Γράφουν:
Γιώτα Ιωαννίδου
Αιμιλία Τσαγκαράτου
Την Τετάρτη 15 Μαΐου στο ξενοδοχείο «Τιτάνια», στη γενική συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ, έγινε ένα πρωτοφανές πολιτικό και συνδικαλιστικό πραξικόπημα, που θα μείνει στις μαύρες σελίδες του εργατικού κινήματος. Παρά και ενάντια στην –εκφρασμένη με συντριπτικές πλειοψηφίες μέσα από τις Γενικές Συνελεύσεις των ΕΛΜΕ– θέληση των καθηγητών για απεργία διαρκείας από τις 17 Μαΐου, αποφασίστηκε η αναστολή της με απόφαση των ΔΑΚΕ – ΠΑΣΚΕ – ΣΥΝΕΚ (παρατάξεις της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ αντίστοιχα). Η διαδικασία η οποία δρομολογήθηκε, επίσης πρωτοφανής στα συνδικαλιστικά χρονικά, ήταν το «σπάσιμο» της τελικής ψηφοφορίας σε δύο μέρη, όπου ενώ στο πρώτο οι πρόεδροι ψήφιζαν με βάση τις αποφάσεις των συνελεύσεών τους, δηλαδή «ναι» στην απεργία διαρκείας, ταυτόχρονα καλούνταν να ψηφίσουν στο ερώτημα «αν υπάρχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις για την υλοποίησή της»! Στην πρώτη ψηφοφορία από τις 85 ΕΛΜΕ, 78 ψήφισαν «ναι», 4 «κατά» και 3 λευκά, ενώ στη δεύτερη 18 ψήφισαν «ναι», ότι υπάρχουν δηλαδή «οι όροι και οι προϋποθέσεις» για την απεργία, 9 «όχι» και 57 λευκό!
Έτσι προκρίθηκε να κλείσει ένα μεγάλο ρήγμα που άνοιξε στην ελληνική κοινωνία, φέρνοντας στο προσκήνιο την οργή και την ελπίδα και έπαιρνε πια διαστάσεις, με απρόβλεπτες συνέπειες για την κυβέρνηση και την πολιτική της. Μέσα σε λίγες ημέρες και με τα σχολεία κλειστά, περίοδο που όχι τυχαία διάλεξε η κυβέρνηση για να κορυφώσει τη λυσσαλέα επίθεσή της και με την ολιγωρία του ΔΣ της ΟΛΜΕ να καταλήξει σε οριστική πρόταση προς τις Γενικές Συνελεύσεις, οι εκπαιδευτικοί μπόρεσαν να ξεπεράσουν πολλά εμπόδια. Σήκωσαν σε δύσκολες συνθήκες (εξετάσεις) το γάντι της αναμέτρησης, αντί να τις χρησιμοποιήσουν σαν άλλοθι παραίτησης από αυτήν. Σε συνθήκες κρίσης και προελαύνοντος κοινωνικού κανιβαλισμού, επέλεξαν να μην πουλήσουν τα πρώτα θύματα – συναδέλφους τους, της επιδίωξης των 150.000 απολύσεων στο Δημόσιο. Σηκώθηκαν όρθιοι απέναντι σ’ αυτούς που θέλησαν να χρησιμοποιήσουν σαν ασπίδα τους μαθητές και τις αγωνίες τους, για να μείνουν στο απυρόβλητο. Θέλησαν με τον αγώνα τους να στήσουν ξανά στα πόδια τους τις έννοιες της αξιοπρέπειας και του αγώνα, γι’ αυτούς και τα «παιδιά τους». Όταν οι άλλοι τους έσφιγγαν στη μέγγενη της αγωνίας των εξετάσεων, του βασιλείου των μαύρων αυτοκόλλητων και εκβίαζαν για να τους υποτάξουν, τους είπαν ότι μπορούν κι αλλιώς. Ιδίως μετά την προληπτική επιστράτευση, γέννησαν προσδοκίες κι ελπίδες στην κοινωνία, αποτελώντας τον καθρέφτη του θυμού και της απόγνωσής της. Ξαναανακάλυψαν τη συλλογική δύναμή τους και την αλληλεγγύη των γενικών συνελεύσεων.
