στη θεία θέληση, στη δημιουργία της κοινωνίας με τις αντιθέσεις της, σύμφωνα με τη θέληση του θείου στην οποία πρέπει να συμμορφώνονται οι άνθρωποι και να μη διανοούνται καν ότι μπορούν να παραβιάσουν την κοινωνική τάξη, που έχει ορίσει ο θεός. Σύμφωνα με τις ταξικές αυτές αντιλήψεις η θέση και η πορεία του ανθρώπου στην επίγεια ζωή καθορίζονται από τη θεία μοίρα ενώ η τύχη, στη μετά θάνατον ζωή καθορίζεται από τη συμπεριφορά του απέναντι στους ηθικούς νόμους που έχει ορίσει το υπέρτατο πνεύμα και που αφορούν βέβαια και την κοινωνική και πολιτική τάξη. Η ιστορική αδυναμία του ανθρώπου που να ερμηνεύσει επαρκώς τη φύση και την κοινωνία και να ρυθμίσει με συνειδητό και επωφελή τρόπο τη σχέση του με αυτές τον ωθεί στην επινόηση της θρησκείας και του υποκειμένου της, του θεού, στον οποίο προβάλλει και αναθέτει αυτό το έργο, τη γνώση δηλαδή της φύσης και της κοινωνίας και τη ρύθμιση της σχέσης του με τη φύση και την κοινωνία.
Σταθεροποιητικός παράγοντας του συστήματος
Το θρησκευτικό φαινόμενο στις πολυποίκιλες μορφές του, έχει παγιωθεί στις ταξικές κοινωνίες, αποτελεί κυρίαρχη μορφή της κρατούσας ιδεολογίας. Το θρησκευτικό φαινόμενο λόγω του κοινωνικόυ χαρακτήρα του γνωρίζει έξαρση σε περιόδους κρίσης και όξυνσης των αντιθέσεων. Απεναντίας, σε περιόδους σχετικά ομαλής ανάπτυξης, προοδευτικών και δημοκρατικών κατακτήσεων, πολιτιστικής ανόδου, παρουσιάζεται πτώση του φανατισμού και του θρησκευτικού ζήλου. Στα χρόνια του Μεσαίωνα κυριαρχεί άγριος σκοταδισμός, θρησκοληψία, φανατισμός, δεισιδαιμονίες και προλήψεις. Η Ιερή Εξέταση τρομοκρατεί τους κριτικά σκεπτόμενους. Η μισαλλοδοξία βασιλεύει. Στο όνομα της χριστιανικής πίστης άγριοι πόλεμοι ξεσπάνε (Νύχτα Αγίου Βαρθολομαίου – Σταυροφορίες). Στην Αναγέννηση απεναντίας, η ανάδυση της προοδευτικής τότε αστικής τάξης, οδηγεί σε μια εκκοσμίκευση, σε μια στροφή στα εγκόσμια, στην ανοχή και προστασία της αντίθετης γνώμης και στάσης, σε εξανθρωπισμό του δικαίου (Βολταίρος – Μπεκαρία), σε άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών με εστίαση στο νατουραλισμό και τη χαρά της ζωής, και αποστασιοποίηση, σχετική από τη μεταφυσική.
