Παρά τη στρατηγική της έντασης που καλλιεργεί η ΝΔ, ποντάροντας στα φοβικά αντανακλαστικά της κοινωνίας, οι δημοσκοπικές της επιδόσεις υπολείπονται επτά ολόκληρες μονάδες του εκλογικού της αποτελέσματος. Το ζητούμενο αυτής της επιλογής δεν είναι μόνο η περιθωριοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, της Αριστεράς και των αγώνων αλλά και ιδιοτελή κομματικά συμφέροντα της Συγγρού στο πλαίσιο του ανταγωνισμού για το χρίσμα.
του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Κράτος έκτακτης ανάγκης
Ο αυταρχισμός είναι σύμφυτος στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό και στη νεοφιλελεύθερη πολιτική συμπίεσης εισοδημάτων και δικαιωμάτων της εργατικής τάξης και των υποτελών στρωμάτων. Σε συνθήκες βαθιάς και διαρθρωτικής κρίσης η λύση αναζητείται από την άρχουσα τάξη στην υπερόξυνση αυτής της οικονομικής και πολιτικής επίθεσης. Ο κρατικός ολοκληρωτισμός με κοινοβουλευτική επίφαση ολισθαίνει σε μιαν ακόμη πιο αντιδραστική μορφή διακυβέρνησης, το «κράτος έκτακτης ανάγκης», που επικαλούμενο εξαιρετικές καταστάσεις κινδύνου («έχουμε πόλεμο», ωρύονται οι κυβερνώντες), αφυδατώνει τα απομεινάρια της αστικής δημοκρατίας. Υποκαθιστά τη διακοσμητική, ούτως ή άλλως, αστική δημοκρατία, με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, υπουργικές αποφάσεις και εγκυκλίους. Ακόμη και την εκτελεστική εξουσία υπερσυγκεντροποιεί με τον περιορισμό του μηχανισμού αποφάσεων στο στενό πυρήνα των συμβούλων και φίλων του Σαμαρά, στην τριμερή των αρχηγών και στη νεοπαγή γραμματεία υπό τον έλεγχο του πρωθυπουργού. Καρατομεί τα δικαιώματα των εργαζομένων (σχεδόν ολοκληρωτική κατάργηση του εργατικού δικαίου), αλλά και απαγορεύει την άσκησή τους με δικαστικές αποφάσεις που κηρύσσουν στο σύνολό τους σχεδόν παράνομες και καταχρηστικές τις απεργίες, ακόμη και με την προσφυγή στη δικτατορική και αντισυνταγματική επιστράτευση των απεργών, επιχειρώντας με την τρομοκρατία να αποτρέψει τους εργαζόμενους από τη χρήση του δικαιώματος της απεργίας και κατ’ ουσίαν να το καταργήσει. Η άγρια καταστολή για ψύλλου πήδημα (βίλα Αμαλίας, σύλληψη συνδικαλιστών ΚΚΕ για παράσταση διαμαρτυρίας στο γραφείο του Βρούτση), τα πογκρόμ του κράτους και του παρακράτους (δολοφονία Πακιστανού), οι κτηνώδεις βασανισμοί συλλαμβανομένων έχουν γίνει κυρίαρχη πρακτική της κυβέρνησης. Αυτή η πολιτική συνδέεται με τη στρατηγική της έντασης, την επίδειξη πυγμής, που αποτελεί τον τελευταίο, αλλά όχι και τον τελικό (τουλάχιστον στις προθέσεις τους) κρίκο της αυταρχικής αλυσίδας του ολοκληρωτικού κοινοβουλευτικού αστικού κράτους. Το κράτος έκτακτης ανάγκης και η στρατηγική της έντασης ανάγονται στον αυταρχισμό του νεοφιλελεύθερου κράτους με σχετική διαφοροποίηση. Ο νεοφιλελεύθερος αυταρχισμός προσπαθεί να εκλογικεύσει την επιβολή του, διαχέοντας βέβαια στις μάζες και την κινδυνολογία, αλλά επιχειρεί παράλληλα με λογικοφανή επιχειρήματα να οικοδομήσει την ευθύνη της Αριστεράς και του συνδικαλιστικού κινήματος για την κρίση, την ακαταλληλότητα της