Ένα γεγονός που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί
Την Τρίτη 14 Μαΐου, οι αίθουσες και τα αμφιθέατρα των σχολείων που γίνονταν οι Γενικές Συνελεύσεις των καθηγητών αποδείχθηκαν πολύ μικρές. Όχι μόνο επειδή δεν χωρούσαν οι εκπαιδευτικοί ως φυσική παρουσία. Αλλά επειδή η συζήτηση, ο προβληματισμός, η ένταση και η διάθεση για απόφαση και μάχη ξεπερνούσαν κατά πολύ τα στενά όρια των τοίχων των σχολείων τους.
Οι πάνω από 20.000 εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας που παραβρέθηκαν και ψήφισαν στις γενικές συνελεύσεις των ΕΛΜΕ –κάτι που είχε να γίνει εδώ και πολλά χρόνια– καταλάβαιναν ότι δεν πάνε για «μία από τα ίδια».
Από τη μια η επίγνωση της ανάγκης για σκληρή αντιπαράθεση και σύγκρουση με την κυβερνητική πολιτική των απολύσεων, των αυθαίρετων μετακινήσεων, των συγχωνεύσεων των σχολείων, της οικονομικής και επαγγελματικής εξαθλίωσης των εκπαιδευτικών, της διάλυσης συνολικά του δημόσιου σχολείου και από την άλλη η οργή για την «προληπτική» πολιτική επιστράτευσή τους, τους οδήγησε εκεί για να εκφράσουν την οργή τους που συναντιόταν με τη δυνατότητα της συλλογικής αντίστασης και της ανατροπής.
Το Προεδρικό Διάταγμα για την αύξηση του ωραρίου τους και τις υποχρεωτικές μετακινήσεις ήταν απλά η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι μιας υπόκωφης οργής που καιρό τώρα σιγόβραζε στα σχολεία.
Ταυτόχρονα, η λυσσαλέα επίθεση όλων των καθεστωτικών μέσων ενάντια στους καθηγητές –από τους «τεμπέληδες και κοπανατζήδες» μέχρι τους «παιδεραστές καθηγητές του αίσχους» του Πρώτου Θέματος της περασμένης Κυριακής– έθεσε το θέμα όχι μόνο της υπεράσπισης των εργασιακών τους δικαιωμάτων και του δημόσιου σχολείου, αλλά και της αξιοπρέπειάς τους. Ένιωθαν την ανάγκη αλλά και την υποχρέωση να φωνάξουν δυνατά ότι αν το δημόσιο σχολείο στέκεται όρθιο αυτή τη στιγμή, στέκεται χάρη σε αυτούς.
Οι εκπαιδευτικοί ένιωσαν λοιπόν ότι η εισήγηση της ΟΛΜΕ για απεργία διαρκείας αντιστοιχούσε με τη βιαιότητα της επίθεσης και την ανάγκη για αποφασιστικό αγώνα με χαρακτήρα σκληρής σύγκρουσης τώρα. Και αυτό έγινε σε όλες τις ΕΛΜΕ, σε όλη τη χώρα.
Αρκετές συνελεύσεις στην επαρχία (όπως στην Άρτα, στην Πάτρα, στην Καρδίτσα και αλλού) μετατράπηκαν μετά το τέλος τους σε διαδηλώσεις, όπου οι εκπαιδευτικοί ενώθηκαν και με άλλους εργαζόμενους. Στην Ηλεία έγινε συμβολικό κάψιμο των φύλλων επιστράτευσης, ενώ στο Ναύπλιο οι αστυνομικοί παρέδιδαν τα φύλλα πορείας μέσα στη συγκέντρωση!
