Ένας νέος προερχόμενος από ΕΑΜική οικογένεια βρίσκεται να πολεμά και να πεθαίνει στον εμφύλιο, πολεμώντας με τον Εθνικό Στρατό. Ο Κώστας Στοφόρος βρήκε τα γράμματα του συνονόματου θείου του και τα δημοσιεύει στο βιβλίο Του νεκρού αδερφού (41 γράμματα από το μέτωπο του εμφυλίου) για να διασώσει ψηφίδες της πονεμένης ιστορίας του λαού μας.
του Δημήτρη Σταμούλη
Μέσα σε 41 γράμματα αποτυπώνεται η αγωνία του στρατιώτη Στοφόρου Κωνσταντίνου, του 4ου λόχου του 509ου τάγματος, να ξεφύγει από το ζοφερό τοπίο της ορεινής Δυτικής Μακεδονίας όπου κυριαρχούν ο βαρύς χειμώνας και το χιόνι, η αγωνία του να επικοινωνήσει με τους οικείους του επαναλαμβάνοντας μηχανικά τα ίδια θέματα, η κυκλοθυμική εναλλαγή χαράς και πίκρας για την άτακτη αλληλογραφία του, το άγχος του για την τύχη του, για τη μετάθεση που δεν έρχεται, μέχρι το σύντομο τέλος…
Στο εισαγωγικό κομμάτι του βιβλίου περιγράφεται η ιστορία της οικογένειας Στοφόρου. Θα λέγαμε πως είναι μια τυπική ιστορία οικογένειας που συνδέθηκε με την Αντίσταση. Η μητέρα νεκρή σε γερμανικές επιχειρήσεις, αδελφή και ξάδελφος τραυματισμένοι από νάρκες, ο ένας γιος νεκρός στο μέτωπο του εμφυλίου και ο άλλος στη Μακρόνησο, ως μέλος του ΕΑΜ και συμμετέχων στη λαϊκή δικαιοσύνη, άλλα μέλη της ευρύτερης οικογένειας εκτελεσμένα και εξορισμένα. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να ξετυλίξουμε το κουβάρι του χρόνου και του τόπου, όπου τοποθετείται η ζωή και ο θάνατος του Κώστα Στοφόρου.
Ο Κώστας Στοφόρος ήταν εκπρόσωπος της νέας γενιάς της Κατοχής, του δεύτερου κύματος που στελέχωσε την Αντίσταση. Η προηγούμενη γενιά, οι μαχητές της Αλβανίας την ξεκίνησαν και η γενιά του Στοφόρου, οι νεολαίοι της ΕΠΟΝ την γιγάντωσαν με ενθουσιασμό. Η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ) ιδρύθηκε, πριν 70 χρόνια, στις 23 Φεβρουαρίου 1943 από τη συνένωση δέκα οργανώσεων νεολαίας. Ανάμεσά τους και η ΕΝΑΡ, «Ένωση Νέων Αγωνιστών Ρούμελης», στην οποία ήταν οργανωμένος και ο Κώστας Στοφόρος ως μαθητής Γυμνασίου στο Δαδί. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Χαράλαμπου Στοφόρου, κάτω από τα μάτια των Ιταλών ένας καθηγητής τους μάθαινε τη χρήση των όπλων. Με αυτές τις σκέψεις, ανάμεσα σε άλλες, παρουσίασε το βιβλίο Του νεκρού αδερφού (41 γράμματα από το μέτωπο του Εμφυλίου), ο ιστορικός Γιάννης Σκαλιδάκης σε πρόσφατη εκδήλωση στο Χαλάνδρι.
65 χρόνια μετά, «το 2001, μετά το θάνατο του πατέρα μου και αδερφού του Κώστα, Θύμιου Στοφόρου ήρθαν στα χέρια μου τα γράμματά του, μαζί με άλλα ντοκουμέντα: Ταυτότητα, στρατιωτικό βιβλιάριο, στρατιωτικά έγγραφα, δελτία τροφίμων, σημειώματα, λίγες φωτογραφίες… 41 γράμματα, σταλμένα στους αδερφούς του Γιώργο και Θύμιο, που καλύπτουν σχεδόν όλη τη διάρκεια της σύντομης θητείας του. Το τελευταίο γράφτηκε δυο μέρες πριν το θάνατό του.
