του Γιάννη Ελαφρού
Μπορεί η συνδικαλιστική γραφειοκρατία να εμφανιζόταν ικανοποιημένη μετά την απεργία της Τετάρτης, αλλά το ερώτημα που υπήρχε στα χείλη των περισσότερων εργαζομένων και ανέργων, του ευρύτερου κόσμου της Αριστεράς το απόγευμα της Τετάρτης, μετά από τις μεγάλες όντως αλλά νωθρές διαδηλώσεις, ήταν «και τώρα τι κάνουμε»; Η αίσθηση ότι παρά τις μεγάλες ή πολύ μεγάλες αντιδράσεις του λαού και τις μάχες χαρακωμάτων που δίνει το παλιό εργατικό κίνημα «τα μέτρα περνούν» και η ολομέτωπη επίθεση για την αντιδραστική ανασυγκρότηση του καπιταλισμού στην Ελλάδα προχωρά είναι ευρεία διαδεδομένη* και δεν είναι χωρίς βάση. Την ίδια ώρα η κατάσταση των εργαζομένων, των ανέργων, των νέων φτωχών, της λαϊκής οικογένειας χειροτερεύει δραματικά και πολύς κόσμος νιώθει ήδη εξουθενωμένος από την μάχη της επιβίωσης για να μπει στον αγώνα. Το χαμένο μεροκάματο της απεργίας έχει γίνει κρίσιμο για να βγει ο μήνας, ενώ η απειλή της απόλυσης γίνεται τρομακτική, με 27% ανεργία. Το σύστημα προσπαθεί να μετατρέψει το άθλιο αποτέλεσμα της πολιτικής του (την κοινωνική καταστροφή), σε όπλο του, με την έννοια ότι η ίδια η επέκταση της φτώχειας και της ανεργίας, μπορεί να παγώνει αντιδράσεις, να καταπονεί, να τρομοκρατεί, να σπρώχνει στην απογοήτευση και στον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών, με πιο αποτρόπαια έκφραση το νεοναζιστικό κανιβαλισμό.
Είναι όμως η πορεία της Ιερής Συμμαχίας κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ, μια πορεία θριάμβου, από νίκη σε νίκη; Ή μήπως μοιάζει με την προέλαση των χιτλερικών στρατιών στην ΕΣΣΔ, πριν από την μάχη της Μόσχας και τη συντριβή στο Στάλινγκραντ; Η τριετής πορεία εφαρμογής της προληπτικής αστικής αντεπανάστασης έχει προκαλέσει -και προκαλεί κάθε μέρα που περνά- πρωτοφανή φθορά στις κυρίαρχες πολιτικά και κοινωνικά δυνάμεις. Την έλλειψη θετικού οράματος, το απατηλό και ληστρικό της ανάπτυξης που υπόσχονται, την διάλυση κοινωνικών συμμαχιών, τον Τιτανικό του ΠΑΣΟΚ και την βαθιά κρίση του πολιτικού τους συστήματος, την τάση πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης και αναζήτησης κυρίως προς τα αριστερά εκατομμυρίων εργαζομένων και νεολαίας.
Όλα δείχνουν ότι είμαστε σε μια κρίσιμη στιγμή. Καταχνιά βαριά σκεπάζει τον λαό μας, που κρατά όμως άσβεστη τη φλόγα μιας καινούργιας ανταρσίας. Τίποτα δεν προδικάζει ότι θα υπάρξει «Στάλινγκραντ», «Γοργοπόταμος» ή «Πολυτεχνείο». Κι όμως το φάντασμα του Νοέμβρη και του Οκτώβρη, «με άλλα ρούχα» βεβαίως, επιστρέφει σαν ανάγκη και σαν δυνατότητα. Το σύστημα προσπαθεί να μετατρέψει τη σημερινή υποχώρηση της λαϊκής κινητοποίησης και του αισιόδοξου «πνεύματος της ανατροπής» σε μια ήττα του λαϊκού παρατεταμένου πολέμου. Όμως, όταν έχουν στόχο να μετατρέψουν το λαό σε σύγχρονους δούλους και υπηκόους δεν υπάρχει χώρος για συναινέσεις. Υποταγή ή εξέγερση, αντεπαναστατικό τσάκισμα των τάσεων χειραφέτησης ή σύγχρονη επαναστατική απάντηση. Στα δύσκολα απαιτείται επαναστατική Αριστερά, μια Αριστερά παντός καιρού! Είναι αλήθεια. Είμαστε καταδικασμένοι! «Είμαστε καταδικασμένοι να νικήσουμε».
