¨Αννα Μπαχτή πρόεδρος Ε‘ ΕΛΜΕ Ανατολικής Αττικής, μέλος των Παρεμβάσεων
Το να ρίχνει κάποιος το ανάθεμα στους άλλους, τους κακούς, δεν έχει και μεγάλη σημασία αν δεν γίνεται από τη σκοπιά του ερωτήματος: Οι καλοί μπορούν να νικήσουν; Στη στάση ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ αποτυπώνεται η αντίληψη που περιορίζει το εργατικό κίνημα στα όρια της απλής διαμαρτυρίας και στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού δρόμου, χωρίς σύγκρουση για την ανατροπή.
Συνέντευξη στον Μάκη Γεωργιάδη
– Μα πώς γίνεται το 92% να ψηφίζει απεργία στη Γενική Συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ και απεργία να μη βγαίνει; Ανικανότητα ή πούλημα;
– Σαφώς πρόκειται για πολιτική επιλογή, ανεξάρτητα με τον τρόπο που επιλέχθηκε να μεθοδευτεί. Το ΠΑΜΕ αρνήθηκε την έναρξη, οι ΔΑΚΕ και ΠΑΣΚΕ σάλπισαν την υποχώρηση και ο ΣΥΡΙΖΑ τους διευκόλυνε να κλείσουν την πόρτα. Όμως πριν από αυτό, υπάρχει ένα ερώτημα που ταλανίζει τον κόσμο που ύψωσε σημαίες σύγκρουσης απέναντι στα λάβαρα της πολιτικής κυβέρνησης, ΕΕ, ΔΝΤ, αλλά και όσους σκέφτονται να αντισταθούν κάτω από το βάρος άμεσων ερωτημάτων επιβίωσης τους. Μπορούμε; Η συζήτηση και κριτική των επιλογών και της στάσης των πολιτικών δυνάμεων έχει σημασία, αν βοηθά στην απάντηση αυτού του ερωτήματος. Το να ρίχνει κάποιος το ανάθεμα στους άλλους, τους κακούς, δεν έχει και μεγάλη σημασία αν δεν γίνεται από τη σκοπιά του ερωτήματος αυτού. Οι καλοί μπορούν να νικήσουν; Αυτό είναι το βαθύτερο ερώτημα του κόσμου. Η λογική που πλειοδοτεί στο ξεπούλημα και ήταν το «non paper» της επόμενης ημέρας για τα ΜΜΕ, δεν γινόταν από συμπαράσταση προς τους καθηγητές αλλά ήθελε να στείλει ένα σαφές μήνυμα. Από τη μια η κυβέρνηση με τις επιστρατεύσεις κι από την άλλη οι πουλημένοι συνδικαλιστές. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την απογοήτευση και την αποστράτευση.
– Τι φοβήθηκε αλήθεια η κυβέρνηση και προχώρησε σε προληπτική πολιτική επιστράτευση; Δεν ήξερε ότι αυτό θα δημιουργήσει μεγαλύτερη οργή;
– Κοιτάξτε, είχαμε κάποια νέα δεδομένα σ’ αυτή την αναμέτρηση που ωρίμαζε. Οι αντίπαλοι, η κυβέρνηση, ο δικός μας εργοδότης, και το αστικό πολιτικό μπλοκ εξουσίας από τη μια και οι εργαζόμενοι καθηγητές από την άλλη, βρέθηκαν σε μια πιο προωθημένη αναμέτρηση, σε σχέση με όσες εξελίχθηκαν το αμέσως προηγούμενο διάστημα. Η οξύτητα της επίθεσης δημιουργούσε από μόνη της τεράστια οργή. Πράγμα που ανάγκασε και τις κυβερνητικές παρατάξεις, να συρθούν και να ψηφίσουν αποφασιστικό αγώνα. Επιπλέον, οι εκπαιδευτικοί είναι 85.000 από άκρη σε άκρη στην Ελλάδα και σε ένα χώρο που τους επιτρέπει να επικοινωνούν πιο άμεσα με την κοινωνία και κυρίως το εύφλεκτο κοινωνικό κομμάτι της νεολαίας. Γι’ αυτό και λοιδορήθηκαν τόσο πολύ από τα ΜΜΕ. Παρόλ’ αυτά, ένα κομμάτι της κοινωνίας φάνηκε να ακουμπάει τις ελπίδες του πάνω σ’ αυτό τον αγώνα. Μια αγωνιστική σπίθα στον κάμπο μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Κι επιπλέον, η πολιτική επιστράτευση όχι απλά ήρθε γρήγορα, αλλά προϋπήρξε, με στόχο να μην αφήσει καν τον αγώνα να ξεκινήσει. Η κυβέρνηση σκέφτηκε ότι εάν διαμορφωνόταν μια κατάσταση, ίσως να μην μπορούσε να την ελέγξει.
