Ποιος έχτισε τη Θήβα την επτάπυλη; Το γνωστό ερώτημα του Μπρεχτ μοιάζει να αφορά και ένα τηλεοπτικό προϊόν, όπως το Μaster Chef, μια εκπομπή μαγειρικής που δεν ολοκληρώθηκε εξαιτίας της άρνησης των απλήρωτων τεχνικών να εργαστούν για την τελετή λήξης, δηλαδή τη στέψη του νικητή του διαγωνισμού. Οι αφανείς, οι εικονολήπτες και οι ηχολήπτες, ζητούν το αυτονόητο, δηλαδή να πληρωθούν για την εργασία που έχουν προσφέρει.
της Μαριάννας Τζιαντζή
Το γεγονός είναι πρωτοφανές στα ελληνικά τηλεοπτικά χρονικά. Τηρουμένων των αναλογιών, είναι σαν να μη διεξάγεται ο τελικός του πρωταθλήματος ποδοσφαίρου λόγω μιας στάσης εργασίας των ηλεκτρολόγων, των σεκιουριτάδων, των καθαριστών, των υπαλλήλων που κόβουν και ελέγχουν τα εισιτήρια. Ο τελικός του Master Chef έχει αναβληθεί μέχρι νεωτέρας, ενώ πριν δέκα μέρες προβλήθηκε το τελευταίο επεισόδιο, στο οποίο αναδείχτηκαν οι δύο διεκδικητές του τίτλου και αποκλείστηκε ο τρίτος. Στην πραγματικότητα, όλα τα επεισόδια του φετινού κύκλου γυρίστηκαν πριν ενάμιση χρόνο, από το Σεπτέμβριο μέχρι το Δεκέμβριο του 2011, όμως ο τελικός είθισται να γυρίζεται περίπου δύο μέρες πριν από την προβολή του ώστε να μη χαθεί το σασπένς για το όνομα του νικητή.
Oι εργαζόμενοι περιμένουν να πληρωθούν από την εταιρεία παραγωγής (το Studio ATA), η εταιρεία περιμένει να πληρωθεί από το Mega και, μέχρι στιγμής, είναι άγνωστο αν η υπόθεση θα λυθεί στα δικαστήρια ή με κάποια συμφωνία. Ας σημειωθεί ότι το Master Chef σημείωσε πολύ υψηλή τηλεθέαση (περίπου 30%) και προφανώς έφερε διαφημιστικά έσοδα στο κανάλι.
Παρόλο που ο τηλεοπτικός μαγειρικός θρόνος κηρύχθηκε εν χηρεία, θυμίζοντάς μας το πρόσφατο «Αpostolica Sedes Vacans» του Βατικανού, οι πιστοί τηλεθεατές δεν διαμαρτυρήθηκαν. Εξάλλου, μπορούν να χορτάσουν (οπτικά) παρακολουθώντας τις άλλες εκπομπές μαγειρικής που έχουν κατακλύσει όλα τα κανάλια, κρατικά και ιδιωτικά. Δεκάδες είναι τα καθαρόαιμα σόου μαγειρικής και τα μαγειρικά «ένθετα» σε ποικίλες εκπομπές, δεκάδες σεφ μάς διδάσκουν τα μυστικά της κουζίνας, εκατοντάδες επιλογές έχει η ελληνική οικογένεια για το πιάτο της ημέρας -όταν δεν τρέφεται από τα συσσίτια και όταν έχει τη δυνατότητα να ψωνίσει βερεσέ από τον μπακάλη (που δεν την έχει πια)
Και όταν «στο ντουλάπι δεν υπάρχει ψίχα ψωμί», που λέει το τραγούδι, μπορεί κανείς να ξεγελάσει την πείνα του βλέποντας παντεσπάνι στο γυαλί. Το Πώς δενότανε το ατσάλι είναι πασέ* ας μάθουμε πώς δένεται η σάλτσα -σόρι, η σος- και ας μας λείπει το ψητό.