Από πού να αρχίσουμε; Ας μην ψάχνουμε μόνο τρόπο, το βασικό που λείπει είναι η κατεύθυνση, είναι ένα άλλο πρόγραμμα, μια άλλη προοπτική. Εάν δεν διαμορφωθεί ένα ισχυρό κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα και μια αντίστοιχη μαζική Αριστερά, που θα παλεύει για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, τότε λίγα θα είναι τα βήματα που μπορεί να κάνει το κίνημα.
ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΤΟΜΗ ΓΙΑ ΝΙΚΗ
Εάν σήμερα θέλουμε να κινητοποιηθούν εκατομμύρια λαού και να μπολιαστούν με το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, είναι απαραίτητο να συγκροτηθούν πρωτοπορίες.
Η απεργία της Τετάρτης και οι μεγάλες διαδηλώσεις της, η μαζικότητα και η αντοχή των αγροτικών μπλόκων, οι σκληρές απεργιακές μάχες σε κλάδους και χώρους (ΟΤΑ, μετρό, ναυτεργάτες), το διάχυτο κλίμα μέσα στον κόσμο βεβαιώνουν για ένα πράγμα: ότι η δυσαρέσκεια μεγαλώνει, ότι η κοινωνική βάση μιας αγωνιστικής, ανατρεπτικής εργατικής απάντησης στην επιδρομή κεφαλαίου, κυβέρνησης, ΕΕ, ΔΝΤ είναι πολύ πλατιά, ότι ο λαός αναζητά δρόμους για να ξεσπάσει λυτρωτικά. Και πως μπορούσε να συμβεί αλλιώς: όσο πιέζεται το ελατήριο προς τα κάτω, τόσο απότομα και ορμητικά αυτό εκτινάσσεται.
Η λαϊκή δυναμική πέρασε από διάφορες φάσεις στο τρίχρονο αυτό του σκληρού αγώνα ενάντια στην προσπάθεια καπιταλιστικής αντιδραστικής ανασυγκρότησης και υπέρβασης της βαθιάς συστημικής κρίσης, που κλιμακώθηκε απότομα στις αρχές του 2010. Η κίνηση των μαζών έμοιαζε παλινδρομική, από την άμπωτη στην πλημμυρίδα και πάλι πίσω, για να επιστρέψει σε ανώτερο επίπεδο, από πλευράς μαζικότητας αλλά και πολιτικών στόχων. Όταν ξεπέρασαν το σοκ και την αυτοενοχοποίηση, ευρείες λαϊκές κι εργατικές μάζες νόμιζαν ότι θα μπορούσαν με μια – δυο μεγάλες απεργίες αλά Γιαννίτση και ένα «ντου» στη Βουλή να σταματήσουν την επιδρομή. Κορύφωση αποτέλεσε η συγκλονιστική 5η Μάη 2010, όπου χρειάστηκε η μεγάλη προβοκάτσια της Μαρφίν για να ανακοπεί. Ακολούθησαν μήνες χαμηλής έντασης, αλλά έντονων πολιτικών ζυμώσεων, που οδήγησαν το 2011 σε κινητοποίηση ευρύτατων μαζών (πάνω από 1.500.000), ενώ το πολιτικό οπλοστάσιο πια του κινήματος είχε ξεκαθαρίσει τη συνολική αντίθεση στα μνημόνια και αμφισβητούσε έντονα το χρέος, με το αίτημα της παύσης πληρωμών και της διαγραφής να κερδίζει έδαφος. Η ελπιδοφόρα έξοδος στις πλατείες και στους δρόμους τον Μάη – Ιούνη 2011, η ανυπότακτη μάχη για να μην περάσει το μεσοπρόθεσμο, η τεράστια 48ωρη απεργία του Οκτώβρη και οι παρελάσεις του λαού στις 28 Οκτώβρη (με άρωμα εξέγερσης), οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου. Ξεσπούν μεγάλες απεργίες, όπως ο ηρωικός αγώνας της Χαλυβουργίας. Η πολιτική αδυναμία μαζικής αντίδρασης στο καπέλωμα της κυβέρνησης Παπαδήμου, οδήγησε στο μεγάλο ξέσπασμα της 12ης Φλεβάρη του 2012, ίσως η πιο μαζική και πιο μαχητική αντίδραση σε ολόκληρη αυτή τη διαδρομή, που έμεινε χωρίς συνέχεια.