Στη Χίο, έκπληκτοι οι καθηγητές που συμμετείχαν στη συνέλευση της ΕΛΜΕ, είδαν τους αστυνομικούς να προσπαθούν να παραδώσουν τα φύλλα πορείας μέσα στην αίθουσα της συνέλευσης!
Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις που δόθηκαν μέσα στις αίθουσες, μπροστά στους μαθητές, που εκείνη τη στιγμή δήλωναν ότι συμπαραστέκονται στους καθηγητές τους.
Όπως βέβαια ήταν φυσικό, στις συνελεύσεις υπήρχε ένα πλήθος προσεγγίσεων και προβληματισμών. Είναι πρωτοφανές ότι για πρώτη φορά κλάδος εργαζομένων αντιμετώπιζε πολιτική επιστράτευση πριν και όχι κατά τη διάρκεια μιας απεργίας.
Ανοίχτηκε λοιπόν όλη η «βεντάλια» των απόψεων: Από την ανάγκη να παρθεί η απόφαση για την απεργία και να στηριχθεί πραγματικά, με ουσιαστικά μέτρα για την υλοποίηση και την περιφρούρησή της παρά και ενάντια στην επιστράτευση· από τη δυνατότητα ή μη των εκπαιδευτικών σε αυτή τη συγκυρία να αντιπαρατεθούν συνολικά με τις πολιτικές της τρόικας, της κυβέρνησης και της ΕΕ· από την ανάγκη των κοινωνικών συμμαχιών, το ρόλο της ΟΛΜΕ και την κατάσταση του εργατικού κινήματος· από το περιεχόμενο και τα αιτήματα της πάλης, για το σχολείο και την εκπαίδευση συνολικότερα.
Συνυπήρχε η διαπίστωση και η έκφραση της ανάγκης για αποφασιστική σύγκρουση με την ταλάντευση και το φόβο.
Η επιτακτική ανάγκη συμπόρευσης με το υπόλοιπο εργατικό κίνημα εκφραζόταν αρχικά με τη θερμή υποδοχή των καθηγητών, των ομιλιών των εκπροσώπων από τους συλλόγους των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης που δήλωναν συστράτευση σε κοινό αγώνα.
Η διεξαγωγή όλης αυτής της συζήτησης, με τα δεδομένα της πολιτικής επιστράτευσης, την απεργοσπαστική απόφαση της ΑΔΕΔΥ, τη λυσσαλέα αντιστράτευση του ΠΑΜΕ και τη δήλωση του προέδρου της ΟΛΜΕ (ΔΑΚΕ) ότι πρέπει να γυρίσουμε πίσω με ψηλά το κεφάλι, δίνει ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα στις αποφάσεις των καθηγητών, που κατά χιλιάδες σήκωναν τα χέρια τους υπέρ της πρότασης για τη συγκεκριμένη απεργία.
Και όποια κι αν ήταν η προσέγγιση, ένα γεγονός δεν μπορεί να αμφισβητηθεί: Ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων υπερψήφισε την πρόταση. Η πρόταση του ΠΑΜΕ για 48ωρη απεργία στις 16 και 17 με ολομέλεια προέδρων στις 18, έπαιρνε στην καλύτερη περίπτωση τις ψήφους των μελών του και του στενού περίγυρού του. Από τις 85 ΕΛΜΕ, οι 78 ψήφισαν υπέρ της απεργιακής πρότασης, με μόνο 4 κατά και 3 λευκά.
