Στον αντίποδα του συνεδρίου – παρωδία του ΠΑΣΟΚ όπου συζήτηση δεν έγινε ούτε καν μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ο προσυνεδριακός διάλογος του ΚΚΕ εμφάνισε ένα κόμμα αν μη τι άλλο ζωντανό και μάχιμο, με ενεργητική συμμετοχή της βάσης σε προβληματισμούς, ενστάσεις και αναζητήσεις πέρα από τα στενά όρια.
του Δημήτρη Τζιαντζή
Την ίδια ώρα που οι Θέσεις εγκρίνονται με μεγάλη πλειοψηφία στις περισσότερες οργανώσεις, η πρωτοφανής έκταση της συζήτησης και των κριτικών φωνών ανέδειξε πλευρές μιας ανησυχίας και μιας ιδεολογικής σύγχυσης που απλώνονται σε όλο το φάσμα της Αριστεράς, κάτι που όσο και αν μπορεί να θεωρηθεί σημάδι αδυναμίας, είναι λογικό μπροστά στον κοσμοϊστορικό χαρακτήρα της σημερινής παγκόσμιας κρίσης.
Κανείς δεν έμεινε στο απυρόβλητο σε αυτή τη διαδικασία, ούτε η ίδια η Αλέκα Παπαρήγα, ούτε πολύ περισσότερο η περίοδος του Χαρίλαου Φλωράκη, η στάση του κόμματος για τις συμμαχίες, η στρατηγική, το καταστατικό κ.λπ. Γι’ αυτούς τους λόγους προκαλεί προβληματισμό η προσπάθεια της ηγεσίας να τελειώσει το συνέδριο πριν καν αυτό αρχίσει, στέλνοντας μήνυμα για φρένο στις φωνές αμφισβήτησης των κυρίαρχων επιλογών της κομματικής κορυφής.
Το ένα μετά το άλλο, τα στελέχη πρώτης γραμμής πήραν θέσεις μάχης απέναντι στους διαφωνούντες. Το έναυσμα έδωσε η ίδια η Αλέκα Παπαρήγα και ακολούθησαν ο Δημήτρης Κουτσούμπας, ο Παναγιώτης Μεντρέκας , ο Στρατής Κόρακας ο Μάκης Μαΐλης μεταξύ άλλων. Το βαρύ πυροβολικό της ΚΕ προχώρησε σε παρεμβάσεις ασυνήθιστα σκληρού ύφους, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στις σελίδες της «Πολιτικής» και όχι απλώς του «Προσυνεδριακού διαλόγου» όπως θα έπρεπε.
Η ιδεολογική αντιπαράθεση σε ορισμένες περιπτώσεις εκφυλίστηκε σε προσωπικές επιθέσεις εναντίον των πιο προβεβλημένων στελεχών που εξέφρασαν τις διαφωνίες τους. Ωστόσο, αποτελεί λαθεμένη υπεραπλούστευση το να σταθείς σε μια σύγκρουση μεταξύ της σημερινής «αριστερής στροφής» της ηγεσίας του κόμματος και σε όσους αντιστέκονται στη λεγόμενη «απο-φλωρακοποίηση».
Η Αλέκα Παπαρήγα, σε ομιλία της σε προσυνεδριακή κομματική συνεδρίαση στη Θεσσαλία, βάφτισε «οπορτουνισμό» κάποιες από τις απόψεις που δημοσιοποιήθηκαν και έφτασε να χαρακτηρίσει «αγράμματα» τα στελέχη που διατυπώνουν άλλη άποψη σχετικά με το χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού.