Το 2012, με τον αναγκαστικό (όσο κι επικίνδυνο) για το σύστημα ελιγμό των εκλογών για να εκτονωθεί η λαϊκή δυναμική, σημαδεύεται από τρία στοιχεία, που πρέπει σήμερα να ανατραπούν για μια νικηφόρα προοπτική: Πρώτο, ανεβαίνει απότομα, ξανά, ο πολιτικός πήχης της αναμέτρησης, καθώς το αριστερόστροφο αντιμνημονιακό ρεύμα βρίσκεται αντιμέτωπο με πολύ ανώτερα πολιτικά διλήμματα, τα οποία είναι ανέτοιμο να απαντήσει, ενώ βασικές πολιτικές δυνάμεις που δρουν στο εσωτερικό του δίνουν απαντήσεις ενσωμάτωσης. Υπάρχει ζωή έξω από το ευρώ και την ΕΕ; Υπάρχει προοπτική χωρίς κεφάλαια και σε σύγκρουση με το κεφάλαιο; Υπάρχει άλλος κόσμος πέρα από τον κόσμο του κεφαλαίου και η Ελλάδα μπορεί να σταθεί μόνη της; Ποιος θα τα κάνει όλα αυτά; Υπάρχει πολιτική λύση, πέρα από τη γνωστή κοινοβουλευτική εκλογική διέξοδο, που μπορεί να οδηγήσει σε κυβέρνηση κατ΄όνομα αριστερή, αλλά που δεν θα οδηγήσει στα άκρα; Τολμάς να θέτεις θέμα εξουσίας, εξέγερσης και επανάστασης; Κι όλα αυτά μαζί με μια τρομερή κινδυνολογία, με τη συστράτευση όχι μόνο όλων των εγχώριων αστικών πολιτικών δυνάμεων (τρικομματική), αλλά και του διεθνούς καπιταλισμού (Γερμανία, Γαλλία, ΕΕ, ΟΝΕ, ΗΠΑ κλπ.), για να πείσουν ότι το άγνωστο κακό που μας περιμένει είναι χειρότερο από το γνωστό κακό που ζούμε. Άρα, το πρώτο εμπόδιο για τη νικηφόρα αντεπίθεση του κινήματος είναι πολιτικό, είναι το πολιτικό του βάθος, είναι η αίσθηση σε ευρύτερα στρώματα ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από την μνημονιακή καταστροφή. Από κει πρέπει να ξεκινήσουμε!
Δεύτερο, διαμορφώθηκε μια τάση όχι απλά υποχώρησης αλλά κινδύνου στρατηγικής οπισθοδρόμησης του μαζικού κινήματος. Στο έδαφος της αναποτελεσματικότητας του παλιού κινήματος, ξανατονώθηκε η άποψη ότι οι αλλαγές θα έρθουν από τα πάνω, μέσω των εκλογών, της εκπροσώπησης, της κυβέρνησης. Το θετικό στοιχείο της αναζήτησης συνολικής πολιτικής απάντησης και στο θέμα της εξουσίας και της κυβέρνησης, κάτω και από την αδυναμία των δυνάμεων της επαναστατικής αντικαπιταλιστικής και ανατρεπτικής Αριστεράς να το απαντήσουν ουσιαστικά, μεταλλάχθηκε και ενίσχυσε την κοινοβουλευτική ανάθεση και την καταστροφική εκλογική αναμονή, στις συγκεκριμένες συνθήκες με την αναμονή κυβέρνησης αντιμνημονιακής, με κέντρο τον ΣΥΡΙΖΑ. Πάνω σε αυτή την υποχώρηση της κινηματικής δραστηριότητας έχουν πέσει τα σκυλιά του νόμου και της τάξης (μαζί και τα μπουλντόγκ των νεοναζί της Χρυσής Αυγής) για να βάλουν πάλι τα πρόβατα στο μαντρί, με προκλητική κρατική και κυβερνητική τρομοκρατία και αστυνομοκρατία.