πρότασής τους για την αντιμετώπιση της κρίσης, άρα και τον μονόδρομο της δικής του πρότασης. Τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική της έντασης ουσιαστικά την εγκαινίασε η ΝΔ του Σαμαρά, κυρίως στο μεσοδιάστημα των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, με την ακατάσχετη κινδυνολογία του ολέθρου και της κατατροφής από την επιστροφή στη δραχμή, που δήθεν μεθόδευε ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η ρητορική του φόβου απολυτοποιείται πλέον με μορφή υστερίας σε προφανή αναντιστοιχία με την πραγματικότητα. Αυτή η πρακτική παραπέμπει στον μετεμφυλιακό αντικομμουνιστικό λόγο που δαιμονοποιούσε τη διωκόμενη Αριστερά. Με προεξάρχοντα τον ακροδεξιό Νίκο Δένδια, ο ΣΥΡΙΖΑ αξιολογείται ως μισοπαράνομη πολιτική δύναμη, ενώ εκφράζεται απροκάλυπτα η αντιπαλότητα προς τη μεταπολίτευση του 1974. Στη στρατηγική της έντασης κυριαρχεί ο φόβος κατά της Αριστεράς και του κινήματος, που δεν έχει όμως σχέση με τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Η καλλιέργεια και διάχυση στον λαό φοβικών συνδρόμων πραγματοποιείται σε δύο βασικές κατευθύνσεις: Ως αίσθημα φόβου και ανασφάλειας για την τάξη, τη σταθερότητα και τη συνοχή της κοινωνίας, που απειλείται από τις ακρότητες –υποτίθεται– της Αριστεράς και του κινήματος, αλλά και για τον κίνδυνο οικονομικής καταστροφής από την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, που απεργάζεται δήθεν ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και ως φόβος για τη βίαιη καταστολή των αγώνων και ως αίσθημα ενοχής ότι με την κλιμάκωση των αγώνων υπονομεύεται η εθνική οικονομία και διακυβεύεται η εθνική σωτηρία…
Όμως η στρατηγική της έντασης, του νόμου και της τάξης, παρά τον αποφατικό χαρακτήρα της (απλώς αρνείται), τον κατάφωρο αντιδημοκρατισμό της, το μετεμφυλιακό και ψυχροπολεμικό αντικομμουνισμό – αντιαριστερισμό, τον ψυχωσικό φόβο (φόβος χωρίς αντικειμενική αιτία) που ενσπείρει στις μάζες, επιφέρει ελαφρά άνοδο στα ποσοστά της ΝΔ σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, ενώ υπολείπεται όμως ακόμη σημαντικά από τα εκλογικά ποσοστά του Ιουνίου (7% περίπου). Αυτή όμως η έστω οριακή άνοδος με «μπαράζ» μαγειρεμένων από τα αστικά μέσα δημοσκοπήσεων προβάλλεται ως επιβράβευση από την κοινωνία της πολιτικής του νόμου και της πυγμής που επιβάλλει η κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, προσφέρει άλλοθι στη ρεφορμιστική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για να υποβαθμίσει τους αγώνες και να ενισχύσει τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό και την αναμονή μιας ήπιας κυβερνητικής αλλαγής (ώριμο φρούτο). Η οριακή έστω δημοσκοπική άνοδος της ΝΔ, παρά την εκστρατεία όμως τρομοκράτησης που έχει εξαπολύσει, σύμφωνα με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει ότι την ευνοεί η στρατηγική της έντασης και ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επομένως πρέπει να ακολουθήσει μια πυροσβετική πολιτική ήπιων αγώνων χωρίς εντάσεις και οξύτητες.