Τηρουμένων των αναλογιών, παρόμοια αντιστροφή παρατηρείται στον καπιταλισμό τις τελευταίες δεκαετίες σε αντίθετη κατεύθυνση. Στην περίφημη τριακονταετία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε επέλθει κατίσχυση του ορθολογικού επί του ανορθολογικού, που εδραζόταν σε τρεις καίριους πυλώνες: Στην εκρηκτική ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής που αντικειμενικά περιόριζε τον ζωτικό χώρο της μεταφυσικής και του υπερβατισμού. Στην ακμή του αριστερού οράματος, που παρά τις εκφυλιστικές ασθένειες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την ενσωματωτική πορεία της δυτικής Αριστεράς, απέπνεε για τις μάζες το άρωμα μιας εναλλακτικής επίγειας κοινωνίας. Ακόμη, στον μετανεωτερικό, υπαρξιακό, πολιτικό και πολιτιστικό ριζοσπαστισμό της νεολαίας, που αμφισβητούσε τη συμβατικότητα του κατεστημένου και αναζήτησε με εξεγέρσεις έναν αντικομφορμιστικό τρόπο ζωής. Από τη δεκαετία όμως του ’80 και εφεξής εκδηλώνεται μια κατά κύματα καπιταλιστική κρίση σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό, κοινωνικό, εργασιακό, περιβαλλοντικό, πολιτικό, εθνικό, ιδεολογικό, ηθικό.
Η πολυεπίπεδη και παρατεταμένη κρίση κλονίζει την εμπιστοσύνη στις αναπτυξιακές δυνατότητες της επιστήμης, στη δύναμη των ρυθμιστικών κοινωνικών κανόνων, στην οικονομία της αγοράς και τις καταναλωτικές δυνατότητες. Η Αριστερά σε μια καθοδική πορεία, χάνει την αίγλη και την ελπίδα της εναλλακτικής δυνατότητας. Η νεολαία παθητικοποιείται, βυθίζεται στην ανεργία, ένα τμήμα της με ανώτερες ικανότητες έλκεται από το οικονομικό και κοινωνικό status των γιάπηδων. Το έδαφος κλονίζεται, καταρρέει. Οι βεβαιότητες κλονίζονται. Ο εργαζόμενος καταφεύγει στη σταθερότητα, όπως βαυκαλίζεται, της θρησκείας. Τη στροφή προς τη θρησκεία ενθαρρύνει και η αλλαγή πολιτικής της θρησκευτικής ηγεσίας, όπως και η παγκοσμιοποίηση και μετανάστευση. Η εκκλησιαστική ηγεσία υιοθετεί μια πολιτική στροφή προς τον κοινωνικό και πολιτικό χώρο. Η παραδοσιακή άποψη ότι η Εκκλησία πρέπει να ασχολείται με τη σωτηρία της ψυχής και όχι με τα εγκόσμια, εγκαταλείπεται. Επικρατεί πλέον η άποψη ότι η Εκκλησία πρέπει να παρεμβαίνει στα προβλήματα της φτώχειας και της περιθωριοποίησης. Η εγκατάλειψη του κράτους πρόνοιας από τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό επιφορτίζει την Εκκλησία με ένα ευρύ φάσμα καθηκόντων, που ανυψώνει το κύρος και την επιρροή της στις μάζες των εξαθλιωμένων. Η θρησκευτικότητα στην Ευρώπη ενισχύεται εμμέσως και από τη μετανάστευση, τεράστιων μαζών από την Ασία και την Αφρική, με ισχυρή θρησκευτική συνείδηση λόγω παράδοσης και αντίξοης διαβίωσης.
Τη θρησκευτικότητα ενισχύει και η παγκοσμιοποίηση, δημιουργώντας υβρίδια. Αναπτύσσεται μια τάση συγκρητισμού της χριστιανικής πίστης με ιδέες και πρακτικές δάνειες από το βουδισμό, τον ταοϊσμό, τον ινδοϊσμό. Αυτά τα υβρίδια απλουστεύουν τη θρησκευτική διαδικασία, ενισχύουν τον προσωπικό χαρακτήρα της, προσδίδουν σε αυτήν νέο ενδιαφέρον.