Το τρίτο στοιχείο είναι ότι υπάρχει σαφώς έλλειμμα αριστερής πολιτικής, την ώρα που αριστερά κόμματα βρίσκονται στην κυβέρνηση ή στην αξιωματική αντιπολίτευση. Εάν βεβαίως σαν αριστερή πολιτική ορίσουμε όχι την καλύτερη διαπραγμάτευση και την τέχνη του εφικτού στο πλαίσιο του συστήματος, αλλά την επαναστατική τακτική για την ανατροπή της βασικής κίνησης – επίθεσης του συστήματος, σήμερα του καπιταλιστικού εκβαρβαρισμού για να υπερβεί την κρίση του, με κύρια όπλα τα μνημόνια, το χρέος, την παραμονή στο ευρώ – ΕΕ και την καπιταλιστική κερδοφορία – (υπ)ανάπτυξη. Μια επαναστατική τακτική άρρηκτα δεμένη με την στρατηγική για την ανατροπή και υπέρβαση του καπιταλισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώνεται τάχιστα σε δύναμη αστικής δημοκρατικής αντιπολίτευσης, που πισωγυρίζει το λαό, ενώ το ΚΚΕ αρνείται να συμβάλλει έμπρακτα σε ένα μεγάλο ενωτικό κίνημα ανατροπής της επίθεσης, σε ρήξη με ΕΕ και κεφάλαιο. Το ζητούμενο μιας άλλης Αριστεράς, ανατρεπτικής και αντικαπιταλιστικής, μετωπικής και επαναστατικής, ενωτικής μέσα στο κίνημα και στο λαό αλλά σε ξεκάθαρο πολιτικό διαχωρισμό από την Αριστερά της ενσωμάτωσης, έρχεται επιτακτικά στο προσκήνιο. Μια Αριστερά του διαλόγου και της αναζήτησης, πρώτα και κύρια για τη συγκρότηση και την εμβάθυνση του επιτακτικά αναγκαίου σήμερα συνεκτικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης για την ανατροπή της επίθεσης, για την επιβίωση του λαού και μια αξιοβίωτη ζωή για όλους. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προέβαλε τον πυρήνα ενός τέτοιου προγράμματος και πρέπει σήμερα να προχωρήσει παραπέρα, ενισχύοντας το αντικαπιταλιστικό μέτωπο και προωθώντας την πολιτική συνεργασία και συμπαράταξη όλων των μαχόμενων δυνάμεων της Αριστεράς, που προσεγγίζουν με τον δικό τους τρόπο κρίσιμες πλευρές αυτού του προγράμματος (όπως για παράδειγμα την ανάγκη εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ), στην κατεύθυνση της συγκρότησης ενός αντικαπιταλιστικού αριστερού πόλου.
Άρα, από πού να αρχίσουμε; Ας μην ψάχνουμε μόνο τρόπο, το βασικό που λείπει είναι η κατεύθυνση, είναι ένα άλλο πρόγραμμα, μια άλλη προοπτική. Εάν δεν διαμορφωθεί ένα ισχυρό κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα και μια αντίστοιχη μαζική Αριστερά, που θα παλεύει για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, για μονομερή κατάργηση μνημονίων και δανειακών συμβάσεων, για διαγραφή του χρέους, για έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ και ρήξη συνολικά με τις ιμπεριαλιστικές αλυσίδες, για να κερδίσουν οι εργαζόμενοι και να σωθούν οι άνεργοι και οι φτωχοί με κλονισμό των θέσεων του κεφαλαίου (σε κέρδη, πλούτο, ιδιοκτησία, εξουσία), για την ανατροπή του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού και της υποθηκευμένης στους «δανειστές» και στις πολυεθνικές αστικής δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας (από τη σκοπιά όχι του εξαγνισμού των θεσμών της αστικής δημοκρατίας, όπως προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μιας σύγχρονης εργατικής δημοκρατίας), τότε λίγα θα είναι τα βήματα που μπορεί να κάνει το κίνημα. Απαιτείται δηλαδή ένας μάχιμος, μέσα στη φωτιά της μάχης και όχι στη σιγουριά του εργαστηρίου, πολιτικός επανεξοπλισμός του κόσμου του αγώνα. Για να μπορέσει να τα βάλει με τα μεγάλα πολιτικά διλήμματα που τίθενται σήμερα, η αντιμνημονιακή συνείδηση πρέπει να ανέβει σε αντικαπιταλιστική. Δεν πρόκειται φυσικά για μια διαδικασία μηχανιστική, ούτε θα έρθει μέσα από έναν αφόρητο διδακτισμό κάποιων φωτισμένων πρωτοποριών, αλλά μέσα από την εμπειρία των εργαζομένων και το άνοιγμα των αναγκαίων μετώπων πάλης, που πρέπει να τραβιούνται μέχρι το τέλος και να εμπλουτίζονται από την αρχή με αντικαπιταλιστικά – αντιΕΕ προγράμματα πάλης.