Με αυτήν την πολιτική της η κυβέρνηση υπηρετεί τα συμφέροντα του συστήματος, αλλά και σχετικά αυτοτελή κομματικά συμφέροντά της. Δηλαδή, την εφαρμογή με τις μικρότερες δυνατές αντιστάσεις της άγριας αντιλαϊκής πολιτικής των μνημονίων, τη σταθεροποίηση, την υποταγή των αγωνιστικών δυνάμεων, πολιτικών και κινηματικών, την ενσωμάτωση των ταλαντευόμενων, την παγίωση της πολιτικής και ιδεολογικής τρομοκρατίας. Σε κομματικό επίπεδο, επιδιώκει η ΝΔ την καθιέρωσή της ως κυρίαρχης δύναμης του κομματικού συστήματος, τη σταθεροποίηση των συμμαχιιών της, ιδίως με το ΠΑΣΟΚ, υπό την ηγεμονία της, τη διεύρυνσή της προς τη Χρυσή Αυγή, την απονομιμοποίηση και συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να ενσωματωθεί αποδυναμωμένος ή αν δεν ενσωματωθεί, πάλι να είναι ουσιαστικά ακίνδυνος. Η εντατικοποίηση της επίθεσης κατά του ΣΥΡΙΖΑ δεν ερμηνεύεται από την ενεργοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ με την ήπια στάση της αναμονής της κυβερνητικής αλλαγής υπολείπεται πολύ ακόμη κι από τον «πολωτικό» δικομματισμό της δεκαετίας του ’90. Η στρατηγική της έντασης της ΝΔ κυρίως εξηγείται από τους φόβους της μήπως παρά τη μέτρια ακόμη κοινωνική ένταση, οι ακραία, λόγω κρίσης και άγριας εκμετάλλευσης, οξυμένες αντιθέσεις οδηγήσουν σε κοινωνική έκρηξη.
Ο έντονος κατασταλτισμός της στρατηγικής της έντασης δεν νοείται χωρίς κάποιας μορφής συναίνεση. Αυτό, εξάλλου, ισχύει γενικά για την καταστολή και στην πιο ακραία μορφή της. Πρώτο, η ίδια η καταστολή συνεπάγεται μια μορφή οριακής συναίνεσης: τον πειθαναγκασμό. Δηλαδή, από το φόβο των συνεπειών του καταναγκασμού, κάποιος «πείθεται» να συναινέσει σε μια πολιτική για να αποφύγει τις επιπτώσεις της διαφωνίας του. Δεύτερο, η καταστολή συνδυάζεται με μια μορφή συναίνεσης δευτερεύουσας ως προς την καταστολή, αφού η καταστολή σταθερά συνδέται με μιαν έντονα εκμεταλλευτική και αυταρχική πολιτική, της οποίας αποτελεί το κύριο μέσο υλοποίησης. Στην προκείμενη περίπτωση η κυρίαρχη στρατηγική του φόβου και της καταστολής συμπληρώνεται και με ένα «θετικό» όραμα, την καλλιέργεια αυταπατών, διά στόματος Στουρνάρα κυρίως, ότι το 2013 είναι η τελευταία χρονιά των βασάνων του ελληνικού λαού, γιατί από τη χρόνια αυτή θα αρχίσει δυναμική ανάπτυξη. Η συρρίκνωση όμως περαιτέρω του ήδη γλίσχρου εισοδήματος των Ελλήνων, η φορολαίλαπα, η ανεργία του 30%, θα διατηρήσει σε υψηλά επίπεδα την ύφεση, οδηγεί το ΑΕΠ σε πτώση ρεκόρ κάτω από τα 200 δισ. ευρώ, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μεγαλώνει, οι δημόσιες δαπάνες έχουν διασπαθιστεί, η κοινωνική ένταση βράζει. Σε τέτοιες συνθήκες, σοβαροί επενδυτές δεν διακινδυνεύουν τα κεφάλαιά τους. Οι επενδυτές θα είναι αρπακτικά κεφάλαια (γύπες) που θα αγοράσουν αντί πινακίου φακής δημόσια φιλέτα, στερώντας την οικονομία από το βασικό μοχλό μιας ανάπτυξης φιλολαϊκού χαρακτήρα. Και βεβαίως μιλάμε για ανάπτυξη, όταν υπάρξει, μιας κινεζοποιημένης οικονομίας με μισθούς 300-400 ευρώ.
Η στρατηγική της έντασης προκαλεί ή ενισχύει δευτερεύουσες διαφοροποιήσεις και στο συστημικό στατόπεδο. Το ΔΝΤ στο πλαίσιο της αντίθεσής του με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αναγνωρίζει τον εσφαλμένο υπολογισμό της ύφεσης, την ανάγκη μείωσης και του θεσμικού χρέους, τον κίνδυνο κοινωνικής αναταραχής. Αλλά και Γερμανοί αξιωματούχοι (πρόεδρος σοσιαλδημοκρατών, Ράιχενπαχ κ.ά.) επισημαίνουν τα επικίνδυνα όρια πίεσης του ελληνικού λαού.