Αντέγραψα αυτά τα γράμματα, πρόσθεσα μια εισαγωγή, ζήτησα ένα κείμενο από τον αγαπημένο του εξάδελφο Χαράλαμπο Στοφόρο, έφτιαξα ένα χρονολόγιο και μετά από αρκετή σκέψη, αποφάσισα να προχωρήσω στην έκδοση του βιβλίου, ως πράξη μνήμης», σημειώνει ο συγγραφέας του βιβλίου Κώστας Στοφόρος (ανιψιός και συνονόματος του νεκρού στρατιώτη).
Το τραγικότερο σε όλη την υπόθεση είναι πως ο Κώστας Στοφόρος σκοτώθηκε πολεμώντας για κάτι στο οποίο δεν πίστευε
«Οι ηλικίες αυτές, είκοσι ενός χρονών το 1945 ή 1946 ή 1947, ήταν ακριβώς αυτές που είχαν ζήσει τα εφηβικά τους χρόνια στην Κατοχή, με τις περιπέτειες και τους ενθουσιασμούς της. Πολλές χιλιάδες από αυτούς τους υποψήφιους φαντάρους είχαν γνωρίσει ή ήταν μέλη της ΕΠΟΝ (σ.σ. όπως ήταν και η περίπτωση του Κώστα Στοφόρου). Υπήρχε βάσιμη και διάχυτη καχυποψία για τη συμπεριφορά τους σε έναν πόλεμο που, σε πολλές περιπτώσεις, στρεφόταν ενάντια στον εφηβικό τους κόσμο, στις νεανικές εμπειρίες τους. Η αντιφατική και οπωσδήποτε νεφελώδης πολιτική του ΚΚΕ στο ζήτημα της κατάταξης στον στρατό των οργανωμένων μελών και των οπαδών του ελάχιστα καθησύχαζε τη στρατιωτική ηγεσία» (Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου).
Με «πρόθυμους» συγχωριανούς του καταδότες, όπως σαφώς λέει στα γράμματά του και με δυσπιστία ως προς τα «εθνικά του φρονήματα», βρέθηκε στην πρώτη γραμμή.
Σήμερα διαβάζοντας αυτά τα γράμματα –πολύτιμες και αφιλτράριστες μαρτυρίες που καταρρίπτουν κάθε μεγαλοστομία περί μάχης για τα εθνικά ιδεώδη και υποσκάπτουν τις «υπέρ πατρίδος» ρητορικές– δείχνουν ανάγλυφα ένα τραύμα που ακόμη κουβαλάμε μέσα μας, 65 χρόνια αργότερα.
Σαν επίλογος θα μπορούσαν να γραφτούν αυτά τα λόγια, που αναφέρονται στους μαχητές ενός άλλου εμφυλίου πολέμου, αυτού της Ισπανίας: «Ξέρετε κάτι; Από τότε που τέλειωσε ο πόλεμος, δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να τους σκεφτώ. Ήταν τόσο νέοι… Πέθαναν όλοι. Όλοι νεκροί. Νεκροί. Νεκροί. Όλοι. Κανείς τους δε δοκίμασε τα όμορφα πράγματα της ζωής: κανείς δεν είχε μια γυναίκα μόνο δικιά του, κανείς δεν έζησε το θαύμα να έχει ένα παιδί, κι αυτό το παιδί, γύρω στα τρία ή στα τέσσερά του, να χώνεται στο κρεβάτι του, ανάμεσα σ’ εκείνον και στη γυναίκα του, μια Κυριακή πρωί σ’ ένα ηλιόλουστο δωμάτιο.
Κανείς δεν τους θυμάται, το ξέρετε; Κανείς. Κανείς δεν θυμάται ούτε καν γιατί πέθαναν, γιατί δεν απέκτησαν γυναίκα και παιδιά κι ένα ηλιόλουστο δωμάτιο. Κανείς, κι ακόμα λιγότερο εκείνοι για τους οποίους πολέμησαν. Δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει κανένας μίζερος δρόμος σε κανένα μίζερο χωριό καμιάς σκατοχώρας που θα έχει ποτέ το όνομα κανενός τους. Το καταλαβαίνετε;» (Χαβιέρ Θέρκας, Στρατιώτες της Σαλαμίνας, Πατάκης, μετάφραση Ελισώ Λογοθέτη).
Υ.Γ. Το βιβλίο κυκλοφορεί σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Για περισσότερες πληροφορίες: stoforos@yahoo.com ή στην ιστοσελίδα του συγγραφέα