Ακμάζει η βιομηχανία του πολέμου
του Αλέκου Αναγνωστάκη
Σε επίπεδα ρεκόρ κινήθηκε ο τζίρος της πολεμικής βιομηχανίας το 2011, ξεπερνώντας ακόμη και το ύψος των δαπανών που είχαν επιτευχθεί στον A´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι περικοπές των στρατωτικών δαπανών αφορούσαν κυρίως μισθοδοσίες προσωπικού (υπογραμμίζοντας το χαρακτήρα του πολέμου ως δραστηριότητας έντασης κεφαλαίου) ενώ οι παραγγελίες όπλων ελάχιστα επηρεάστηκαν από την κρίση.
Το ζήτημα των πολεμικών δαπανών και το ζήτημα του πολέμου έχουν πάντα ξεχωριστή σημασία στην πάλη των τάξεων. Στο καιρό όμως της κρίσης αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα για δύο κυρίως λόγους. Ο ένας είναι η φτώχεια, η έλλειψη δουλειάς καθώς και προοπτικής δουλειάς. Τρακόσια εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας πρέπει να δημιουργηθούν παγκόσμια για να επανέλθει η ανεργία στα επίπεδα του 2008, σύμφωνα με το Διεθνές Γραφείο Εργασίας. Πάνω από 215 εκατομμύρια επιπλέον εργαζόμενοι προστέθηκαν στα περίπου 633 εκατομμύρια που ζουν πλέον με τις οικογένειές τους «αμειβόμενοι» με λιγότερο από ένα 1,25 δολάριο ανά άτομο την ημέρα. Το «γιατί» επομένως τόσες πολεμικές δαπάνες σε τόση φτώχεια έρχεται με νέες φωνές και νέες απαιτήσεις.
Ο δεύτερος λόγος είναι η ίδια η αγωνία του πολέμου ως ενδεχόμενο ξεπεράσματος της κρίσης. Στις τρεις ανάλογης βαρύτητας προηγούμενες κρίσεις των αιώνων του καπιταλισμού [1873-95, 1929-45, 1973-1985(;)] η δεύτερη συνδέθηκε άμεσα με τη φρίκη και τις φρικαλεότητες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με τους πενήντα πέντε εκατομμύρια νεκρούς, τις ατομικές βόμβες, τις ανυπολόγιστες καταστροφές υποδομών.
Έως τη συγκρότηση του καπιταλισμού, η βασική ιδιομορφία των πολέμων συνίσταται στο γεγονός πως οι πολύμορφες αντιστάσεις και ο αγώνας των καταπιεσμένων τόσο κατά την ειρηνική προετοιμασία του πολέμου όσο και στην ίδια την εξέλιξή του, δεν είχε ιστορική προοπτική. Οι διαφορετικές προσδοκίες των καταπιεσμένων στις ένοπλες συγκρούσεις κατέληγαν πάντα προς όφελος των παλιών ή στην καλύτερη περίπτωση των νεο-αναπτυσσόμενων εκμεταλλευτικών τάξεων.
Με τη συγκρότηση του καπιταλισμού τα δεδομένα αλλάζουν. Ο πόλεμος, αναπόφευκτος, πηγάζει από τη βασική αντίθεση ανάμεσα στο υψηλό επίπεδο κοινωνικοποίησης της ίδιας της παραγωγής και την κυριαρχία της καπιταλιστικής αδηφάγας ιδιοποίησης. Ανάμεσα στην αναρχία – κυριαρχία της καπιταλιστικής αγοράς και την ανάγκη για πανκοινωνική εναρμόνιση της παραγωγής. Ανάμεσα στον ανταγωνισμό των αστών για τη διατήρηση, το μοίρασμα, ξαναμοίρασμα και την κυριαρχία χωρών, αγορών και δρόμων εμπορίου. Ανάμεσα στην υπερσυσσώρευση κεφαλαίου και την ανάγκη καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων για να πραγματωθεί το κεφάλαιο ως τέτοιο στη σημερινή εποχή των δύο αντίθετων άνεργων: Στην εποχή της καπιταλιστικής κρίσης με τα εκατομμύρια άνεργους ανθρώπους και τα δισεκατομμύρια ανενεργά κεφάλαια. Ο αγώνας όμως των κολασμένων τόσο κατά την περίοδο της ειρήνης που κυοφορεί τον επόμενο πόλεμο όσο και κατά την εξέλιξη του πολέμου μπορεί πλέον να αποκτήσει ιστορική προοπτική ώστε να σπάσει η προαιώνια παράδοση ο πόλεμος να καταλήγει σε όφελος των εκμεταλλευτριών τάξεων.