Στο εσωτερικό, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, έστω και για λόγους επικοινωνιακούς, αλλά και υπό την επήρεια των λαϊκών αντιδράσεων, επισημαίνουν ότι η πολιτική της έντασης και της πόλωσης, έστω κι αν ωφελούν βραχυπρόθεσμα, βλάπτουν μακροπρόθεσμα, πειθαρχώντας όμως στη γραμμή Σαμαρά. Αλλά και στο εσωτερικό της ΝΔ διατυπώνονται επιφυλάξεις για την άκρα λιτότητα και τους κινδύνους της κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης. Στο στόχαστρο έχουν τεθεί οι πυλώνες αυτής της πολιτικής, ο Στουρνάρας (λιτότητα) και ο Δένδιας (αυταρχισμός), που τους περιβάλλει όμως με προστατευτικό μανδύα ο αρχιτέκτονας αυτής της πολιτικής, Σαμαράς. Η Χρυσή Αυγή, αν και βραχυπρόθεσμα φαίνεται να χάνει έδαφος από την ακροδεξιά ρητορική και πρακτική της ΝΔ, ωστόσο σταθεροποιεί την επιρροή της και μεσοπρόθεσμα ωφελείται από την ατζέντα της έντασης, που σε μεγάλο βαθμό ταυτίζεται με τις ιδέες της. Ανοίγει δίοδος έτσι για την ευρύτερη διάδοση των θέσεών της, ιδίως στις συντηρητικές μάζες, όταν καμφθεί ή θεωρηθεί ανεπαρκής η ακροδεξιά ρητορική του Σαμαρά.
Αλλά και το παραδοσιακά δεξιό τμήμα των βουλευτών των Ανεξάρτητων Ελλήνων (αποσχισθέντες) και το αντίστοιχο τμήμα της βάσης τους αναζητεί στέγη στην πολιτική της ασφάλειας, της σταθερότητας και του νόμου, που διακηρύσσει ο Σαμαράς.
Η κυβερνητική τρομοκρατική επίθεση όχι μόνο δεν συμβάλλει στη ριζοσπαστική αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ, για να υπερασπίσει τη δημοκρατία, τα δικαιώματα, το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, αλλά απεναντίας δίνει μία ακόμη ώθηση για τη βαθύτερη και ταχύτερη ενσωμάτωσή του. Με πρόσχημα ότι η όξυνση ευνοεί τη ΝΔ, όπως επιβεβαιώνουν οι δημοσκοποήσεις, τον έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, την είσπραξη από τη ΝΔ της «ευφορίας» από τη δόση, αντί να πρωτοστατεί στην εκρηκτική ανάπτυξη των αγώνων, όπως απαιτεί και ευνοεί η συγκυρία, αλλά και η αριστερή εναλλακτική προοπτική (αν κάποιος πράγματι ενδιαφέρεται γι’ αυτήν), υιοθετεί τη θεσμική συνδικαλιστική πρακτική των αστικών κομμάτων. Υποβαθμισμένη συμμετοχή στους αγώνες, ώστε να εξασφαλίζεται η ήπια διεξαγωγή τους και να αποφεύγονται οι «ακρότητες», αλλά και να διευρύνεται η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ στο συνδικαλιστικό κίνημα, ώστε να το χειραγωγεί ως δευτερεύοντα μοχλό στην κυβερνητική στρατηγική του «ώριμου φρούτου» και αργότερα, στη διακυβέρνηση. Βέβαια, η αστική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, θα δεχθεί αυξημένη πίεση από την αριστερή πτέρυγα, το ΚΚΕ, την αντικαπιταλιστική Αριστερά, αλλά και από τη μείωση των ποσοστών του και την αμφισβήτηση του κυβερνητικού ονείρου, που αποτελεί τη συγκολλητική ουσία της ρεφορμιστικής πλειοψηφίας. Ασφαλώς, η δήλωση του Παναγιώτη Λαφαζάνη (Νέα, 19/1) ότι απαιτείται «μια νέα δεύτερη ριζοσπαστικοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ κινείται αντιθετικά προς την ενσωμάτωση της ηγεσίας. Αν όμως δεν επενδυθεί σε αντίστοιχη πολιτική, θα μείνει μια αριστερή κορώνα, άλλοθι της ηγεσίας, το πολύ πολύ μηχανισμός έλξης αυταπατώμενων αριστερών…