Πρωτοπορίες όμως χρειάζονται. Για την ακρίβεια, εάν σήμερα θέλουμε να κινητοποιηθούν εκατομμύρια λαού και να μπολιαστούν με το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, είναι απαραίτητο να συγκροτηθούν πρωτοπορίες μαζικά και σε ανώτερο επίπεδο. Δεν μιλάμε απλά για τους μικρούς κύκλους της προηγούμενης περιόδου, αλλά για τις σημερινές αυξημένες δυνατότητες οργάνωσης και στράτευσης, για να εκφραστεί με υλικούς όρους η επαναστατική δυνατότητα της εποχής μας. Η συσπείρωση όλων των δυνάμεων που παλεύουν για τη σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική σε μια πρωτοβουλία για το κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης και η συμβολή σε αυτό του 3ου συνεδρίου του ΝΑΡ. Η ενίσχυση, προγραμματική αναβάθμιση και δημοκρατική συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έτσι ώστε να αναπτύσσεται σε ζωντανό και πρωτοπόρο μέτωπο και η πορεία προς τη 2η συνδιάσκεψή της. Η συσπείρωση, συμπόρευση και πολιτική συμπαράταξη όλων των δυνάμεων της εκτός των τειχών ανατρεπτικής Αριστεράς, ως μέρος ενός συνολικού σχεδίου για μια άλλη Αριστερά. Η δημιουργία στους χώρους δουλειάς, στις γειτονιές και στη νεολαία ενός πυκνού δικτύου αντικαπιταλιστικών σχημάτων και κινήσεων, με αναζωογόνηση όσων υπάρχουν και δημιουργία καινούργιων. Η συγκρότηση ενωτικής πανελλαδικής ταξικής κίνησης αγωνιστών του εργατικού κινήματος με αντικαπιταλιστική κατεύθυνση κι έκφραση της τάσης χειραφέτησης. Η μετωπική παρέμβαση της ανατρεπτικής Αριστεράς σε κρίσιμα πεδία της αντιπαράθεσης, όπως η πάλη κατά της ΕΕ, ο αγώνας για τις λαϊκές ελευθερίες και δικαιώματα, κατά του ιμπεριαλισμού και του πολέμου. Όλα αυτά αποτελούν επείγουσες αναγκαιότητες μιας συνολικής τομής στο κίνημα και την Αριστερά, που σε μεγάλο βαθμό θα κρίνουν την πορεία της ταξικής αναμέτρησης. Για να το πούμε με ένα στίχο: γίνε ο δρόμος να περάσεις!
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΡΓΙΑ, ΤΙ;
Για ένα άλλο κέντρο εργατικού αγώνα. Συντονισμός και ενιαία πάλη
Μετά την απεργία τι; ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ δεν είχαν φυσικά κανένα σχεδιασμό για την επόμενη μέρα. Οι δυνάμεις του γραφειοκρατικού και υποταγμένου συνδικαλισμού στρέφουν όλη τους την προσοχή στο συνέδριο της ΓΣΕΕ. Καθώς οι περισσότεροι αντιπρόσωποι προέρχονται από εκλογές που έχουν πραγματοποιηθεί ένα ή και περισσότερο χρόνο πριν, οι συσχετισμοί δεν θα αλλάξουν ριζικά, παρότι οι πολιτικοί συσχετισμοί μέσα στον κόσμο της εργασίας και ειδικά η στάση απέναντι στην ΓΣΕΕ έχουν τροποποιηθεί εκκωφαντικά τα τελευταία χρόνια. Πάντως τόσο το ΚΚΕ, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ προετοιμάζονται για το συνέδριο της ΓΣΕΕ. Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ είχε θέσει το στόχο της άλωσης της συνομοσπονδίας, προχωρώντας σε συνεργασία και με πρώην ΠΑΣΚίτες που διαφοροποιούνται. Δεν θα βγει αυτός ο στόχος. Αλλά είναι αυτός ο δρόμος; Είναι δηλαδή μια ορισμένη αγωνιστική μετατόπιση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας; Ή η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, κάτι που μπορεί να γίνει πρώτα και κύρια από τα κάτω, στους χώρους δουλειάς και στο επίπεδο κυρίως του πρωτοβάθμιου σωματείου.