Στην εποχή της συσσώρευσης προβλημάτων και ερωτημάτων, αβεβαιότητας και φόβου, δεν αναγεννάται απλώς η θρησκευτικότητα, το κοινό δεν αναζητά απλώς θρησκευτικές απαντήσεις στα προβλήματά του, δεν προτιμά απλώς, όπως έλεγε ο Καστοριάδης, την πίστη από τη γνώση. Αναπτύσσεται και ένας ισχυρός ανορθολογισμός που απορρίπτει τις λογικές ερμηνείες, οδηγηεί σ’ ένα στρουθοκαμηλισμό μη αποδοχής της αλήθειας, δημιουργώντες αυταπάττες και αβάσιμες ελπίδες. Ακραία έκφραση ανορθολογισμού και θεσμικής εχθρότητας προς την επιστήμη και την αλήθεια η άρνηση αρκετών πολιτειών των ΗΠΑ, να συμπεριλάβουν στο εκπαιδευτικό τους πρόγραμμα την επιστημονική ερμηνεία της εξέλιξης των ειδών από τον Δαρβίνο. Απόφαση, που δεν εκφράζει την αυθαιρεσία των αρχών, αλλά τη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών που ακόμη και με δημοψηφίσματα επιβεβαίωσαν την προτίμησή τους στη βιβλική περιγραφή της κοσμογένεσης και όχι στην επιστημονική ερμηνεία της. Όταν η επιστήμη και η εφαρμογή της εξοβελίζουν την υπερβατικότητα από το χώρο της πραγματικότητας, οι πιο αδύναμοι ή πιο ευαίσθητοι δεν στρέφονται απλώς στη θαλπωρή της θρησκείας και του μετά θάνατον παραδείσου. Αναζητούν έναν θρησκευτικό Μεσσία, πέφτοντας θύματα της ικανότητάς του να εξαπατά ή έναν πολιτικό Μεσσία, που τους υποβάλλει εξωπραγματικές ή και επικίνδυνες ουτοπίες. Τέτοια φαινόμενα ενδημούν στις ΗΠΑ με αιρέσεις, προφήτες, μεσσίες (στη θρησκευτική μορφή) ρατσιστές, εγκληματικές οργανώσεις, τρομοκράτες (στην πολιτική μορφή). Μάλιστα, αυτές οι συλλογικότητες, ακόμη και οι πολιτικές, δημιουργούν μια τελετουργική διαδικασία, για να υποβάλουν, να υπνωτίσουν τη σκέψη και τη βούληση των μελών τους. Και σήμερα, εξάλλου, θρησκευτικού τύπου τελετουργία υιοθετούν κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις, για να εντυπωσιάζουν και να παγιδεύουν τα μέλη τους (μασόνοι, ακροδεξιές οργανώσεις κ.ά.).
Τον ανορθολογισμό ευνοεί το ότι η επανεμφάνιση της θρησκευτικότητας γίνεται, σε μεγάλο βαθμό με τη φονταμενταλιστική ανανέωση της θρησκείας ή πτέρυγάς της. Δηλαδή με την τυφλή και φανατική πίστη και προσήλωση σε μια θρησκεία ή ιδεολογία, την άρνηση οποιασδήποτε κριτικής και αυτοκριτικής, τη συναισθηματική και βιωματική σχέση με αυτήν, το μίσος για τους ετερόδοξους (μισαλλοδοξία).