Πίεση στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα ασκήσει και η διαφαινόμενη πολιτική ενεργοποίηση του ΚΚΕ, για να κεφαλαιοποιήσει την αντίδραση των προοδευτικών μαζών στη σκλήρυνση της κυβερνητικής πολιτικής και να αξιοποιήσει τη δεξιά στροφή της πλειοψηφούσας τάσης του ΣΥΡΙΖΑ. Το ΚΚΕ φαίνεται ότι θα υποβαθμίσει το μέτωπο προς τον ΣΥΡΙΖΑ και θα το εστιάσει κατά της κυβερνητικής πολιτικής. Μια ενεργότερη συμμετοχή του ΚΚΕ στους αγώνες, έστω και με μικροκομματικά κριτήρια, θα έχει θετικές συνέπειες: Θα ενθαρρύνει και θα ενισχύσει τους αγώνες των εργαζομένων, θα αποτελέσει πρόσκομμα στην άγρια κυβερνητική επίθεση, θα πιέσει προς τα αριστερά την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, στη διεκδίκηση της ηγεμονίας στον αριστερό χώρο. Αυτή όμως η πολιτική δεν θα υλοποιηθεί, αν στο ΚΚΕ κατά την πάγια τακτική του, πρυτανεύσει ο κομματικός πατριωτισμός, η πολεμική κατά των άλλων κομμάτων της Αριστεράς, ο σεχταρισμός, ο ηττοπαθής περιορισμός των αγώνων στο ανεκτό για την κυρίαρχη τάξη πλαίσιο. Η αυταρχική στρατηγική της έντασης αποτελεί για τη ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική Αριστερά αντιφατικό πεδίο. Από τη μια, η άρχουσα τάξη και η κυβέρνησή της, θεωρώντας την ακραία δύναμη και αμετακίνητο ανάχωμα στην πολιτική της, θα την αντιμετωπίζει με λυσσαλέα επιθετικότητα (δεν είναι τυχαίο ότι η συμμετοχή του προέδρου των εργαζομένων του Μετρό, στο ψηφοδέλτιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ της Β´ Αθηνών αξιολογήθηκε από τα γεράκια του συστήματος περίπου ως «ενοχοποιητικό» στοιχείο). Από την άλλη όμως, η όξυνση της οικονομικής και πολιτικής επίθεσης της κυβέρνησης οξύνει και τις αντιθέσεις και διευκολύνει τη δυναμική παρέμβαση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στα προβλήματα και τους αγώνες των εργαζομένων.
Στόχος, η έξοδος από την κρίση
Η άκρως αυταρχική κυβερνητική πολιτική (κράτος έκτακτης ανάγκης – στρατηγική έντασης) εξυπηρετεί τους στόχους της ΝΔ (επιβολή της πολιτικής της, αύξηση της επιρροής της). Εξυπηρετεί ασφαλώς και τα άμεσα – μεσοπρόθεσμα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού, ήτοι την έξοδο από την κρίση με την ανασυγκρότησή του προς το αντιδραστικότερο και με την ανασυγκρότηση της σχέσης του με τον ιμπεριαλισμό (εταίρος άκρως υποβαθμισμένος). Αμφισβητείται όμως αν αυτή η πολιτική εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού ως συστήματος, αν εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του. Οι αυταρχικές μορφές αστικής διακυβέρνησης (στρατηγική έντασης, κράτος έκτακτης ανάγκης, στρατιωτική δικτατορία, φασιστική δικτατορία, βοναπαρτισμός), ναι μεν εξυπηρετούν το σύστημα, γιατί εξασφαλίζουν την πειθάρχηση και υποταγή των πολιτών. Από την άλλη, υποσκάπτουν τα θεμέλιά του, γιατί προκαλούν την αντίδραση και συσπείρωση ευρύτερων μαζών, στην οποία αν ηγεμονεύσουν οι ριζοσπαστικές δυνάμεις, το σύστημα κινδυνεύει με ανατροπή. Η αυταρχική πολιτική εξουδετερώνει άμεσα τους αντιπάλους του (πραγματικούς ή υποθετικούς), γκρεμίζει όμως τη συναίνεση, που είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ευστάθεια του συστήματος. Η αυταρχική μορφή ασκεί μια λειτουργία συναίνεσης: Πείθει για την αναγκαιότητά της (ακραίος κίνδυνος – σωτηρία), διαχέει στον λαό ελπίδες για βελτίωση της διαβίωσης. Αναιρείται όμως η συναίνεση στο πλαίσιο του δικομματικού συστήματος, που αποτελεί θεσμό αναγκαίο για την εύρυθμη λειτουργία και αναπαραγωγή του αστικού πολιτικού συστήματος. Ο «προοδευτικός» πόλος του συστήματος είναι αναγκαίος, γιατί απορροφά και ενσωματώνει στο σύστημα τις προοδευτικές ή και αριστερές τάσεις και τις εξουδετερώνει.