Αν λοιπόν κάτι πρέπει να γίνει τώρα, είναι ένας γύρος γενικών συνελεύσεων σε όλα τα σωματεία και στους χώρους δουλειάς, να καταλήξουν σε αποφάσεις τα πρωτοβάθμια σωματεία και να προχωρήσουν σε συντονισμό της πάλης τους. Να ενισχύσουν τον συνολικό Συντονισμό των Πρωτοβάθμιων Σωματείων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα, άλλους κλαδικούς ή τοπικούς συντονισμούς και πρωτοβουλίες, συμβάλλοντας σε ένα Συντονισμό όλων των Συντονισμών, που θα βάλει μπροστά ένα πρόγραμμα πρωτοβουλιών για την αναγέννηση του εργατικού κινήματος και την οργάνωση της πάλης, πέρα και σε ρήξη με τον πυροσβεστικό «σχεδιασμό» και το διορθωτικό περιεχόμενο των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ. Για να συγκροτηθεί ένα άλλο κέντρο αγώνα, ενωτικό και δημοκρατικό, που θα συσπειρώνει σωματεία και συνδικάτα που συμμετέχουν στους Συντονισμούς Πρωτοβάθμιων, στο ΠΑΜΕ, διαφοροποιούνται από τη γραφειοκρατία και θέλουν να παλέψουν, επηρεάζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ ή άλλα ρεύματα του κινήματος. Ρεαλιστική προοπτική είναι να δημιουργηθεί ένα κίνημα σαν τα «115 συνεργαζόμενα σωματεία» (που έγιναν πολύ περισσότερα) της δεκαετίας του ΄60 ή σαν τις ΣΑΔΕΟ της δεκαετίας του ΄70. Για ένα κέντρο αγώνα που θα παλέψει ουσιαστικά για τα εργατικά δικαιώματα σε ρήξη με τη στρατηγική του κεφαλαίου και της ΕΕ, παίρνοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων από ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ. Σε αυτό το στόχο πρέπει να συμβάλλουν όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς, και το ΚΚΕ και οι μαχόμενες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Το εργατικό κίνημα είναι το βασικό θεμέλιο του αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής, καθώς μπορεί να συμβάλλει στην ενοποίηση των αγώνων. Βασικός στόχος στο επόμενο διάστημα πρέπει να είναι να δίνονται όλες οι μάχες από τη σκοπιά όλης της εργατικής τάξης, όλου του λαού. Κανένας κλάδος μόνος, κανένας αγώνας μοναχικός. Αλληλεγγύη και κοινό μέτωπο, προσπάθεια συνειδητή για να συγκλίνουν όλοι οι αγώνες σε έναν μεγάλο πανεργατικό – παλλαϊκό ξεσηκωμό, σε μια συνειδητή και δημιουργική εξέγερση, με τον οργανωμένο λαό μπροστά. Έτσι, ο αγώνας των αγροτών πρέπει να αγκαλιαστεί από τις πόλεις, των ανέργων από όσους έχουν δουλειά, το «Δεν χρωστάμε – Δεν πληρώνουμε» με το «Δεν πουλάμε» τον δημόσιο πλούτο στα αρπακτικά του κεφαλαίου και με το «παλεύουμε να πληρωθούμε» για τη δουλειά μας, το διεκδικούμε συλλογικές συμβάσεις με το κανένα μόνος του στην κρίση. Όλα αυτά πρέπει να ενοποιούνται μέσα στο αντικαπιταλιστικό και αντιΕΕ πρόγραμμα, καθώς οι μάχες για να μην διαλυθεί η δημόσια εκπαίδευση και υγεία, να μην ξεπουληθούν ρεύμα, νερό, εδάφη, ενδιαφέρουν όλο το λαό και δεν μπορούν να κερδηθούν παρά σε σύγκρουση με τα μνημόνια, τις οδηγίες και τα όρια της ΕΕ, την αστική γραμμή των ιδιωτικοποιήσεων.