Ο σύγχρονος καπιταλιστικός κόσμος απειλεί με υποβάθμιση εθνικές, κοινωνικές, πολιτικές, θρησκευτικές ομάδες. Έτσι, στην απόγνωσή τους, τις ωθεί στην αναζήτηση ή δημιουργία θρησκευτικού ή πολιτικού ερείσματος ριζοσπαστικού και δυναμικού. Αφοσιώνονται απόλυτα σε αυτό και είναι πρόθυμοι να καταφύγουν και σε ακραίες δράσεις κατά της απειλής υποβάθμισής τους. Ο φονταμενταλισμός, θρησκευτικός και πολιτικός, έχει αντιδραστικό χαρακτήρα: Δεν αναζητά λύσεις, απορρίπτει τις διαπραγματεύσεις, επιδιώκει την παραδειγματική καταστροφή, χαρακτηρίζεται από αδιαλλαξία, μισαλλοδοξία, ωμότητα. Μορφή πολιτικού και θρησκευτικού φονταμενταλισμου αποτελούν στις ΗΠΑ οι συντηρητικοί Ευαγγελιστές. Υποστηρίζουν τη βία, χωρίς να την ασκούν οι ίδιοι. Υποστήριζαν την εισβολή στο Ιράκ και τους πολύνεκρους βομβαρδισμούς. Από την ανάλυση της κατάστασης αρκέστηκαν στις διαβεβαιώσεις του Μπους ότι το Ιράκ έχει μεγάλο αριθμό όπλων μαζικής καταστροφής. Διαθέτουν ισχυρό λόμπι στο Κογκρέσο και στο Προεδρικό επιτελείο, ελέγχουν ένα σημαντικό μέρος των ΜΜΕ. Οι συντηρητικοί Ευαγγελιστές (και άλλες παρόμοιες θρησκευτικές οργανώσεις στις ΗΠΑ) έχουν διαμορφώσει μια θρησκευτικο-πολιτική κουλτούρα, που εκφράζεται και επικεντρώνεται σ’ ένα πατριωτικό αμερικάνικο μεσσιανισμό. Οι ΗΠΑ οφείλουν και δικαιούνται να επεμβαίνουν σε αντιδραστικά καθεστώτα και να εγκαθιστούν μιαν αμερικανικού τύπου δημοκρατία. Σύμφωνα με τις αναλύσεις τους είναι αδιανόητο αυτοί οι λαοί να προβάλλουν αντιστάσεις στους Αμερικάνους εισβολείς. Πρέπει να δέχονται με ευγνωμοσύνη την επέμβαση των ΗΠΑ, που έχει ως αποστολή τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας τους. Το λόμπι των Ευαγγελιστών έχει υποστηρίξει και παροτρύνει την εισβολή στη Χιλή, τη Βενεζουέλα, το Ιράκ, κ.ά. Παράλληλα, η αμερικάνικη κρατική πολιτική, υποστηρίζει προτεσταντικά λόμπι για τη διείσδυσή τους στην Ανατολική κυρίως Ευρώπη, όπου υπάρχει ισχυρό ιδεολογικό και θρησκευτικό κενό. Τον τόνο του θρησκευτικού και πολιτικού ανορθολογισμού και μεσσιανισμού τον δίνει η ίδια η ηγεσία των ΗΠΑ. Ο Ρήγκαν χαρακτήριζε τη Σοβιετική Ένωση «αυτοκρατορία του κακού», ενώ ο Τζ. Μπους μιλούσε για το «θεόσταλτο» καθήκον της Αμερικής και χαρακτήριζε τους εχθρούς των ΗΠΑ «άξονα του κακού». Από την άλλη μεριά, στον μουσουλμανικό κόσμο παρατηρείται άνοδος του φονταμενταλισμού. Ο ισλαμικός αντιιμπεριαλισμός που χρησιμοποιήθηκε για τη συγκρότηση πατριωτικής ισλαμικής ταυτότητας, σαφώς βρίσκεται σε υποχώρηση, ενώ σταδιακά κυριαρχεί ο ακραίος φονταμενταλισμός στη ρητορική και την πολιτική τους. Οι ΗΠΑ χαρακτηρίζονται ως ο «Μεγάλος Σατανάς», ενώ το εθνικοθρησκευτικό συναίσθημα διεγείρεται με την αναφορά στις Σταυροφορίες του Μεσαίωνα και την ανάγκη εκδίκησης. Παράλληλα, αυξάνονται οι επιθέσεις στους οπαδούς άλλων δογμάτων (επιθέσεις ενάντια στους κόπτες Χριστιανούς στην Αίγυπτο).