Οι ακροδεξιές αντιλήψεις που διέπουν την ηγεσία της ΝΔ, την εμποδίζουν να δει καθαρά την ανάγκη ισορροπίας κομματικού και συστημικού συμφέροντος. Δεν φαίνεται η ΝΔ να αντιλαμβάνεται την αναγκαία για το σύστημα ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό, δεν αρκείται στην επίτευξη της πολιτικής υπεροχής. Αλλά επιχειρεί να τον εξοντώσει πολιτικά, να τον στιγματίσει ως ανεύθυνη ακροαριστερή (μέσω των «συνιστωσών») δύναμη, τον τοποθετεί στο μεταίχμιο της αστικής νομιμότητας. Ο έντοντος αυταρχισμός είναι αναγκαίος όρος για το σύστημα στις συνθήκες του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, όχι όμως και επαρκής. Τα άμεσα αλλά περισσότερο τα στρατηγικά συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού («κινεζοποιημένη» κοινωνία), λόγω της αναπόδραστης όξυνσης των αντιθέσεων, χρειάζονται αναφαίρετα τον αστικό προοδευτικό πόλο. ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ δεν έχουν τη δυναμική γι’ αυτό το ρόλο, αν και θα επιδιωχθεί η ενίσχυση ιδίως της δεύτερης ως συμπλήρωμα – ανάχωμα του ΣΥΡΙΖΑ. Το σύστημα, αν και δεν εμπιστεύεται πλήρως τον ΣΥΡΙΖΑ, αυτόν προορίζει γι’ αυτόν το ρόλο. Η ΝΔ θα υποχρεωθεί σε ήπια προσαρμογή στη δικομματική συγκατοίκηση με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κι αυτός κυριολεκτικά θα υποχρεωθεί να προσφέρει γην και ύδωρ, να υποταχθεί χωρίς αμφισβητήσεις στο σύστημα.
Το 2013, θρυαλλίδα κοινωνικής έκρηξης
Ένα φάντασμα που πλανιέται πάνω από τα κεφάλια μας είναι κι αυτό της αριστερής αμφιβολίας. Πώς είναι δυνατόν, ενώ η κυβέρνηση εξοντώνει κι επιστρατεύει τους εργαζόμενους, να μην ξεσηκώνεται ο κόσμος, αλλά να σημειώνει δημοσκοπική άνοδο η ΝΔ, να καθηλώνεται και να υποχωρεί ακόμη κι ο ήπιος ΣΥΡΙΖΑ;
Ας μην υπερβάλλουμε, αλλά κι ας μη τυφλώττουμε. Η ΝΔ έχει μιαν οριακή άνοδο, που σαφώς όμως απέχει από το ποσοστό του Ιουνίου. Έπειτα, εισπράττει εφήμερα την ευφορία από τη δόση ενός λαού καθημαγμένου, που έχει ανάγκη να ελπίζει, έστω και να εθελοτυφλεί. Που στα βάσανά του δύσκολα μπορεί να ανεχτεί την ταλαιπωρία που αναπόφευκτα όμως συνεπάγεται κάθε απεργία. Που έχει διδαχτεί να αναθέτει την εκπροσώπηση των συμφερόντων του σε πάτρονες πολιτικούς. Που καθημερινά ενσταλάζουν στη συνείδησή τους το δηλητήριο της συνεργασίας των τάξεων οι γκαιμπελίσκοι των ΜΜΕ. Που φοβούνται μήπως χάσουν αυτό που ήδη οι περισσότεροι έχουν χάσει.