Το τι θα γινόταν στις συνελεύσεις της Τρίτης ήδη διαφαινόταν από τη Δευτέρα, πρώτη μέρα με τα σχολεία ανοιχτά μετά τις διακοπές του Πάσχα. Έντονες οι συζητήσεις στους συλλόγους διδασκόντων, ενώ την ίδια μέρα το απόγευμα διοργανώθηκαν στην Αθήνα αλλά και σε όλες σχεδόν τις μεγάλες επαρχιακές πόλεις μεγάλα συλλαλητήρια ως πρώτη απάντηση απέναντι στην επιστράτευση των εκπαιδευτικών. Στην Αθήνα, εκπαιδευτικοί ντυμένοι στο «χακί» με ένα αυτοσχέδιο τανκ μπήκαν μπροστά στην πορεία που από τα γραφεία της ΟΛΜΕ κατέληξε στο Σύνταγμα. Μαζί και πολλοί εργαζόμενοι που με αποφάσεις των σωματείων τους βρέθηκαν στη συγκέντρωση.
Από τις πρώτες μέρες ανακοίνωσης για την απεργία διάρκειας, ξεκίνησε και η μεγάλη προσπάθεια ενεργοποίησης του «κοινωνικού αυτοματισμού» που απ’ ό,τι φαίνεται δεν λειτούργησε στο βαθμό που θα ήθελε η εξουσία.
Έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι η ατζέντα της συζήτησης μετατοπίστηκε από την «ευφορία» του Σαμαρά και του Στουρνάρα για το «φως στο βάθος του τούνελ» και την «ανάπτυξη» που τώρα «στρίβει στη γωνία» και τα φασιστικά παραληρήματα του Δένδια και της Χρυσής Αυγής, στο πραγματικό ερώτημα που τίθεται όχι μόνο στους εκπαιδευτικούς αλλά σε όλους τους εργαζόμενους:
Την επίθεση στα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα, τη διάλυση οποιουδήποτε δημόσιου και κοινωνικού αγαθού και το δικαίωμα των εργαζομένων και των εκπαιδευτικών να διεκδικούν και να αγωνίζονται με τον τρόπο που αποφασίζουν οι ίδιοι ενάντια στο Μεσαίωνα που έχει επιβληθεί. Σωματεία στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συλλογικότητες, σύλλογοι γονέων και μαθητικά συμβούλια δήλωναν τη συμπαράστασή τους στον αγώνα των καθηγητών.
Φαινόταν να διαμορφώνεται ένα ρεύμα στήριξης και συμπόρευσης με την απεργία, παρά και ενάντια στις κραυγές των φερέφωνων του συστήματος μέσα από τα ΜΜΕ.
Στο διαδίκτυο δημοσιεύονταν δηλώσεις μαθητών και αποφάσεις 15μελών μαθητικών συμβουλίων που έθεταν τα πραγματικά ερωτήματα πέρα από το «ιερό δικαίωμα της συντριβής στις μυλόπετρες των πανελλαδικών», όπως εύστοχα έγραφε ένα καθηγητής: την αντίσταση απέναντι σε μια πολιτική που συνθλίβει το μέλλον τους.
Όπως χαρακτηριστικά γράφει το 15μελες του 1ου Λυκείου Ηγουμενίτσας, «ο αγώνας των καθηγητών μας είναι αγώνας για δημόσια και δωρεάν παιδεία ενάντια στις περικοπές των δαπανών που επιβάλλουν αυτοί που μας κυβερνούν.
Είναι αυτοί που μας θέλουν χωρίς μέλλον, άνεργους, με χαμηλής ποιότητας μόρφωση. Είναι αυτοί οι ίδιοι που θέλουν τους καθηγητές μας με σκυμμένο το κεφάλι, με χαμηλούς μισθούς, να δουλεύουν ως τα βαθιά τους γεράματα …
Είναι αυτοί που μας στέρησαν την ενισχυτική διδασκαλία, που άφησαν πέρσι τα σχολεία χωρίς βιβλία και φέτος χωρίς θέρμανση …
Είναι αυτοί που κάθε φορά που κάνουμε κινητοποιήσεις και καταλήψεις μας αποκαλούν αλήτες και γενικά χωρίς ιδανικά».