Μπουκωμένοι τηλεθεατές, πεινασμένοι πολίτες
Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, οι παίχτες των ριάλιτι ήταν οι «μικροί ήρωες της καθημερινότητάς μας», σύμφωνα με τον όρο που είχε εισαγάγει ο Ανδρέας Μικρούτσικος. Σήμερα οι μικροί ήρωες της τηλεοπτικής μας καθημερινότητας είναι οι σεφ και οι επίδοξοι σεφ. Η λέξη «μάγειρας» θυμίζει κουζινίλα, μαδημένα κοτόπουλα, κρεμμύδια και φλούδες από πατάτες, τσίκνα και μαυρισμένα τσουκάλια, όμως ο chef (με παχύ το «σ»), και ιδίως ο master chef ή ο tοp chef, έχει μια άλλη φινέτσα. Ο σεφ δεν είναι μάστορας, ταπεινός χειρώναξ, αλλά καλλιτέχνης. Oι τηλε-σεφ έγιναν σελέμπριτις, εκτοπίζοντας τα τοπ μόντελ από τα εξώφυλλα των ελαφρών περιοδικών. Δίνουν συνεντεύξεις εφ’ όλης της προσωπικής και κοινωνικής ύλης, ενώ η ιδιωτική τους ζωή σχολιάζεται στις κουτσομπολίστικες εκπομπές. (Στις επόμενες εκλογές, κάθε κόμμα που σέβεται τον εαυτό του θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και μερικούς τηλεμάγειρες στη λίστα των υποψηφίων του.) Παρά τα ακριβά δίδακτρα, οι ιδιωτικές σχολές μαγειρικής είναι περιζήτητες, το ίδιο και τα δημόσια ΙΕΚ. Ωστόσο, δεν ξέρουμε πόσοι από τους διπλωματούχους σεφ έχουν την ευκαιρία να ασκήσουν τη λεγόμενη δημιουργική μαγειρική και πόσοι παραδέρνουν στην ανεργία ή πουλάνε σάντουιτς έξω από τα γήπεδα…
Πολλοί τηλεθεατές νιώθουν μπουκωμένοι, λιγωμένοι από τα δεκάδες τηλεοπτικά τραπέζια που στρώνονται καθημερινά, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ακόμα και το σαββατόβραδο, αντί για μια κωμωδία ή ένα ουέστερν, μια καλή αστυνομική ταινία, ένα μουσικοχορευτικό πρόγραμμα, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βλέπουν άλλους ανθρώπους να μαγειρεύουν.
Το «είδος», η εκπομπή μαγειρικής, είναι τόσο παλιό όσο και η τηλεόραση. Δεν έχει νόημα το να λιθοβολήσουμε το είδος καθαυτό, που φυσικά έχει θέση σε ένα πρόγραμμα ποικίλου περιεχομένου. Η τηλεόραση δεν απευθύνεται σττις ελίτ, αλλά σε ένα κοινό με ποικίλα ενδιαφέροντα. Αυτό που προκαλεί την αγανάκτηση πολλών είναι αφενός ο παροξυσμός της τηλεοπτικής μαγειρικής, το μέγα πλήθος των εκπομπών και, αφετέρου, το γεγονός ότι σε μέρες φτώχειας τα κανάλια μάς λένε «φάτε μάτια ψάρια». Αυτό το μήνα δημοσιοποιήθηκαν δύο έρευνες, που διεξήχθησαν για λογαριασμό της ΓΕΣΕΒΕΕ (Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας) και της Ομοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδας, και οι οποίες δείχνουν ότι οι καταναλωτές έχουν μειώσει δραματικά τις δαπάνες τους για ψώνια από το σούπερ μάρκετ, τη λαϊκή αγορά και το φούρνο της γειτονιάς τους. Από τη μια μεριά, μαθητές λιποθυμούν από την πείνα ενώ άνεργοι συνταξιούχοι τσακώνονται και εκλιπαρούν για μια σακούλα δωρέαν οπωροκηπευτικά και, από την άλλη, όλη η Ελλάδα μαθαίνει πόση ώρα πρέπει να βράσουν τα σπαράγγια για να γίνουν τραγανά και όχι νιανιά.
Αν και η αλήθεια είναι ότι σε αρκετές τηλεοπτικές συνταγές δεν χρησιμοποιούνται μόνο προϊόντα πολυτελείας, λάδι τρούφας και πτερύγια καρχαρία, αλλά και πιο ταπεινά υλικά, αλεύρι, όσπρια και ζυμαρικά. Όμως προσοχή! Η κλασική φασολάδα φανερώνει έλλειψη φαντασίας όχι όμως οι «φακές με μπέικον, προσούτο και μέλι». Στο Master Chef οι κριτές ζητούν από τους διαγωνιζόμενους να μαγειρέψουν «κάτι δημιουργικό με όσπρια» και η παρουσιάστρια εξηγεί: «Θέλουμε από εσάς πιάτα εστιατορικού επιπέδου, απόλυτα δημιουργικά». Άλλο το υψιπετές «εστιατορικό επίπεδο» και άλλο το επίπεδο του μαγέρικου ή της καραβάνας.