O πόλεμος ευνοείται από τις εθνικιστικές προλήψεις, το ρατσισμό, την ξενοφοβία τη θρησκοληψία. Η γέννησή του υπηρετείται από τους αδιάκοπους στρατιωτικούς εξοπλισμούς που σχεδιάζονται και προωθούνται από το μιλιταρισμό, ο οποίος αποτελεί καθοριστικό όπλο στην καθυπόταξη, διάσπαση και διαφθορά της εργατικής τάξης.
Καταμεσής της κρίσης και της επίθεσης στο βιοτικό επίπεδο του λαού, στην ΕΕ οι στρατιωτικές δαπάνες ανήλθαν το 2010 σε 194 δισ. ευρώ, ποσό που ισοδυναμεί με τα ετήσια ελλείμματα κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, αθροιστικά, της Ελλάδας, Ιταλίας και Ισπανίας.
Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες μετά το 1990 και για μια δεκαετία παρουσίαζαν σταθερή πτωτική τάση. Για να πέσουν κατά περίπου 30% το 2000 σε σχέση με τα εξωφρενικά υψηλά επίπεδα του 1990 (1,450 περίπου τρισ. δολάρια). Μετά όμως την ιστορική επίθεση του 2001 στους Δίδυμους Πύργους στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις μετέπειτα εισβολές στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, δέκα χρόνια αργότερα, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη που εδρεύει στη Στοκχόλμη (SIPRI), οι στρατιωτικές δαπάνες εκτοξεύθηκαν το 2011 σε επίπεδο υψηλότερο από του 1980, το υψηλότερο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με βάση το 2002, σύμφωνα πάντα με το ίδιο ινστιτούτο, οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 43% το 2011, για να ανέλθουν κατ’ εκτίμηση στο μυθικό ποσό των 1.738 τρισ. δολαρίων σε σταθερές τιμές 2010.
Οι ΗΠΑ είναι μακράν ο ηγεμόνας στις πολεμικές στρατιωτικές δαπάνες. Το 2011 αντιπροσωπεύουν το 41% σχεδόν των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών. Για να κατανοηθεί η αμερικανική στρατιωτική υπεροπλία – ηγεμονία, οι ΗΠΑ δαπανούν όσο περίπου αθροιστικά οι αμέσως επόμενες κατά σειρά 14 πρώτες χώρες, δηλαδή η Κίνα, η Ρωσία, η Μ. Βρετανία, η Ιαπωνία, η Ινδία, η Σαουδική Αραβία, η Γερμανία, η Βραζιλία, η Ιταλία, η Νότια Κορέα, η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Τουρκία. Η Κίνα, που έρχεται δεύτερη και ξοδεύει διπλάσια από ό,τι η τρίτη, η Ρωσία, εντούτοις ξοδεύει «μόλις» 143 δισ. έναντι 711 δισ. (ή το 20,1%) των ΗΠΑ.
