Τα προγράμματα «κοινωφελούς εργασίας» έρχονται να εμπεδώσουν σε χιλιάδες εργαζόμενους –χρόνια άνεργους– την απλήρωτη εργασία και την εργασία χωρίς δικαιώματα.
του Στάθη Ντούρου
Ουσιαστικά μιλάμε για προγράμματα ενοικιαζόμενης εργασίας, όπου μια σειρά φορέων όπως το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και ΜΚΟ, με τη συμμετοχή κάποιων εργατικών κέντρων, προσλαμβάνουν με ατομικές συμβάσεις πεντάμηνης διάρκειας (χωρίς κανένα από τα υφιστάμενα εργατικά δικαιώματα) μερικές εκατοντάδες συμβασιούχους, οι οποίοι όμως, δεν εργάζονται για λογαριασμό τους, αλλά ενοικιάζονται στους λεγόμενους «συμπράττοντες φορείς» (Δήμοι, Περιφέρειες κ.λπ). Η χρηματοδότηση προέρχεται από το ΕΣΠΑ και η ασφάλιση από τον ΟΑΕΔ. ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και ΜΚΟ αμείβονται αδρά μέσω αυτών των προγραμμάτων, παίρνοντας το 5% της χρηματοδότησης, δηλαδή για τη Μαγνησία περίπου 400.000 ευρώ.
Στη Μαγνησία, μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με μια σειρά ανένταχτων αγωνιστών καθώς και αγωνιστών της αυτονομίας, συγκροτώντας μια ουσιαστικά ενημερωτική και συνδικαλιστική ομάδα, επιχείρησαν από την πρώτη ημέρα που υπογράφονταν οι συμβάσεις να δώσουν το στίγμα της δημιουργίας εργατικών συλλογικοτήτων στους χώρους δουλειάς. Αυτή η πρώτη κίνηση πήρε πιο μαζικό χαρακτήρα, από τη μία όταν πέρασε ο πρώτος μήνας και οι εργαζόμενοι δεν έλαβαν ούτε δείγμα μισθού και από την άλλη όταν άρχισε να έχει μαζική κινηματική και διεκδικητική δράση, μέσω της οποίας κατόρθωσε να συγκροτήσει συνέλευση των εργαζόμενων στην «κοινωφελή εργασία». Από το σημείο αυτό και έπειτα, ο αγώνας είχε μια διαρκώς κλιμακούμενη ανάπτυξη και μαζικοποίηση. Στο πλαίσιο αυτά έγιναν παραστάσεις διαμαρτυρίας στον αντιπεριφερειάρχη, κατ’ επανάληψη στη διοίκηση του Εργατικού Κέντρου Βόλου, το οποίο είχε υπογράψει τις συμβάσεις ως παράρτημα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και ουσιαστικά ως τυπικός εργοδότης, στον δήμαρχο Βόλου, στο υποκατάστημα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ στη Λάρισα, δύο μαζικές πορείες στο κέντρο του Βόλου καθώς και διήμερη κατάληψη του ΕΚΒ. Αποκορύφωμα υπήρξε η εβδομαδιαία κατάληψη του Δημαρχείου του Βόλου (από την Παρασκευή 11 ως και την Παρασκευή 18 Ιανουαρίου), με παράλληλη απεργία, η οποία έκανε το ζήτημα της καταβολής των δεδουλευμένων κεντρικό πολιτικό ζήτημα στην περιοχή, ασκώντας πολιτικό εκβιασμό στα κυβερνητικά τοπικά κέντρα, γεγονός που απέδωσε και καρπούς, μιας και καταβλήθηκαν τα δεδουλευμένα των συμβασιούχων εργαζόμενων.
Μέσα από αυτό τον αγώνα βγαίνουν μια σειρά εξαιρετικά χρήσιμα συμπεράσματα. Πρώτο, αναδείχτηκε με τον πιο χυδαίο τρόπο το τι σημαίνει εργοδοτικός συνδικαλισμός της ΓΣΕΕ και της πλειοψηφίας των Εργατικών Κέντρων. Το ΕΚΒ, όχι απλώς πρόδωσε το ρόλο του (για μια ακόμη φορά) ως εργατική ένωση, μέσω της υπογραφής αυτών των κατάπτυστων συμβάσεων, αλλά έπαιξε ανοιχτά τρομοκρατικό και κυβερνητικό ρόλο. Χαρακτηριστική είναι η καταγγελία του στις 20/12, που ονομάζει τους αγωνιζόμενους συναδέλφους «προβοκάτορες και σπεκουλαδόρους». Στο ίδιο περίπου μήκος κύματος κινήθηκε και η πλειοψηφία του ΔΣ των ΟΤΑ Μαγνησίας.
Δεύτερο, η κυβερνητική και εργοδοτική τρομοκρατία δεν είναι αήττητη. Παρόλο που ενορχηστρώθηκε κυρίως από τη δημοτική αρχή (ένα ΠΑΣΟΚικό συνονθύλευμα) μια χουντικού τύπου επιχείρηση τρομοκράτησης συναδέλφων που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις, που έφτανε μέχρι και με απειλή απόλυσης, μια σημαντική μερίδα εργαζομένων έδωσε τη μάχη μέχρι το τέλος και νίκησε, παρόλο που δεν είχε ούτε τη στοιχειώδη κάλυψη κάποιου σωματείου.
Τρίτο, η δράση του ΠΑΜΕ σε όλο αυτό τον αγώνα τελικά μάλλον έχει αρνητικό πρόσημο. Παρόλο που από την πρώτη συνέλευση που εμφανίστηκε το πρώτο του μέλημα ήταν να καταγγείλει τα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι συμμετέχοντες προσπάθησαν να τους εντάξουν σε μια διαδικασία κοινής δράσης, που στο βαθμό που επετεύχθη βοήθησε. Η διαρκής του τάση όμως για υποταγή του αγώνα στους στόχους του, τελικά δημιούργησαν μεγάλα προβλήματα, αποστράτευσαν αγωνιστές και δημιούργησαν αποστροφή σε έναν κόσμο που κατά πλειοψηφία έβγαινε για πρώτη φορά στο δρόμο. Η γραμμή του που επιδίωκε μια αποκλειστική σύγκρουση με το ΕΚΒ προκειμένου να στηριχτεί το συνδικαλιστικό σχέδιο του μέσα στη διοίκηση του ΕΚΒ, ηττήθηκε από την αντίληψη που έβαλε η αντικαπιταλιστική Αριστερά για κεντρική αντιπαράθεση με τα κυβερνητικά κέντρα. Πιο απλά, χωρίς αυτή την αντίληψη η κατάληψη του Δημαρχείου δεν θα είχε γίνει ποτέ και σήμερα ίσως οι εργαζόμενοι ήταν ακόμα απλήρωτοι. Το χειρότερο όμως ήταν πως το ΠΑΜΕ υπονόμευσε ανοιχτά τη δημιουργία σωματείου συμβασιούχων.
Τέταρτο, η αντιπαράθεση με τις νέες μορφές εργασίας χρειάζεται μια διαρκή αναμέτρηση. Ουσιαστικά δεν μπορεί να υπάρξει μόνιμη αντιπαράθεση χωρίς την ύπαρξη σωματείων συμβασιούχων ή σωματείων που θα εγγράφουν τους συμβασιούχους όχι απλά στο διάστημα που είναι σε ισχύ η σύμβασή τους, αλλά και τους απολυμένους συμβασιούχους.