Οι εκπομπές μαγειρικής πολλαπλασιάζονται γιατί είναι παραγωγές χαμηλού (ή και μηδενικού) οικονομικού ρίσκου. Ακόμα και αν παρουσιάσουν χαμηλή τηλεθέαση, το κόστος τους έχει ήδη καλυφθεί χάρη στους χορηγούς και στην γκρίζα διαφήμιση, την «τοποθέτηση προϊόντων» (product placement) από εταιρείες τροφίμων, καταστήματα μαγειρικών και οικιακών σκευών, ηλεκτρικές συσκευές. Επίσης, συχνά οι παρουσιαστές-σεφ αρκούνται σε χαμηλή αμοιβή καθώς η τηλεοπτική τους παρουσία ανεβάζει τις επαγγελματικές μετοχές τους, διαφημίζει τα εστιατόριά τους.
Οικονομική, είναι λοιπόν, η κύρια αιτία της τηλεοπτικής «σεφοκρατίας» και όχι προϊόν κάποιας συνωμοσίας για την αποβλάκωση των τηλεθεατών.
Το είδος περιλαμβάνει πολλά «υπο-είδη», όπως κουταλομαχίες ή ριάλιτι μαγειρικής, διαγωνισμούς, ταξιδιωτικές εκπομπές μαγειρικής με στοιχεία ντοκιμαντέρ, κουζίνες φτωχές και αριστοκρατικές, για ερασιτέχνες και μερακλήδες. Μαγειρική στην πόλη, στο βουνό και στον κάμπο, στην ταράτσα, στο αντίσκηνο. Η διαφορά σε σύγκριση με το πρόσφατο τηλεοπτικό παρελθόν έγκειται στο ότι ο παρουσιαστής δεν περιορίζεται στις οδηγίες, στην καθοδήγηση του ερασιτέχνη μάγειρα, αλλά είναι συστατικό στοιχείο του σόου. Ο πρώτος διδάξας ήταν ένας Βρετανός, ο Κιθ Φλόιντ, που το 1985, με την εκπομπή του «Floyd on Fish», έβγαλε τη μαγειρική από το στούντιο. Ο Φλόιντ ξεχύθηκε στις υπαίθριες αγορές, μαγείρεψε πάνω σε ψαρόβαρκες, έδειξε πώς ο παρουσιαστής μπορεί να λάμπει περισσότερο από τα πιάτα που ετοιμάζει. Τα χνάρια του Φλόιντ, που πέθανε το 2009, ακολούθησαν και άλλοι, με πιο γνωστό παράδειγμα τον ταλαντούχο Τζέιμι Όλιβερ στη Βρετανία, που δεν είναι μόνο επιτυχημένος επιχειρηματίας, αλλά έχει αναπτύξει και πλούσια κοινωνική δράση.
Είναι αυτονόητο ότι υπάρχουν εκπομπές της αρπαχτής αλλά και προσεγμένες, μαγειρικής, όπως ήταν η Μπουκιά και συχώριο του Ηλία Μαμαλάκη που την παρακολουθούσαν με ευχαρίστηση ακόμα και άνθρωποι που δεν έχουν βράσει στη ζωή τους ούτε ένα αυγό. Όμως το καλό στοιχίζει και σήμερα δεν υπάρχουν περιθώρια για εξωτερικά γυρίσματα, πολύωρο μοντάζ και περίτεχνη σκηνοθεσία.
