‘Οχι απλώς πολιτική, αλλά βαθιά στρατευμένη ταινία είναι το Zero Dark Thirty της Κάθριν Μπίγκελοου. Όπως εξαρχής διευκρινίζεται, η ταινία στηρίζεται σε «προσωπικές μαρτυρίες» και καταγράφει το κυνηγητό για τη σύλληψη (ή μάλλον την εκτέλεση) του Οσάμα Μπιν Λάντεν από τη σκοπιά ενός στελέχους της CIA, μιας τριαντάχρονης κοκκινομάλλας με ευγενική φυσιογνωμία, της Μάγια, που στρατολογήθηκε στην Υπηρεσία ενώ ήταν ακόμα μαθήτρια στο Λύκειο (το όνομα Μάγια είναι φανταστικό). Η Μάγια είναι η άγνωστη ηρωίδα, που πάλεψε με θεούς και δαίμονες για να πετύχει τον στόχο της, δηλαδή την εξόντωση του αρχηγού της Αλ Κάιντα. Αυτό είναι και το μοναδικό της πάθος: Η Μάγια δεν καπνίζει, δεν πίνει (μόνο λίγη μπίρα), δεν ερωτεύεται, δεν νοιάζεται για φίλους ή συγγενείς. Όπως οι καλόγριες θεωρούνται νύμφες του Ιησού, έτσι και η Μάγια είναι νύμφη της CIA. Όταν μια νεαρή συνάδελφός της στο Πακιστάν, της προτείνει να την κεράσει ένα κεμπάμπ, η Μάγια απαντά στεγνά: «Δεν τρώω ποτέ έξω. Είναι επικίνδυνo».
της Μαριάννας Τζιαντζή
Δέκα χρόνια κρατά η αναζήτηση. Ανακρίσεις υπόπτων, παρακολουθήσεις, υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, μελέτη και συνδυασμός των αναρίθμητων στοιχείων, καταθέσεων, μετακινήσεων, γεγονότων. Οι αντιδράσεις για την ταινία περιστράφηκαν γύρω από τα βασανιστήρια, για το αν η σκηνοθέτιδα είναι υπέρ ή κατά ή αν τα απεικονίζει με ψυχρή ουδετερότητα, αφήνοντας το θεατή να εξαγάγει τα συμπεράσματά του.
Ωστόσο, έτσι προσπερνάμε το κύριο μήνυμα της ταινίας, που δεν αφορά τόσο την αναγκαιότητα ή μη των βασανιστηρίων, όσο την ηθική δικαίωση των πολέμων των ΗΠΑ στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και την προκλητική περιφρόνηση απέναντι σ’ αυτό που λέμε διεθνές δίκαιο. Και η ταινία δικαιώνει πλήρως το ρόλο των ΗΠΑ ως τιμωρού και παγκόσμιου κυρίαρχου.
Σε μια πολύ σύντομη, σχεδόν φευγαλέα σκηνή, η Μάγια επισκέπτεται ένα παροπλισμένο πλοίο που λειτουργεί ως φυλακή της CIA, κάπου στην Πολωνία. Εδώ δεν ισχύουν κανόνες δικαίου, εδώ βρισκόμαστε σε έναν «μη τόπο», όπου η Αμερική δρα σαν απόλυτος μονάρχης. Κι εδώ, εν ονόματι της δήθεν ντοκιμαντερίστικης ουδετερότητας, η Μπίγκελοου εμφανίζει το παράλογο, το απάνθρωπο σαν φυσιολογικό.
Οι Αμερικανοί είναι αυτοί που ανακατεύονται όταν βλέπουν βασανιστήρια, που βάζουν τα στήθη τους μπροστά στα πυρά του εχθρού, που αψηφούν την κούραση και τους κινδύνους στους ξένους τόπους όπου πολεμούν. Στην οθόνη δεσπόζει το εκφραστικό πρόσωπο της Μάγια όταν σπαράζει, οργίζεται, ελπίζει. Οι άλλοι, οι λεγόμενοι «μαχητές του εχθρού», απεικονίζονται σαν ένα κομμάτι κρέας. Οι άλλοι σκούζουν, λυγίζουν, σπάνε, συνεργάζονται ή γίνονται κομάντος αυτοκτονίας.