Οι ισλαμιστές φονταμενταλιστές, όπου έχουν δύναμη, επιβάλλουν το ισλαμικό δίκαιο (σαρία). το κοσμικό δίκαιο εκτοπίζεται, η θέση των γυναικών με την επιβολή της σαρία επιδεινώνεται στο έπακρο. Η τρομοκρατία με τον θρησκευτικό μανδύα του πολέμου κατά των απίστων (Τζιχάντ) διογκώνεται με τυφλές επιθέσεις ακόμη και κατά αμάχων. Η ανοχή σε άλλα θρησκευτικά και πολιτικά δόγματα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Η παιδεία και ο πολιτισμός υποτάσσονται όλο και πιο ασφυκτικά στον θρησκευτικό φανατισμό. Τα παιδιά σε ορισμένες περιπτώσεις φοιτούν σε ιεροδιδασκαλεία, έχουν ως μοναδικό βιβλίο το Κοράνι, ενώ η φοίτηση των κοριτσιών σε μικτά σχολεία (ακόμη και δημοτικά) απαγορεύεται. Ακόμη και οι αντιθέσεις δεν προσδιορίζονται με τον πολιτικό, αλλά με τον θρησκευτικό χαρακτήρα τους (για παράδειγμα Σουνίτες, Σιίτες). Η θρησκεία δεν είναι απλώς στοιχείο προσδιοριστικό της εθνικής συνείδησης, αλλά αρχή και βάση της οργάνωσης της κοινωνίας στο σύνολό της.
Θρησκεία και πολιτική
Oι φονταμενταλιστές κάθε δόγματος ενισχύονται και επιδιώκουν τη θρησκευτικοποίηση της κοινωνίας, την επιβολή, δηλαδή, της θρησκείας ως καθοριστικού παράγοντα της κοινωνικής ζωής. Αυτή η τάση παρατηρείται στο λόμπι των ευαγγελιστών στις ΗΠΑ, που είναι πανίσχυρο και σαφώς επηρεάζει τις αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας, ακόμη και στα πιο σημαντικά ζητήματα. Στο Ισραήλ καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν τα κόμματα του ορθόδοξου Ιουδαισμού, τα οποία θρησκειοποιούν την κοινωνία και τις κυβερνήσεις σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο θρησκευτικός φανατισμός και η εμπάθεια να κυριαρχεί στην πολιτική και κοινωνική ζωή και, να οδηγεί στην παραβίαση, με ευρεία λαϊκή συναίνεση, των στοιχειωδών εθνικών και ατομικών δικαιωμάτων. Το Ιρανικό καθεστώς έχει εγκαθιδρύσει δύο παράλληλες εξουσίες, την κρατική-πολιτική και την ισλαμική-θρησκευτική, με σαφή υπεροχή της δεύτερης έναντι της πρώτης όπως ρητά δηλώνεται στον τίτλο του κράτους «Ισλαμική Δημικρατία του Ιράν». Άγριος σκοταδισμός κυριαρχεί στα αυστηρά Ισλαμικά καθεστώτα, με προεξέχουσα τη Σαουδική Αραβία, την Υεμένη, τα Εμιράτα κ.α. Ακραία θρησκευτικοποίηση παρατηρείται και σε καθεστώτα με εθνικοαπελευθερωτικές παραδόσεις ή και «σοσιαλιστική» ρητορική, όπως οι «Αδελφοί μουσουλμάνοι» της Αιγύπτου, το Ισλαμικό κόμμα στην Τυνησία, που υλοποίησαν τις μαγαλειώδεις λαϊκές εξεργέσεις, για να επιβάλουν την ισλαμική ιδεολογία τους στην κοινωνία πραγματοποιώντας πολιτικά κομπρεμί με τα δικτατορικά καθεστώτα Μουμπάρακ και Μπεν Αλί, καταστέλλοντας με άγρια βία τις νέες εξεργέσεις, υποκινώντας επιθέσεις στους Χριστιανούς κόπτες, ενισχύοντας τη σαρία και την μπούρκα. Άγριος σκοταδισμός επικρατεί στο Αφγανιστάν, όπου η πολεμική αντιπαράθεση, έχει και σαφές θρησκευτικό χρώμα, ενώ τα μόνα σχολεία είναι τα ιεροδιδασκαλεία στα οποία μόνο το Κοράνι διδάσκονται, ενώ δεν επιτρέπεται η φοίτηση κοριτσιών. Η μπούρκα είναι αυστηρά υποχρεωτική. Στο κοσμικό καθεστώς της Κεμαλικής Τουρκίας, ισχυρή είναι πλέον η παρουσία του Ισλαμισμού στο κομματικό σύστημα, ενώ εντείνονται οι περιορισμοί στην εμφάνιση και δημόσια παρουσία και δράση των γυναικών. Σε δολοφονικές και τρομοκρατικές ενέργειες σε αυξανόμενο βαθμό προβαίνουν και οι σιχ της Ινδίας.