Μα πόσες εκπομπές μαγειρικής αντέχει ακόμα η ελληνική τηλεοπτική αγορά; Γιατί το κοινό δεν τους γυρίζει την πλάτη; Η πιο αυτονόητη εξήγηση είναι ότι το κοινό τις βλέπει για τους ίδιους λόγους που βλέπει τις τουρκικές σαπουνόπερες: επειδή βρίσκονται εκεί. Καθώς οι ελληνικές σειρές μυθοπλασίας γίνονται είδος προς εξαφάνιση, ο τηλεθεατής τρώει ό,τι βρίσκει. Μια άλλη εξήγηση, που δεν είναι τραβηγμένη από τα μαλλιά, έχει σχέση με την οικονομική κρίση. Οι περισσότερες οικογένειες δεν αντέχουν το κόστος της εξόδου στη συνοικιακή ταβέρνα ή πιτσαρία. Οι «σουβλακερί» της εποχής του λάιφσταϊλ έγιναν ξανά σουβλατζίδικα ενώ η μαντάμ Σουσού αποχαιρέτησε το σούσι και τα σουσάδικα. Το μαγείρεμα, είναι μια λύση ανάγκης. Επιπλέον, σε μια εποχή γενικευμένης και καλπάζουσας ανασφάλειας, η μαγειρική μάς δίνει μια αίσθηση ελέγχου αφού, κάτω από τις ίδιες συνθήκες και με τα ίδια υλικά προκύπτει (συνήθως) το ίδιο αποτέλεσμα. Η υγιεινή, η ψαγμένη, η περίτεχνη μαγειρική είναι συνώνυμο πνευματικής και υλικής «ποιότητας» -μόνο οι πολύ φτωχοί, οι αιωνίως πεινασμένοι έχουν την πολυτέλεια να ονειρεύονται ποσότητες, όπως ο Σπίθας στον Μικρό Ήρωα.
Δεν είναι κακό να μαγειρεύει κανείς για τους φίλους και την οικογένειά του. Κάθε άλλο. Το τραπέζι, η «τάβλα», το καλομαγειρεμένο φαγητό και το κρασί εξημερώνουν τα ήθη, προάγουν τη συντροφικότητα, την επικοινωνία, το διάλογο -και αυτό είναι γνωστό εδώ και χιλιάδες χρόνια. Θα ήταν απαράδεκτος σνομπισμός το να υποτιμήσουμε τη σημασία του φαγητού και του τραπεζιού στον οικογενειακό και κοινωνικό βίο. Δεν είναι τυχαίο που οι εξωστρεφείς λαοί, όπως οι μεσογειακοί, έχουν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κουζίνα. Ο μεζές, που συνοδεύει το ούζο ή το τσίπουρο, παραπέμπει στην παρέα, στην κουβέντα, στο τραγούδι… κάτι που δεν συμβαίνει, π.χ., με τις σούπες των Βορείων. Αυτό το γενναιόδωρο πνεύμα του φαγητού έχει αποτυπωθεί έξοχα στην ταινία Η γιορτή της Μπαμπέτ και σε πολλές λογοτεχνικές σελίδες. Από τη χαριτωμένη ταξιδιωτική εκπομπή του Άντονι Μπουρντέν No reservations (που πάτωσε όταν προβλήθηκε στην Ελλάδα), μάθαμε ότι μια ρουμανική παροιμία του «τραπεζιού» λέει ότι «ο Θεός κατοικεί στην πέτσα του γουρουνιού», όχι όμως του ζωντανού χοίρου, αλλά του φρεσκοψημένου σουβλιστού γουρουνόπουλου! (Αντίθετα, σε κάποια χωριά της Ρούμελης λένε «το γουρούνι πρόβατο δεν γίνεται», εννοώντας ότι το κρέας του πρώτου ζώου είναι υποδεέστερο από το κρέας του αρνιού.)
Κάποτε η μαγειρική πείρα μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά, όχι μόνο γιατί η οικογένεια ήταν πιο σφιχτοδεμένη αλλά και για λόγους ανάγκης, επιβίωσης. Ακόμα και κοριτσάκια του δημοτικού σχολείου έψηναν ψωμί και μαγείρευαν για την πολυμελή οικογένεια επειδή η μητέρα δούλευε στο χωράφι. Οι συνταγές, τα μυστικά της μαγειρικής περνούσαν από χέρι σε χέρι, από στόμα σε στόμα. Σήμερα αυτό συμβαίνει στο διαδίκτυο, όπου πολλά σάιτ μαγειρικής δεν περιορίζονται στο κόπι-πέιστ αλλά είναι πλούσιες πολυσυλλεκτικές δεξαμενές μαγειρικής πείρας. Άλλο όμως το να ψάχνεις στο Ίντερνετ συνταγές για κουλουράκια και άλλο να σε βομβαρδίζει η τηλεόραση με ταψιά, τσουκάλια και κουτάλες!