Υποκείμενο ανατροπής το μαζικό κίνημα: ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΤΟΥ, ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ΛΟΓΙΚΕΣ
Βασικό ζητούμενο σήμερα είναι η επανακατάκτηση της αξίας τού συλλογικού αγώνα και του οργανωμένου – πολιτικοποιημένου κινήματος ως βασικού και καθοριστικού υποκειμένου της ανατροπής. Η βασική αυτή αρχή έχει δεχθεί πλήγματα. Πέρα από τις αντικειμενικές δυσκολίες και την επίθεση του αντίπαλου, αρνητικά επιδρά και η στάση της Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει αγώνες βεβαίως, αλλά αναπτύσσει πια την λογική ενός κινήματος διαμαρτυρίας, που θα λειτουργεί ως υποστηρικτικό, ως «τσικό», της βασικής κοινοβουλευτικής του τακτικής για την κατάληψη της κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, διαχωρίζει την πολιτική λύση από το κίνημα, θεωρώντας ότι η πρώτη θα περάσει μέσα από τις εκλογές, τις οποίες το πολύ – πολύ να προετοιμάσουν οι αγώνες. Από την άλλη το ΚΚΕ έχει τη σταθερή δυσπιστία απέναντι στην ανεξάρτητη δράση του μαζικού κινήματος. Έτσι, η δυνατότητα αντεπίθεσης του κινήματος κινδυνεύει να εγκλωβιστεί μεταξύ των συμπληγάδων κυβέρνησης και κόμματος και να βουλιάξει στην απογοήτευση του κόσμου.
Απεναντίας, σήμερα οι μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς πρέπει να δώσουν όλες τους τις δυνάμεις στην αναγέννηση του κινήματος, για τη διαμόρφωση ενός αντίπαλου δέους στη σαρωτική επίθεση της άθλιας συγκυβέρνησης. Πρώτο, για να μην περάσουν τα μέτρα εξαθλίωσης και εκβαρβαρισμού του λαού. Για να μπλοκαριστεί και εκτροχιαστεί η επίθεση. Δεύτερο, γιατί μόνο το μαζικό κίνημα και η εξέγερση του λαού μπορούν να ανατρέψουν την πολιτική και την κυβέρνηση του κεφαλαίου και όχι οι λογικές του «ώριμου φρούτου». Οι κόμποι και οι καμπές που θα συνολικοποιήσουν την αντίδραση των εργαζομένων απέναντι σε «νέα μέτρα» είναι μπροστά μας. Τρίτο, γιατί μόνο μέσα σε αυτή την πάλη αναπτύσσονται συνειδήσεις με αντικαπιταλιστικό και ταξικό κριτήριο και στόχευση. Οι δυνάμεις της Αριστεράς αντί να σκέφτονται τις έδρες στη βουλή, θα έπρεπε να συμβάλλουν στο να δημιουργηθεί μια «Βουλή των κάτω», συγκροτημένη από αιρετούς και ανακλητούς αντιπροσώπους όλων των μαχόμενων οργάνων του μαζικού κινήματος για την επιβολή της λαϊκής θέλησης, που πρέπει να συγκροτηθούν σε χώρους δουλειάς, γειτονιές, νεολαία κλπ.
Η παρέμβαση για ένα πολιτικό εργατικό και λαϊκό κίνημα και για τη συγκρότηση των αυτοτελών (όσο και πρωτόλειων, αντικειμενικά) οργάνων του είναι ουσιαστική πολιτική απάντηση και όχι κινηματισμός. Είναι πολιτική με Π κεφαλαίο και μάλιστα εργατική πολιτική, από εργάτες για εργάτες. Με διπλό όφελος. Έτσι μόνο μπορεί να ανατραπεί η αστική επίθεση και οι κυβερνητικοί φορείς της. Και να δημιουργηθούν τα προπλάσματα της άλλης, εργατικής εξουσίας, της ανταγωνιστικής προς την εξουσία του κεφαλαίου, που θα την καταργήσει επαναστατικά.