Είναι αξιοσημείωτο πως οι δαπάνες για στρατιωτικό εξοπλισμό έχουν ανατρέψει πλήρως τα συμφωνηθέντα με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ηττημένοι φιγουράρουν στην 5η (Ιαπωνία), 8η (Γερμανία) και 11η (Ιταλία) θέση. Είναι επίσης αξιοπρόσεκτο, σε σχέση με τις πολιτικές ιεραρχήσεις και κατευθύνσεις των αστικών κυβερνήσεων, πως σε παγκόσμιο επίπεδο οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν με ελαφρώς υψηλότερο ρυθμό από ό,τι η παγκόσμια οικονομία κατά την ίδια περίοδο (2002-2011): Από 2,4% στο 2,5% του ΑΕΠ παγκόσμια και στις ΗΠΑ ειδικά από 3,4% στο 4,7% του ΑΕΠ.
Κοιτάζοντας τις στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, ξεχωρίζουν μια σειρά από στοιχεία. Οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες των 27 κρατών της ΕΕ (194 δισ. ευρώ το 2010) αντιπροσωπεύουν το 1,6% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό μετά τις ΗΠΑ, οι οποίες το ίδιο έτος δαπάνησαν το 4,8% του ΑΕΠ. Παρόλ’ αυτά, ο Γάλλος πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής της ΕΕ, Πατρίκ ντε Ρουσιέρ, σε μια ακρόαση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Ιανουάριο του 2013, πίεζε πολιτικά για την ενίσχυση των στρατιωτικών εξοπλισμών με το επιχείρημα πως «το ειδικό βάρος των πολεμικών εξοπλισμών της ΕΕ έπεσε από το 29% στο 20% των παγκόσμιων εξοπλισμών». Ο Ρουσιέρ είπε την αλήθεια σε ό,τι αφορά τη σχετική πτώση στην παγκόσμια πολεμική μηχανή της ΕΕ, αποκρύβοντας όμως ακριβώς τη σχετικότητα. Ότι δηλαδή την ίδια περίοδο, οι αναδυόμενες χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Τουρκία, η Βραζιλία, στις οποίες η καπιταλιστική κρίση δεν ξέσπασε αλλά επιδρά, προκαλώντας σχετική επιβράδυνση των έτσι κι αλλιώς υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, ανέβασαν τις στρατιωτικές δαπάνες σε υψηλά επίπεδα, μειώνοντας έτσι την απόσταση από το δεύτερο πολεμικό καταναλωτή που εξακολουθεί όμως να είναι η ΕΕ.
Σε γενικές γραμμές, οι στρατιωτικές δαπάνες στην ΕΕ στην περίοδο της κρίσης παρουσιάζουν μια αργή μείωση ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Ειδική περίπτωση είναι η Ελλάδα, όπου οι στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν σταθερά οι υψηλότερες στην ΕΕ ακόμη και το 2009, όταν η ελληνική οικονομία πέρασε σε κατακόρυφη πτώση.
Σε όλες τις χώρες της ΕΕ οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί αυξήθηκαν μεταξύ 2002 και 2008/9 και μειώθηκαν το 2010. Σε πέντε όμως χώρες η ενίσχυση στους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς κατά την ίδια περίοδο ήταν ιδιαίτερη σημαντική: Γαλλία, Ισπανία, Ελλάδα, Φινλανδία και Κύπρος. Στη Φινλανδία ειδικά, η αύξηση ήταν 67%, με ένα μεγάλο άλμα το 2011. Στην Κύπρο ήταν κατά 50% περίπου και κυρίως μετά το 2007. Το 2011 οι αμυντικοί προϋπολογισμοί συνολικά στην ΕΕ παρέμειναν περίπου στα επίπεδα του 2010, με ελαφρά μείωση. Άλλες χώρες παρουσιάζουν μικρές μειώσεις (Γερμανία, Ιταλία) και άλλες περισσότερο ή λιγότερο σταθερά επίπεδα δαπανών (Κάτω Χώρες, Ιρλανδία). Η Ιρλανδία δαπανά σταθερά το χαμηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ της για τις ένοπλες δυνάμεις: μόνο το 0,6% το 2010.