– Ναι, αλλά υπήρχαν προϋποθέσεις για τέτοιο αγώνα, με δεδομένες τις εξετάσεις, το ερώτημα της απόλυσης λόγω επιστράτευσης και την κατάσταση του εργατικού κινήματος; Αυτά τα ερωτήματα δεν απασχόλησαν τον κόσμο στις Γενικές Συνελεύσεις;
– Θα ήταν εκτός πραγματικότητας αν κάποιος ισχυριζόταν πως οι καθηγητές που ψήφισαν απεργία δεν ταλαντεύονταν και δεν φοβούνταν. Τις Γενικές Συνελεύσεις δεν τις χαρακτήριζε ο ενθουσιασμός, αλλά η οργή και ο προβληματισμός. Όλοι κατανοούσαν πως αυτή η απόφαση τους οδηγούσε σε δύσκολα μονοπάτια που δεν τα είχαν περπατήσει, αλλά αποφάσιζαν τουλάχιστον να τα αντικρίσουν.
Όποιος θέλει να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι αυτά τα ερωτήματα τον ταλάνιζαν, όταν ανακοινώθηκαν τα πρώτα μέτρα για να ψηφιστούν Κυριακή των Βαΐων με το πολυνομοσχέδιο. Καταλάβαινε ακόμη κανείς ότι αν δεν αντιδρούσε με αγώνα αντίστοιχου μεγέθους της επίθεσης, κανέναν όρο και καμιά προϋπόθεση δεν θα μπορούσε να οικοδομήσει αργότερα. Η καλή ζωή είναι προτιμότερη από τον καλύτερο επικήδειο, έλεγε η γιαγιά μου.
– Πώς τα παραπάνω ερωτήματα καθόρισαν τη στάση των πολιτικών δυνάμεων;
– Η φυσιολογική αυτή ταλάντευση των συναδέλφων που ξαναανακάλυπταν τη συλλογική συζήτηση, έβαζε σε δοκιμασία τις πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς.
Σε τέτοιες στιγμές τα ερωτήματα απαντιούνται με τα κριτήρια που έχεις νομιμοποιήσει στην πολιτική σου σκέψη και δράση το προηγούμενο διάστημα. Και τελικά το βράδυ της Τετάρτης απαντήθηκαν με την αναστολή της απεργίας.
Η ταλάντευση αφορά κυρίως τις δυνάμεις της κοινοβουλευτικής Αριστεράς και της αντίληψής της για το εργατικό κίνημα. Συνεπώς, η απόφαση αυτή δεν ήταν ένα πολιτικό λάθος της στιγμής, αλλά κάτι πιο βαθύ και πιο μεγάλο.
Είναι η αντίληψη που περιορίζει το εργατικό κίνημα στα όρια των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων, της απλής διαμαρτυρίας χωρίς σύγκρουση για την ανατροπή και ο πολιτικός του ρόλος εντοπίζεται μόνο στον κοινοβουλευτικό δρόμο και την κάλπη ως λύση. Η αντίληψη αυτή δεν εμπιστεύεται τον κόσμο της εργασίας ως το πολιτικό υποκείμενο που θα αλλάζει κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, θα διαμορφώνει τις εξελίξεις μέσα από το δρόμο του αγώνα. Κι όταν οι εργαζόμενοι τολμούν και βγαίνουν στο προσκήνιο διεκδικώντας το ρόλο τους, τότε χρειάζεται να προστατευθούν για να μην καούν.
Οι αντιλήψεις αυτές στέρησαν τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς να πάρουν την υπόθεση του αγώνα στα δικά τους χέρια, να αναλάβουν μέσα από απεργιακές επιτροπές να διαχειριστούν και να περιφρουρήσουν τον αγώνα τους και να αποφασίσουν μόνοι τους μέσα από τις Γενικές Συνελεύσεις μέχρι πού θα φτάσουν. Γι’ αυτό την επόμενη μέρα της αναστολής, όπου έγιναν συνελεύσεις, οι καθηγητές ήταν οργισμένοι και απογοητευμένοι, γιατί άλλοι αποφάσισαν γι’ αυτούς χωρίς αυτούς.
– Ποιες ήταν οι ευθύνες της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας;
– Έχουμε κι εμείς τις ευθύνες μας. Δεν σχετίζεται αυτό με τις ψευδολογίες που εξαπολύουν από κοινού κυρίως ΔΑΚΕ, ΠΑΜΕ και ΣΥΝΕΚ. Είναι το γεγονός ότι ενώ επιμένουμε συνήθως για ένα καλό αγωνιστικό περιεχόμενο, ενώ υπερθεματίζουμε σε ριζοσπαστικές μορφές αγώνα, φαίνεται να υποτιμούμε ότι και τα δύο αυτά προϋποθέτουν άλλη οργάνωση του κόσμου και δεν μπορούν να υπηρετηθούν από τη γραφειοκρατία της ΟΛΜΕ. Αν είχαμε κατακτήσει ένα άλλο πραγματικό κέντρο αγώνα, δεν θα χρειαζόταν να ασκούμε πιέσεις στις εξωνημένες ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ.
Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ
Η πολιτική επιστράτευση σπάει μόνο με όρους σύγκρουσης
– Και τώρα τι, από δω και πέρα;
– Η αναμέτρηση δεν τελείωσε. Η κυβέρνηση περνά τα μέτρα μέσα στον Ιούνη. Την Παρασκευή, οι καθηγητές ένιωσαν στα σχολεία να είναι σε καθεστώς στρατιωτικού νόμου με καψόνια του Υπουργείου. Οφείλουμε να απαντήσουμε το ερώτημα της ανατροπής άμεσα μέσα από νέες Γενικές Συνελεύσεις και πρόγραμμα πάλης. Από αυτή τη σκοπιά έχει σημασία η συζήτηση των συμπερασμάτων της πρώτης φάσης.
– Τι σημαίνει αγώνας στην εποχή της κρίσης και της ολοκληρωτικής επίθεσης;
– Η αντικαπιταλιστική Αριστερά και όλο το εργατικό κίνημα πρέπει να δει το ζήτημα των προϋποθέσεων μιας μεγάλης αναμέτρησης, κάτω από το πρίσμα των συνθηκών της κρίσης, όπου η κατάσταση και τα ερωτήματα του κόσμου που εισβάλλει μαζικά στο προσκήνιο αλλάζουν πολύ γρήγορα. Αυτό σου επιτρέπει όσο ποτέ άλλοτε να επιδράς στη συνείδηση και να κάνεις ποιοτικά άλματα στους όρους συγκρότησης του κινήματος, που σε άλλες περιόδους θα φάνταζαν αδύνατα. Αν αφαιρεθείς από αυτό και δεις τη στατική εικόνα των πραγμάτων κι όχι τη δυνατότητα εξέλιξής της, αδυνατείς να επιδράσεις. Δεν λέω ότι μπορείς να πηδήξεις πάνω από το μπόι της προετοιμασίας σου και διαμιάς να διαγράψεις την κατάσταση των προβλημάτων του εργατικού κινήματος ή τα συντηρητικά βαρίδια στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Αλλά να συνδυάσεις τη σοφία των κινδύνων με τη μαχητικότητα των δυνατοτήτων. Αν δεν πιάσεις αυτή τη δυναμική, χάνεις κάθε επαφή με τη δυνατότητα να δημιουργείς προϋποθέσεις, μέσα στη φωτιά της μάχης. Οφείλουμε να αφήσουμε τα ματογυάλια της μέχρι τώρα ανάγνωσης της κατάστασης και να σκεφτούμε με νέους όρους και εργαλεία. Οι παλιοί ασφαλείς όροι ενός ήδη συγκροτημένου κινήματος, δεν υπάρχουν. Το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε κρίση και μια μόνο έκφρασή της είναι οι συσχετισμοί στα ΔΣ.
– Μήπως όμως με βάση όλα αυτά, ο αγώνας έπρεπε όντως να ανασταλεί στη Γενική Συνέλευση των προέδρων;
– Η απεργία έπρεπε να αποφασιστεί και να προχωρήσει. Με τόλμη και αποφασιστικότητα έπρεπε να οργανωθεί και να περιφρουρηθεί με την ευθύνη των απεργιακών επιτροπών των ΕΛΜΕ και την κεντρική απεργιακή επιτροπή πέρα από το ΔΣ της ΟΛΜΕ, το οποίο με πλειοψηφία ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚΕ είναι φανερό πως μόνο τρικλοποδιές θα έβαζε. Το κίνημα όφειλε να αποπειραθεί να σπάσει την πολιτική επιστράτευση που στόχο έχει να βάλει στο γύψο όποιον σηκώνει κεφάλι. Γιατί η πολιτική επιστράτευση μπορεί να σπάσει μόνο με αυτούς τους όρους και όχι με απλές καταγγελίες και σχέδια νόμου στη Βουλή. Το προχώρημα της απεργίας θα ανάγκαζε τους πάντες να επανατοποθετηθούν και θα δημιουργούσε νέους όρους. Φυσικά, η αναμέτρηση δεν θα τελείωνε. Αλλά θα ήταν μια αποφασιστική μάχη για να επανέλθουμε στη σύγκρουση με όρους συνολικής ανατροπής, μαζί με όλο το εργατικό κίνημα. Θα άφηνε το αποτύπωμα μιας νέας συσπείρωσης με τα πρωτοβάθμια σωματεία, τους συλλόγους γονέων, τις λαϊκές συνελεύσεις και τους φοιτητικούς συλλόγους καθώς και πολύ κόσμο, που είχαν δηλώσει την ενεργή υποστήριξή τους.