Ένα πολιτικό και ηθικό αντιμοντερνισμό (όπως η απαγόρευση χρήσης προφυλακτικών, αν και στην Αφρική το AIDS έχει προσλάβει μορφή επιδημίας) προβάλλει η Καθολική Εκκλησία ενώ στην ανατολική Ευρώπη προωθεί τον καθολικισμό ως κοσμοθεωρία και τρόπο αντιμετώπισης των αντιξοοτήτων, με όχημα την ψευδο-ορθόδοξη Ουνία. Στην Ελλάδα και στις σλαβικές χώρες η ορθοδοξία συναιρώντας την ηττημένη σοσιαλιστική ιδεολογία αλλά και τον παραδοσιακό εθνικισμό και την εχθρότητα προς τη Δύση αναπτύσει τον αντδυτικισμό όπου γνωρίζει έξαρση στα πλάισια του γερμανικού επεκτατισμού.
Αντιδραστικός εθνικο-θρησκευτισμός
Στην Ελλάδα την παραδοσιακή μορφή φανατισμού εκπροσωπούν οι παραθρησκευτικές οργανώσεις (με ισχυρότερη τη Ζωή). Παρά την οργανωτική τους ισχύ, τον πουριτανισμό τους, τις διασυνδέσεις με τα κρατικοπολιτικά κέντρα (ισχυρός ήταν ο ομφάλιος λώρος με το καθεστώς της 21 Απριλίου) δεν απέκτησαν ισχυρή λαϊκή επιρροή και βρίσκονται σε σαφή κατιούσα πορεία.
Ο τυπολατρικός ευσεβισμός των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων αν και εξακολουθεί να επηρεάζει την ιεραρχία της Εκκλησίας, σαφώς υποχωρεί, ενώ ενισχύεται η νεοορθοδοξία ως «θεολογία του προσώπου» με μια μυστικιστική αντίληψη προσωπικής επικοινωνίας και σχέσης με το θείο. Ενισχύεται ως εθνικοθρησκευτική αντίληψη, γιατί ώς συγκροτημένη κίνηση έχει αποδυναμωθεί, και κυρίως πλέον ως αντιδυτικισμός, στον οποίο αντιπαραθέτει την εξιδανικευμένη «καθ’ ημάς Ανατολή». Η ορθοδοξία αποτελεί απ’ την εποχή του ελληνικού διαφωτισμού βασικό συστατικό της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Αυτή η σύνθεση δημιουργεί τον συντηρητικό, αμυντικό, εσωστρεφή χαρακτήρα της εθνικοθρησκευτικής ιδεολογίας του ελληνικού κράτους και της ιδεολογίας. Η οποιαδήποτε απόπειρα εκσυγχρονισμού και εμπλουτισμού αυτής της εθνικοθρησκευτικής συνείδησης με νεωτερικές προοδευτικές αντιλήψεις, με κριτήριο τον πολιτισμό έναντι της καταγωγής (Έλληνες είναι όσοι μετέχουν της ελληνικής παιδείας – Ισοκράτης) αντιμετωπίζεται ως διασάλευση και υπονόμευση της εθνικής συνείδησης, ως προδοσία που οδήγησε χιλιάδες αγωνιστές στα στρατοδικεία…