Σε αυτή την ομοβροντία της ηγεσίας κατά των διαφωνούντων, απροκάλυπτα επιθετικό είναι το κείμενο του Παναγιώτη Μεντρέκα με το χαρακτηριστικό τίτλο «Αρθρογραφία διαστρέβλωσης και αθλιότητας κατά των Θέσεων του 19ου Συνεδρίου». Εδώ ξεχειλίζουν οι ιδιαίτερα υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί και εκφράσεις (π.χ., «ανόητο», «τεχνάσματα», «μαγειρέματα λέξεων», «αθλιότητες», «τερατολογίες», «θράσος», «κατάντια» και «γελοίο») για τα άρθρα κριτικής που γράφτηκαν στο πλαίσιο του προσυνεδριακού διαλόγου. Είναι χαρακτηριστικό του ύφους ότι στο κείμενο νυν μέλος του κόμματος αναφέρεται ως «κύριος που έχει το θράσος να πετάει βρωμιές στην ΚΕ» και όχι ως σύντροφος.
Από τον Ριζοσπάστη δεν έλειψαν και οι πιο μετριοπαθείς μπηχτές, όπως το συστημένο σχόλιο που δημοσιεύτηκε και σημειώνει με νόημα ότι δεν αρκεί να μιμηθείς μια «καρικατούρα» της φράσης του Κλίντον «Είναι η οικονομία, ηλίθιε», για να δώσεις απαντήσεις για την κρίση.
Την ίδια ώρα που ακόμα και τα πιο σκληροπυρηνικά θρησκευτικά δόγματα βάζουν νερό στο κρασί τους (για πρώτη φορά μετά το σχίσμα του 1054 ο Οικουμενικός Πατριάρχης έδωσε το παρών στην ενθρόνιση του Πάπα Ρώμης), η ηγεσία του Κόμματος σπεύδει με ένα δογματισμό στα όρια της μεταφυσικής να κλείσει στον …αιώνα τον άπαντα την πόρτα της συνεργασίας στις άλλες αριστερές δυνάμεις. Με άρθρο γραμμής στο Ριζοσπάστη, ο Δημήτρης Κουτσούμπας δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξει καμία βάση συνεργασίας με κόμματα που προέκυψαν «από διάσπαση οπορτουνιστική από το κόμμα μας, όπως είναι σήμερα το ΝΑΡ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο ΣΥΝ, το αριστερό ρεύμα, η κίνηση του Αλαβάνου και οτιδήποτε νέο ενδεχομένως προκύψει». Αξίζει να σημειωθεί ότι στο ίδιο κείμενο –για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά στον Ριζοσπάστη– αποδοκιμάζεται η συμμετοχή του ΚΚΕ στις κυβερνήσεις συνεργασίας με ΠΑΣΟΚ και ΝΔ το 1989.
Όπως αναφέρεται, πρόκειται για μια «κυβερνητική συμμετοχή που την πληρώσαμε και την πληρώνουμε ακριβά και πολιτικά ακόμα και σήμερα, για να μην πούμε τις αρνητικές επιπτώσεις που έφερε στις συνειδήσεις της εργατικής τάξης και πλατιών λαϊκών μαζών, τις αυταπάτες και συγχύσεις που δημιούργησε». Επισήμως ωστόσο, όχι μόνο δεν υπάρχει ακόμα καμία απόφαση αποκήρυξης των δεξιόστροφων επιλογών εκείνης της περιόδου αλλά δεν διακρίνεται ούτε ίχνος αυτοκριτικής, ενώ «οπορτουνιστές» εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται όσοι διαφώνησαν με αυτές τις επιλογές.
Πέρα από την ανάγκη ανάδειξης ενός πολιτισμού πραγματικά εργατικού και όχι του πολιτισμού της στενής ιδιοκτησιακής αντίληψης, το ΚΚΕ έχει το δύσκολο έργο να πείσει τα μέλη του και τους εργαζόμενους ότι η πρόταση της Λαϊκής Συμμαχίας συνδέεται με άμεσους πολιτικούς στόχους, ότι μπορεί να εμπνεύσει και να οδηγήσει το εργατικό κίνημα σε νίκες και κατακτήσεις με προοπτική.