Οι εικόνες λοιπόν που ζήσαμε σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα αλλά τόσο συμπυκνωμένο από τη σκοπιά των εξελίξεων και της πολιτικής του σημασίας, ήταν εικόνες από το μέλλον μιας μεγάλης αναμέτρησης που υπερβαίνει τα όρια των καθηγητών. «Στο καθετί υπάρχει μια ρωγμή και από ‘κει μπαίνει το φως», λέει ο στίχος του Λέοναρντ Κοέν.
Και αυτήν ακριβώς τη ρωγμή στο σκοτάδι της υπεραντιδραστικής πολιτικής ενός σύγχρονου μεσαίωνα προσπάθησαν να ανοίξουν οι καθηγητές, να την κάνουν ρήγμα που πιθανά θα ήταν η απαρχή μιας συνολικής σύγκρουσης και αντιπαράθεσης.
Ο φόβος ήταν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Γι’ αυτό και επιστράτευσαν θεούς και δαίμονες για να καταστείλουν την απεργία πριν ακόμα ξεκινήσει. Η αναμέτρηση όμως είναι μπροστά.
Το μεγάλο «Ναι» των συνελεύσεων σβήστηκε από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία
Πώς έγινε και υπάρχει απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των προέδρων για απεργία χωρίς απεργία»; Αναρωτιόντουσαν πολλοί εκπαιδευτικοί την επόμενη ημέρα στα σχολεία αλλά και στις συνελεύσεις και τις συγκεντρώσεις αρκετών ΕΛΜΕ, που είχαν προγραμματιστεί για να εκτιμήσουν και να πάρουν μέτρα για την υλοποίηση της απόφασής τους.
Η απάντηση του ερωτήματος αυτού, αφορά την απάντηση του κρίσιμου ερωτήματος που ορθώνεται μπροστά σε όλους τους εργαζόμενους για το αν μπορεί τελικά με τους αγώνες τους να ανατρέψουν την πολιτική κυβέρνησης, ΕΕ, ΔΝΤ.
Η στάση των πολιτικών δυνάμεων, στην πράξη κι όχι στα λόγια, υπονομεύει ή ενισχύει την απάντηση αυτού του ερωτήματος.
Η στάση των κυβερνητικών συνδικαλιστών (ΔΑΚΕ – ΠΑΣΚΕ) δεν θα μπορούσε να αναιρέσει την προηγούμενη τακτική τους, διάλυσης της αγωνιστικότητας του κλάδου. Διατυπώθηκε από την πρώτη στιγμή, όταν ανακοινώθηκε η χουντικής έμπνευσης προληπτική επιστράτευση.
Η σύγκρουσή τους με τα κόμματα και την πολιτική της κυβέρνησής τους, που υποδαυλίστηκε από το φόβο του πολιτικού κόστους μπροστά στα βάρβαρα μέτρα που ανακοινώθηκαν, είχε ένα όριο: τη βιωσιμότητα αυτής της κυβέρνησης. Η ανακοίνωση της υποχώρησης με «ψηλά το κεφάλι», διακηρύχτηκε από την πρώτη στιγμή.
Το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ αντιτάχθηκαν στην επιδίωξη αποφασιστικού αγώνα, ξετυλίγοντας μια λυσσαλέα επίθεση ενάντιά του. Δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν γι’ αυτό τα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας, αυτά του κοινωνικού αυτοματισμού, συμμαχώντας με την κυβερνητική επίθεση μέσα από τα πάνελ των ΜΜΕ. Εισπράττοντας τα αποτελέσματα αυτής της στάσης τους με την καταψήφιση της πρότασής τους (ψηφίστηκε μόλις σε 2 ΕΛΜΕ), υιοθέτησαν τη στάση του υπονομευτή, ψηφίζοντας στην εκτελεστική επιτροπή της ΑΔΕΔΥ, μαζί με τη ΔΑΚΕ και την ΠΑΣΚΕ, απεργία την Τρίτη, ημέρα των Γενικών Συνελεύσεων. Μετά την υποχώρηση των ΔΑΚΕ, ΠΑΣΚΕ, ΣΥΝΕΚ (ΣΥΡΙΖΑ), το ΠΑΜΕ καταγγέλλει την απαίτηση κήρυξης απεργίας την Παρασκευή από ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, στην ανακοίνωσή του.