Αυτός ο αντιδραστικός εθνικο-θρησκευτισμός διαπερνά το κράτος και το συνδέει με την εκκλησία. Άλλο ζήτημα: Η σύμπλεξη θρησκευτικής-ανορθολογικής διδασκαλίας με την ορθολογική-επιστημονική παιδεία δημιουργούν άλυτα οξύμωρα που υπονομεύουν την πνευματική συγκρότηση του νέου. Απ’ τη μία, ο νέος γίνεται δέκτης επιστημονικών γνώσεων σ’ όλα τα πεδία του επιστητού. Απ’ την άλλη, γίνεται δέκτης μεταφυσικών και ανορθολογικών αντιλήψεων για τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου απ’ τον θεό. Αυτές οι αντιλήψεις είναι διαμετρικά αντίθετες και ασύμβατες, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες σύγκλισης πίστης και επιστήμης.
Γενικότερα το πρόβλημα σύμπλεξης κράτους-εκκλησίας αποστερεί απ’ το άτομο το δικαίωμα της ελευθερίας συνείδησης. Ο αμυντικός και ανορθολογικός χαρακτήρας της εθνικοθρησκευτικής συνείδησης «άστραψε και βρόντηξε» υπό τη σκέπη του λάβαρου της Επανάστασης, όταν ο εκσυγχρονιστής Σημίτης (για τους δικούς του λόγους) επιχείρησε να διαγράψει το θρήσκευμα απ’ την αστυνομική ταυτότητα και επίσης λόγω της άμβλυνσης όντως των εθνικών, κοινωνικών, πολιτικών αντιθέσεων στο βιβλίο της Ρεπούση. Ο εθνικοθρησκευτικός συντηρητισμός δίνει λαβή στην Χρυσή Αυγή να εμφανίζεται ως υπέρμαχος της Ορθοδοξίας, των ιερών και οσίων του έθνους. Γι’ αυτό, πρωταγωνίστησε στα επεισόδια στο θέατρο που παιζόταν το θεατρικό έργο Corpus Christi, επιχειρώντας να ματαιώσει τις παραστάσεις. Αρχικά, κέρδισε την επιδοκιμασία ορισμένων, ακροδεξιών κυρίως, ιεραρχών. Ο απροκάλυπτος όμως παγανισμός της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής και ο κτηνιώδης ρατσισμός της, που είναι διαμετρικά αντίθετος με το ανθρωπιστικό κήρυγμα του Χριστού, μετέστρεψαν το κλίμα και ώθησαν τους περισσότερους ιεράρχες στην αποδοκιμασία των απόψεων της Χ. Αυγής. (Καταδίκασε τις απόψεις τους ακόμη και ο υπερσυντηρητικός Σεραφείμ Πειραιώς, που φωτογραφιζόταν μαζί τους).
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά στο φάσμα μιας επαναθρησκειοποίησης, μιας «επαναμάγευσης» του κόσμου, που είχε σε μεγάλο βαθμό «απομαγευθεί» απ’ την εκρηκτική ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνικής, απ’ το αριστερό όραμα μιας δίκαιης, ορθολογικής κοινωνίας των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών. Το ζήτημα δεν είναι απλώς η επάνοδος του θεού στην κορυφή της ιδεολογικής πυραμίδας του καπιταλισμού. Είναι η επέλαση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού που κουβαλάει στα κιτάπια του τα ιδεολογικά όπλα της απάτης και αυταπάτης, της υποβολής και της μαγείας, του φόβου και της απειλής, του μυστικισμού, του ανορθολογισμού, του σκοταδισμού…