Η Ελλάδα είναι σταθερά η δεύτερη χώρα παγκοσμίως σε στρατιωτικές δαπάνες, μετά τις ΗΠΑ, σε ποσοστό επί του ΑΕΠ. Την εικοσαετία 1990-2011 δαπάνησε για την αγορά όπλων και σε σταθερές τιμές 1990 10,2 δισ. δολάρια προς τις ΗΠΑ, 5 δισ. στη Γερμανία, 1,788 στη Γαλλία, 1,535 στην Ολλανδία, 1,8 στη Ρωσία. Σύμφωνα δε με το Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για την Ειρήνη (SIPRI) η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στους πέντε πρώτους καλύτερους πελάτες των γαλλικών και γερμανικών πολεμικών βιομηχανιών. Το ποσοστό επί του ΑΕΠ των ελληνικών στρατιωτικών δαπανών, από το 2,6% του 2003 ανήλθε στο 3% το 2008, κορυφώθηκε στο 3,2% το 2009, παρά τη σοβαρά χειρότερη οικονομική κατάσταση μετά την κρίση, για να μειωθεί στο 2,3% το 2010. Καθώς όμως δείχνουν τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (ΕΟΑ) οι δημόσιες συμβάσεις ειδικά για την αγορά και συντήρηση όπλων στην Ελλάδα αλλά και παγκόσμια έχουν πληγεί ελαφρά από τις περικοπές. Οι περικοπές στις παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες που εμφανίστηκαν το 2011 για πρώτη φορά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οφείλονται κατά κύριο λόγο στις δαπάνες προσωπικού και δευτερευόντως στις δαπάνες για στρατιωτικό υλικό. Οι 100 μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου πουλούσαν παγκόσμια το 2011 (καταμεσής της κρίσης) όπλα αξίας 318.000.000.000 ευρώ (τριακόσια δεκαοχτώ δισ.!), 51% υψηλότερες σε πραγματικούς όρους απ’ ό,τι το 2002 αλλά μόνο 5% κάτω από το 2010! Αυτή είναι η ουσία της πτώσης των πολεμικών δαπανών.
Το δόγμα των βιομηχανιών του πολέμου «ο πόλεμος είναι καλός για τις επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις μας είναι ο πόλεμος», βρίσκεται σε πλήρη ισχύ σε μια βιομηχανία όπλων που κυριαρχείται παγκόσμια από δυτικές εταιρείες. Από τις 100 μεγαλύτερες εταιρείες, οι 44 βρίσκονται στις ΗΠΑ που αντιπροσωπεύουν το 60% των παγκόσμιων πωλήσεων. 30 ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν το 2010-11 το 29% των παγκόσμιων πωλήσεων, ανάμεσα τους οι βρετανικές Ρολς Ρόις και Μπάμπκοκ Ιντερνάσιοναλ, η γαλλική DCNS, η σουηδική Σάαμπ, η γερμανική Ράινμεταλ, με 1,197 τρισ.(!) δολάρια συνολικό κέρδος το 2010, με πρωταθλήτρια τη Ρολς Ρόις (482 εκατ).