Στο τέλος της ταινίας, εμφανίζεται στην οθόνη ένας απολογισμός των ανθρώπινων απωλειών και του κόστους των αμερικανικών εισβολών: Τόσοι πράκτορες της CIA νεκροί, τόσοι συγγενείς και πρωτοπαλίκαρα του Μπιν Λάντεν, τόσοι Ταλιμπάν …όχι όμως τόσοι άμαχοι, τόσα γυναικόπαιδα.
Αν η Μπίγκελοου πραγματικά ήθελε η ταινία της να μοιάζει με ντοκιμαντέρ, όπως η ίδια έχει δηλώσει, ίσως θα έπρεπε να έριχνε μια ματιά και από την απέναντι όχθη – και δεν εννοώ των οπαδών της Αλ Κάιντα, αλλά του κατοίκου του Πακιστάν ή του Ιράκ που βλέπει τους Αμερικανούς και τη CIA να δρουν στη χώρα τους χειρότερα απ’ ό,τι θα δρούσαν οι Ρωμαίοι σε μια μακρινή επαρχία της αυτοκρατορίας τους. Όμως εδώ οι Πακιστανοί απεικονίζονται ως καθυστερημένοι ανατολίτες, είτε δουλοπρεπείς είτε φανατισμένοι.
Το Zero Dark Thirty είναι μια μοντέρνα, δυνατή ταινία ωμής προπαγάνδας, που ασκεί κριτική στους «κολλημένους» γραφειοκράτες της CIA, αλλά αποθέωνει τους λεβέντες της. Ως προς τα βασανιστήρια, θυμίζει τη στάση των δικών μας τροϊκανόδουλων. Όπως τα μνημονιακά μέτρα χαρακτηρίζονται «σκληρά αλλά αναγκαία», έτσι και τα βασανιστήρια παρουσιάζονται λυπηρά, αλλά αναγκαία.
Σε αντίθεση με ό,τι δείχνουν οι φωτογραφίες από τη φυλακή στο Αμπού Γκραΐμπ, όπου οι φαντάροι ποζάρουν θριαμβευτικά, εδώ ο Αμερικανός ανακριτής δεν απολαμβάνει το έργο του, δεν είναι σαδιστής, αλλά επαγγελματίας. Δεν ξέρουμε πόσα Όσκαρ θα εισπράξει απόψε η Μπιγκελόου. Ξέρουμε όμως ότι ο στρατιώτης Μπράντλεϊ Μάνινγκ κρατείται εδώ και τρία χρόνια κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, επειδή έδωσε στα Wikileaks βίντεο που δείχνουν, μεταξύ άλλων, ένα αμερικανικό ελικόπτερο να πυροβολεί και να σκοτώνει αμάχους στο Ιράκ (και το πλήρωμά του να το γλεντάει…).
Ξέρουμε ότι ο Τζούλιαν Ασάνζ, ο ιδρυτής των Wikileaks ζει ουσιαστικά φυλακισμένος στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο, επειδή η έκδοσή του στην Αμερική ισοδυναμεί με την καταδίκη του σε ισόβια ή θάνατο. Δηλαδή η αποκάλυψη μιας πτυχής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής πληρώνεται με το πιο βαρύ τίμημα, ενώ η κινηματογραφική αισθητικοποίηση της βαρβαρότητας και του παραλογισμού βαφτίζεται καλλιτεχνικό επίτευγμα…
«Υπάρχει μια καλύτερη CIA και τη θέλουμε ή μάλλον υπάρχει μια καλύτερη CIA και σας τη δείχνουμε». Αυτό θα μπορούσε να ήταν το σλόγκαν της ταινίας της Μπίγκελοου.