Την ίδια στιγμή που κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ, ταυτίζεται με τη στάση του, λέγοντας ότι η απόφαση των Γενικών Συνελεύσεων για απεργία ήταν καταδίκη της πολιτικής επιστράτευσης αλλά τα δύο τρίτα των αποφάσεων είχαν πολλούς αστερίσκους, ώστε να την εννοούν κιόλας.
Και το χειρότερο απ’ όλα, αντί να υπερασπίσει τις αγωνιστικές διαθέσεις του κόσμου, αναπτύσσοντάς τις, δίνει στο ξεπούλημα της ΟΛΜΕ μεγαλύτερη δύναμη. Υπογραμμίζει την επιδίωξή της να κλείσει οριστικά την αγωνιστική ρωγμή που άνοιξε, μιλώντας για ακύρωση των αγωνιστικών διαθέσεων και εξορίζοντας την απάντηση στο ερώτημα της αναμέτρησης με τους υπαρκτούς κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, από το καμίνι της πάλης, στη «μάχη των πολιτικών συμπερασμάτων», με ολέθρια αποτελέσματα και για τα δύο.
Στο ερώτημα όμως, ποιος έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο για την ακύρωση της εντολής των Γενικών Συνελεύσεων, η απάντηση είναι: Η πολιτική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ και όσοι από τα μέλη του διάλεξαν να πειθαρχήσουν σ’ αυτή.
Η νέα πραξικοπηματική πρόταση του ΔΣ της ΟΛΜΕ για αναστολή της απεργίας, έχει την υπογραφή των παρατάξεων ΔΑΚΕ, ΠΑΣΚΕ, ΣΥΝΕΚ, όσο κι αν προσπαθεί να καλυφθεί πίσω από το φερετζέ του λευκού ή της διαδικασίας. Αν μια τέτοια διαδικασία υιοθετηθεί από το συνδικαλιστικό κίνημα, θα ωχριά μπροστά στο άρθρο 4 και την όποια προσπάθεια αναίρεσης αποφάσεων γενικών συνελεύσεων των εργαζόμενων, αφού το ζήτημα των προϋποθέσεων υλοποίησης μιας κινητοποίησης θα επαφίεται στις εκτιμήσεις της σοφής ηγεσίας, στο όνομα μάλιστα της προστασίας τους.
Από τις στήλες της εφημερίδας είχαμε διατυπώσει σε προηγούμενο φύλλο ότι μένει η έμπρακτη στήριξη της απεργίας –που μετά από πολλές αρνήσεις και ταλαντεύσεις διατυπώθηκε από το ΣΥΡΙΖΑ– με πρωτοβουλίες κινητοποίησης στο εργατικό και μαζικό κίνημα, ξεκινώντας από τα σωματεία του δημόσιου τομέα, ιδίως μπροστά στην απειλή της επιστράτευσης.
Δυστυχώς τελικά έγινε ακριβώς το αντίθετο. Και τι ειρωνεία, στην ανακοίνωσή τους τα ΣΥΝΕΚ, καταλήγουν στο ίδιο «διά ταύτα» με το ΠΑΜΕ. Η διαμόρφωση των όρων και των προϋποθέσεων για τη συνέχιση του αγώνα, παραδίδεται στη συζήτηση και ανάδειξη των προβλημάτων με γονείς, τοπικούς φορείς κ.λπ., εκτός της διεξαγωγής της αγωνιστικής αναμέτρησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ που ζητά να πάρει λαϊκή εντολή για να αναμετρηθεί με τα μνημόνια, δεν μπόρεσε καν να μεταφέρει την εντολή που πήρε από τις Γενικές Συνελεύσεις των καθηγητών.