Με παρόντα τον αιώνιο νόμο του καπιταλισμού στη διεθνή αγορά όπλων, τον ανταγωνισμό, οι κυβερνήσεις, πρωθυπουργοί και υπουργοί Άμυνας, εκτός από σχεδιαστές νόμων ειδικών επιδοτήσεων, φοροελαφρύνσεων και πάσης φύσης διευκολύνσεων, μετατρέπονται σε αδίστακτους πλασιέ όπλων των «εθνικών» πολυκλαδικών πολεμικών ομίλων. Με φανερή και κρυφή ακολουθία πολυάριθμους εμπόρους και λαθρεμπόρους όπλων, τακτοποιητές της μίζας και του λαδώματος. Η μίζα ειδικά ανέρχεται «επισήμως – ανεπισήμως» τουλάχιστον στο 5% των αγοροπωλησιών. Στην περίπτωση μόνο της Ελλάδας το 5% στα 7,2 δισ. δολάρια πολεμικών δαπανών και μόνο για το 2010, σημαίνει μίζες ύψους 360 εκατομμυρίων! Έχει επομένως, από τη σκοπιά του, δίκιο ο Άκης Τσοχατζόπουλος να παρουσιάζει τον εαυτό του ως την Ιφιγένεια αυτού του μαφιόζικου διεθνούς κυκλώματος. Την εικόνα συμπληρώνουν δύο αντιδιαμετρικά γεγονότα: Η ωμή δήλωση του Θόδωρου Πάγκαλου –αναπληρωτή πρωθυπουργού τότε– στο Ελληνοτουρκικό Επιχειρηματικό Φόρουμ στις 15 Μαΐου 2010: «Η δουλειά μερικών διπλωματών», δήλωσε, «είναι να δημιουργούν αφορμές διαπραγμάτευσης, δηλαδή διαφορές(!). Αισθάνομαι ειλικρινά εθνική ντροπή κάθε φορά που αναγκάζομαι να αγοράζω όπλα που δεν μας χρειάζονται σε τιμές απαράδεκτες». Και δεύτερον η παραίτηση – διαμαρτυρία το 2010 για τη συμφωνία αγοράς υποβρυχίων του αντιναυάρχου Στέλιου Φαινέκου.
Στο διεθνές εμπόριο όπλων, στον κόσμο της πιο βρώμικης νόμιμης επιχείρησης, υπολογίζεται, σύμφωνα με το SIPRI, ότι περίπου 2,5 δισ. δολάρια ετησίως καταβάλλονται σε δωροδοκίες. Η διαφθορά στο εμπόριο όπλων αποτελεί περίπου 40% της όλης διαφθοράς στις παγκόσμιες συναλλαγές. Διαφθορά που απλώνεται από τις ΗΠΑ ως τη Γερμανία, την Ελλάδα ως την Πορτογαλία. Οι τελευταίες ξεχωρίζoυν καθώς, σύμφωνα πάντα με το SIPRI, «η διαφθορά είναι τόσο βαθιά ριζωμένη, που συνιστά άμεση απειλή για τη δημοκρατική νομιμότητα και θέτει σε κίνδυνο την οικονομική ανάκαμψη».
Η ώρα των αναδυόμενων χωρών
ΚΙΝΑ, ΡΩΣΙΑ, ΩΚΕΑΝΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΧΩΡΕΣ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΧΟΡΟ
Tο γεγονός πως η καπιταλιστική κρίση έπληξε τόσο την Ιρλανδία, με το μικρότερο ποσοστό στρατιωτικών δαπανών, όσο και την Ελλάδα, με ένα από τα μεγαλύτερα, αναδείχνει πως η γενεσιουργός αιτία της κρίσης δεν εδράζεται στις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες. Η διεθνής, με παγκόσμια επίδραση, καπιταλιστική κρίση έχει σημάνει όμως την υφέρπουσα έναρξη μιας αλλαγής στην ισορροπία των στρατιωτικών δαπανών παγκοσμίως, από τις πλούσιες δυτικές χώρες στις αναδυόμενες περιοχές. Η μικρή πτώση που αναφέρθηκε παραπάνω –η πρώτη από το 1998– οφείλεται κυρίως στις περικοπές δαπανών στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία, τον Καναδά και την Ιαπωνία.