Όμως ας μην αδικούμε τον κόσμο. Παρά την τρομοκρατία των επιστρατεύσεων, κύμα απεργιών έχει ξεσπάσει (Μετρό, συγκοινωνίες, ναυτικοί, αγρότες) με μεγάλη συμμετοχή, μαχητικό πνεύμα και ευελιξία, κατανόηση ή και υποστήριξη από τον κόσμο.
Το κίνημα είναι παρόν στους αγώνες, αν και κινείται μεταξύ πλημμυρίδας και άμπωτης. Το κίνημα των πλατειών συγκεντρώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες κόσμο, διατράνωσε τη βούλησή του για ανατροπή του Μνημονίου, διαγραφή του χρέους και κοινωνική αλλαγή. Πολυάνθρωπες πορείες διέσχισαν τους δρόμους της Αθήνας, με τελευταία τη διαδήλωση διαμαρτυρίας στην επίσκεψη της Μέρκελ. Εκατοντάδες απεργίες και καταλήψεις πραγματοποιήθηκαν με πρώτη και καλύτερη την ηρωική απεργία και κατάληψη των χαλυβουργών, παρά τις δικαστικές απαγορεύσεις, τις επιθέσεις και τις απολύσεις.
Το «κολασμένο» 2013 με την άκρα εξαθλίωση και τον άκρο αυταρχισμό μπορεί να αποτελέσει τη θρυαλλίδα για την κοινωνική έκρηξη. Αν και το οικονομικό – κοινωνικό καθορίζει σε τελευταία ανάλυση το πολιτικό, το πολιτικό σε ορισμένες συνθήκες έχει καθοριστικό ρόλο και προτεραιότητα. Αυτό συμβαίνει κυρίως σε συνθήκες «αρχής», όταν η προλεταριακή συνείδηση είναι στρεβλή και υπανάπτυκτη, οπότε η επαναστατική πρωτοπορία έχει καθήκον να την αφυπνίσει και να την βοηθήσει μέσα από την αγωνιστική εμπειρία να απελευθερωθεί από το καπιταλιστικό περίβλημα. Συμβαίνει και σε συνθήκες «τέλους», στην επανάσταση, όταν η ιστορική πύκνωση με την επιτάχυνση, τις μετατροπές, το απρόβλεπτο των εξελίξεων, απαιτεί την εγρήγορση της πρωτοπορίας, χωρίς υποβάθμιση και εκτοπισμό του μαζικού πλέον υποκειμένου. Σήμερα, βρισκόμαστε σε μιαν τέτοια «αρχή». Η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η ήττα του άλλοτε κραταιού στην Ευρώπη κομμουνιστικού κινήματος, ο ενωτισμός του νεοφιλελευθερισμού από τα σοσιαλδημοκρατικά – σοσιαλιστικά κόμματα, η διάβρωση των συνδικάτων από τον ρεφορμισμό και την αποπολιτικοποίηση, δημιούργησαν από τη δεκαετία του ’90 μια εικόνα καμένης γης για το αριστερό – κομμουνιστικό κίνημα. Οι εργάτες και οι εργαζόμενοι παρά τις παχυλές επαγγελίες βρέθηκαν παγιδευμένοι στις μυλόπετρες του καπιταλισμού σε διαδοχικές κρίσεις με τελευταία και χειρότερη (μέχρι στιγμής) την κρίση του 2008. Η μεγάλη πλειοψηφία μέσα από την επώδυνη εμπειρία της συνειδητοποιεί την ακαταλληλότητα του καπιταλισμού και την ανάγκη μιας ρηξικέλευθης κοινωνικής αλλαγής. Δεν μπορεί όμως από μόνη της να συγκροτήσει την επαναστατική συνείδηση της εποχής, για να συγκροτήσει και το επαναστατικό κίνημα της εποχής. Υπάρχουν σπαράγματα διάσπαρτα του επαναστατικού υποκειμένου, που πρέπει, όσο το δυνατόν ταχύτερα, να συγκροτηθεί στην Ελλάδα και αλλού σε πολιτικό όργανο, που θα βοηθήσει να «μετασχηματιστεί» η οργή σε επαναστατική πράξη. Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι μέσα σε αυτήν τη διαδικασία. Οι ηγεσίες άλλων αριστερών κομμάτων αντί να κατηγορούν τον λαό που στρέφεται στη ΝΔ ή ψήφισε λάθος, ας σκεφτούν καλύτερα τις δικές τους ευθύνες και υποχρεώσεις…