Στη δεκαετία του ’90, τα ράφια και οι βιτρίνες των βιβλιοπωλείων ήταν γεμάτα με βιβλία για ζώδια, New Age φιλοφοσίες, φενγκ σούι, Νοστράδαμους κ.λπ. (εξάλλου πλησίαζε το τέλος της χιλιετίας) ενώ το πολιτικό βιβλίο βρισκόταν σε πτώση. Τότε λέγαμε ότι η κοινωνική κρίση οδηγεί στον ανορθολογισμό, όμως σήμερα η οικονομική κρίση οδηγεί στον ψευδο-ορθολογισμό της κατσαρόλας. Σήμερα, σε όλα τα συνοικιακά (και όχι μόνο) βιβλιοπωλεία δεσπόζουν βιβλία μαγειρικής, τα περισσότερα γραμμένα από δημοφιλείς τηλεμάγειρες. Ταυτόχρονα, τα ένθετα μαγειρικής στις κυριακάτικες εφημερίδες ανεβάζουν σημαντικά την κυκλοφορία τους, κάτι που δεν θα συνέβαινε, π.χ., με ένα ένθετο για το βιβλίο. Το γεγονός αυτό διαψεύδει όλους εκείνους που υποστηρίζουν ότι η κρίση μάς κάνει να εκτιμήσουμε τις βαθύτερες αξίες του πολιτισμού. Είπαμε επιστροφή στις αξίες, αλλά προφανώς η ανάγνωση δεν συγκαταλέγεται σ’ αυτές.
Τι θα φάμε σήμερα, λοιπόν; Η τηλεόραση μας προσφέρει πλήθος επιλογές, πεζές και εξωτικές, όμως όλο και περισσότεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν την απάντηση στο ερώτημα «αν» θα φάνε σήμερα, «αν» θα φάνε αύριο.
Η κουλτούρα του «φουντισμού» (foodism)
Πριν δυόμισι χρόνια, ένας παίχτης σε ένα ριάλιτι μαγειρικής, δήλωσε ότι το όνειρό του είναι να μαγειρέψει στο Μέγαρο Μουσικής. Όχι «για» το Μέγαρο, αλλά επί της σκηνής του Μεγάρου και με το κοινό να τον παρακολουθεί συνεπαρμένο. Τότε κάποιοι αναρωτήθηκαν ποιο θα μπορούσε να είναι το επόμενο καλλιτεχνικο-επαγγελματικό βήμα του επίδοξου σεφ: να μαγειρέψει στο Ηρώδειο ή στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου;
Όμως αυτό που τότε έμοιαζε εξωφρενικό, έγινε πραγματικότητα. Στον κύκλο «Μουσική Γευσιγνωσία», επώνυμοι σεφ μαγειρεύουν για το κοινό του Μεγάρου και οι φιλόμουσοι γεύονται τις δημιουργίες τους στα διαλείμματα της συναυλίας, στην ειδικά διαμορφωμένη με ροτόντες αίθουσα Banquet. Και δεν τρώνε ό,τι κι ό,τι, αλλά πιάτα που συνδυάζονται με το πνεύμα της μουσικής, γεύσεις φίνες, ψαγμένες, καμωμένες για λεπτές ψυχές, αυτιά και ουρανίσκους. Έτσι, τα βαλς του Στράους συνδυάζονται με «ντοματόσουπα ζελαρισμένη, μαριναρισμένο σταμναγκάθι και “τριλογίες” σολομού», ενώ στις συνθέσεις του Τέλεμαν ταιριάζουν οι «ασυνήθιστες γεύσεις», όπως «ψωμί από χαρούπι, φάβα από αρακά, πουρές από καυκαλήθρες». Το εισιτήριο δεν είναι τρομακτικά ακριβό ενώ η ορχήστρα παίζει αφού οι σερβιτόροι έχουν μαζέψει τα πιάτα από τα τραπέζια, όμως αναρωτιέται κανείς πώς, μετά από τόσες λεπτές γεύσεις και εξευγενισμένα ακούσματα, αντέχει κανείς, γυρίζοντας σπίτι του, να δει κάποιον να ψάχνει στον κάδο των σκουπιδιών, για φαγητό.