Από την κρίση του 2008, 18 από τις 31 χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν επίσης μειώσει τις στρατιωτικές δαπάνες σε πραγματικούς όρους κατά 10%. Το 2012 το μερίδιο των ΗΠΑ που παραμένει μακράν το υψηλότερο, υποχώρησε για πρώτη φορά από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης από το 40% στις παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες. Πτωτική τάση που ξεκίνησε το 2011, επιταχύνθηκε το 2012, με την πτώση στις αμερικανικές στρατιωτικές δαπάνες της τάξης του 6% σε πραγματικούς όρους. Μεγαλύτερο μέρος των περικοπών αναμένεται το 2013. Αυτές οι μικρές αλλά αισθητές πλέον μειώσεις εξισορροπήθηκαν ουσιαστικά από την αύξηση στην Κίνα κατά 7,8% (11,5 δισ. δολάρια) το 2012, στη Ρωσία κατά 16% (12,3 δισ. δολάρια), στην Ωκεανία κατά 3,3%.
«Όλες οι ενδείξεις λένε ότι οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες είναι πιθανό να συνεχίσουν να υποχωρούν για τα επόμενα δύο – τρία χρόνια – τουλάχιστον μέχρι το ΝΑΤΟ να ολοκληρώσει την αποχώρησή του από το Αφγανιστάν. Ωστόσο, οι δαπάνες στις αναδυόμενες περιοχές πιθανώς θα συνεχίσουν να αυξάνονται αλλά με χαμηλότερο ρυθμό, λόγω της επιβράδυνσης στην ανάπτυξη», δήλωσε ο Πέρλο Φρίμαν, διευθυντής του προγράμματος στρατιωτικών δαπανών και εξοπλισμών του SIPRI.
Σημειώνονται τέλος ορισμένες αξιοσημείωτες περιφερειακές εξελίξεις. Καταμεσής της κρίσης, οι χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής αύξησαν το ποσοστό των στρατιωτικών τους δαπανών τόσο μεταξύ 2003-2009 όσο και 2009-2012. Μεγάλες αυξήσεις παρατηρήθηκαν στο Βιετνάμ λόγω των εντάσεων με την Κίνα. Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση παγκοσμίως το 2012 ήταν στο Αμάν (51%)!
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΕΩΝ
Στρατιωτικοποίηση της οικονομίας
Οι στρατιωτικές δαπάνες –όπως εξάλλου και οι μισθοί– δεν είναι γενεσιουργές αιτίες των οικονομικών κρίσεων, άρα και της τρέχουσας τέταρτης μεγαλύτερης κρίσης των αιώνων του καπιταλισμού. Από τη στιγμή όμως που θα ξεσπάσει η κρίση, το ζήτημα των πολεμικών δαπανών –όπως εξάλλου και οι μισθοί– αποκτά ειδική βαρύτητα και απαιτεί σχετικά αυτοτελή πολιτική αντιμετώπιση από το εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Συνδέεται άμεσα με το ποιος θα σηκώσει τα βάρη της κρίσης, σε τίνος τις πλάτες θα πέσουν.
Ο καπιταλισμός μεσοπρόθεσμα θα βγει από την κρίση με σαθρή και –αν δεν ηττηθεί– υπεραντιδραστική ανάπτυξη. Η όποια ασθενική όμως έξοδος θα προετοιμάζει την επόμενη ισχυρότερη οικονομική κρίση στο εγγύς μέλλον, η οποία θα οδηγήσει σε νέα σημαντική κοινωνική και πολιτική αστάθεια, νέα δεινά, νέα κοινωνική αναστάτωση και στρατιωτικές συγκρούσεις.
Η τωρινή εξέλιξη των πολεμικών δαπανών, σε συνδυασμό με τον παροξυσμό στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις (η Γαλλία επιτέθηκε στη Λιβύη και το Μάλι δίχως να ενημερώσει τους συμμάχους της) αλλά και την αντοχή, το βάθος και τη διάρκεια της κρίσης οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι αστικές κυβερνήσεις προετοιμάζονται για πιθανές σημαντικές γεωπολιτικές και γεωοικονομικές μετατοπίσεις κατά την αμέσως επόμενη περίοδο. Η Άπω Ανατολή, η Μέση Ανατολή, ο μετασοβιετικός χώρος, ιδιαίτερα ο Καύκασος, η Ουκρανία και ορισμένες χώρες της Κεντρικής Ασίας, το Πακιστάν και η Ινδία θα εξακολουθούν να διακρίνονται τα αμέσως επόμενα χρόνια από μια ισχυρή πολιτική αστάθεια, να είναι οι περιφέρειες που είναι πιθανό να γίνουν οι νέες αρένες πολεμικών υπερτοπικών συγκρούσεων. Τι είδους συγκρούσεις και μέχρι πού; Ό,τι και να ’ναι, δεν μπορεί να προβλεφθεί, καθώς οι αντίπαλοι σχηματισμοί δεν έχουν ακόμη συγκροτηθεί.
Μια αναδρομική όμως ανάλυση της παγκόσμιας ιστορίας, δείχνει ότι σε ανάλογες περιόδους είναι πολύ πιθανός ένας αγνώστων διαστάσεων και ορίων πόλεμος. Μια αναδρομική ανάλυση της ιστορίας αποκαλύπτει πως η ισορροπία του πυρηνικού τρόμου δεν ματαίωσε, μετατόπισε το είδος του πολέμου σε τοπικό ή υπερτοπικό. Ας μην ξεχνάμε πως ακόμη και στην περίοδο της «μεγάλης ειρήνης» από το 1945 ως το 1994, είχαμε 75 περίπου εκατομμύρια νεκρούς στρατιώτες και 40 εκατομμύρια νεκρούς πολίτες (Τόφλερ, Πόλεμος και αντιπόλεμος). Στη σημερινή νέα βαθμίδα εξέλιξης του καπιταλισμού και ακραίας ανάπτυξης όλων των αντιφάσεών του, η πολιτική, η οικονομική προετοιμασία και το ξέσπασμα τελικά ενός σύγχρονου πολέμου προϋποθέτει και επιδιώκει τη χωρίς προηγούμενο ένταση της εκμετάλλευσης του εσωτερικού εχθρού.
Στην εποχή μας ο πόλεμος ύστερα από μια σειρά γιγαντιαίους μετασχηματισμούς του, ξαναγυρνά με νέα ποιότητα στην αρχική και αιώνια κοίτη του, στην ανώτερη έκφραση της κοινωνικής, πολιτικής και ιδεολογικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης πρωτίστως των άμεσων παραγωγών και δευτερευόντως του ενός έθνους από το άλλο. Σήμερα η βιομηχανία αιχμής οικονομοποιεί τη στρατιωτική δραστηριότητα. Στο συνολικό προσανατολισμό της καπιταλιστικής οικονομίας, στη βιομηχανία των νέων τεχνολογιών εδράζεται το περιεχόμενο και ο προσανατολισμός κάθε στρατιωτικού δόγματος. Πάνω σε αυτή τη βάση και η οικονομία στρατιωτικοποιείται σε ανώτερο επίπεδο.
Κάτω από αυτής της ποιότητας ουρανό, τα σύννεφα του πολέμου είναι αναπόφευκτα. Το εργατικό κίνημα σε αυτές τις συνθήκες οφείλει και μπορεί να κατακτήσει το αναγκαίο επίπεδο προώθησης μιας επαναστατικής προοπτικής ως το τέλος. Ακόμη και οι εργαζόμενοι στις ένοπλες δυνάμεις πρέπει να είναι έτοιμοι να παραλύουν τους επίδοξους σφαγείς των εργαζομένων, να κλέψουν ξανά τη φωτιά από τους θεούς και να τη χαρίσουν στους ανθρώπους. Ο εργατικός αγώνας, ο «επαναστατικός κοινωνικός πόλεμος» είναι στην ουσία η μοναδική και ουσιαστική άρνηση όλων των πολέμων, μαζί και του εαυτού του.