Δεν πρόκειται για τη λεγόμενη «προκλητική κατανάλωση» (conspicuous consumption), αλλά για την κουλτούρα του «φουντισμού» (foodism) η οποία την τελευταία δεκαετία κερδίζει έδαφος κυρίως στα μεσαία στρώματα. Ο όρος επινοήθηκε από τον αμερικανό συγγραφέα (και οικειοθελώς παραιτηθέντα πανεπιστημιακό)Γουίλιαμ Ντερέσιεβιτς, που τον ανέπτυξε αρχικά σε ένα άρθρο του στους Νιου Γιορκ Τάιμς πέρυσι το φθινόπωρο. Η κεντρική ιδέα του συγγραφέα είναι ότι σε ένα διευρυνόμενο κυκλο ανθρώπων το φαγητό θεωρείται μορφή τέχνης και για πολλούς ταυτίζεται με τη δημιουργικότητα, την επιχειρηματικότητα, την πολιτική και την υγεία, ακόμα και τη θρησκεία. Το φαγητό μπολιάζεται «με το νόημα της ζωής» και εκφράζει τις συμβολικές αξίες αλλά και τις πνευματικές αναζητήσεις μιας μορφωμένης τάξης. Έτσι, αντί να συζητούν, π.χ., για ταινίες τέχνης ή για τη λογοτεχνία, προτιμούν να επιδεικνύουν τις γνώσεις τους για ιταλικά τυριά ή για την πολυνησιακή κουζίνα.
Ο Γ. Ντ. δέχτηκε σφοδρές επικρίσεις για το άρθρο του, με αποτέλεσμα, λίγους μήνες αργότερα, να επανέλθει για να εξηγήσει ότι, στους κύκλους των «καλλιεργημένων», το φαγητό έχει αντικαταστήσει την τέχνη ως αντικείμενο έμπνευσης, ανταγωνισμού, συζήτησης και λατρείας. Όμως το φαγητό, εξηγεί, «δεν είναι τέχνη, δεν έχει αφηγηματικό ή αναπαραστατικό χαρακτήρα, δεν εκφράζει ιδέες, δεν οργανώνει συναισθήματα».
Ο Γ. Ντ. αναφέρεται στην εκλεπτυσμένη Αμερική που θα ήθελε να εκπέμπει μια ευρωπαϊκή αύρα και όχι στη λεγόμενη «ζώνη της Βίβλου» όπου το χάμπουργκερ και η μπριζόλα ήταν και θα είναι βασιλιάς. ΄Ομως και στην Ελλάδα αναδύεται μια ιδιότυπη «αριστοκρατία της γεύσης» όπου η ευγένεια των γαστρονομικών προτιμήσεων, καθώς και το βάθος και το εύρος των διατροφικών γνώσεων είναι πιστοποιητικά καλλιέργειας και πνευματικής κομψότητας. Πόσο αναχρονιστικός μοιάζει ο Μπουνιουέλ που στα απομνημονεύματά του παραδέχεται ότι «δύο τηγανητά αυγά με λουκάνικα μου δίνουν μεγαλύτερη απόλαυση απ’ όλες τις “καραβίδες α λα βασίλισσα της Ουγγαρίας”…»!
Aνέκαθεν οι άνθρωποι συζητούσαν για το φαγητό ή έτρωγαν ακούγοντας μουσική, όμως σήμερα η μαγειρική γίνεται κομμάτι της βιομηχανίας του ελεύθερου χρόνου και στοιχείο της ταυτότητάς μας. Το εργατικό ρεπορτάζ έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τα ΜΜΕ, όμως στις εφημερίδες ανθεί η κριτική εστιατορίων ενώ συχνά συναντάμε λυρικές περιγραφές εδεσμάτων: «… κολασμένος ο κόκορας με χοντρό μακαρόνι» ή «κόβουμε την ψητή γαλοπούλα ώστε οι λεπτές φέτες του ψητού να πέφτουν απαλά στην πιατέλα όπως πέφτει το μεταξωτό κομπινεζόν στο πάτωμα όταν μια γυναίκα γδύνεται». Και το κορύφωμα της κουλτούρας του «φουντισμού», στην εγχώρια εκδοχή της, ήταν η αναφορά, σε ένα ταξιδιωτικό ρεπορτάζ, ενός παραθαλάσσιου μεζεδοπωλείου (ίσως ταβέρνας) στην Πρέβεζα που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τον ευκάλυτπο όπου αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης…
Έβδομη τέχνη το σινεμά, όγδοη η φωτογραφία, ένατη τα κόμικς … και η μαγειρική τείνει να θεωρηθεί η δέκατη μούσα του τηλεοπτικού πολιτισμού μας ή μάλλον η μητέρα όλων των τεχνών.