Γράφουν:
Αλέκος Αναγνωστάκης
Βασίλης Γάτσιος
Η πολιτική της μοναδικής εκπροσώπησης του κινήματος από το ΚΚΕ, σε συνδυασμό με το οπορτουνιστικό δούναι και λαβείν που κατά καιρούς είχε η ηγεσία του με την αστική τάξη (συγκυβερνήσεις), αναζωπυρώνει τον κίνδυνο νέων περιπετειών για την Αριστερά. Αποτελεί στην ουσία μεταφορά των αντιλήψεων που επικράτησαν στην Αριστερά μετά
το μαρασμό των σοβιέτ και της αντικατάστασής τους από το «πάνσοφο» κόμμα.
Οι Θέσεις για το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ
Το πολιτικό πρόγραμμα και το ιστορικό μανιφέστο της εργατικής τάξης του 21ου αιώνα δεν μπορεί παρά να αποτελούν, τελικά, μια διελκυστίνδα ανάμεσα στην αγωνία για επιβίωση της εργατικής οικογένειας που χτυπιέται αλύπητα από την αστική πολιτική και στη δίψα για ζωή. Τη δουλεία της υποταγής και την ελευθερία της χειραφέτησης. Την αμεσότητα ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών και την αναγκαία αλλά δύσκολη αντικαπιταλιστική ανατροπή, τη στηριγμένη αποφασιστικά και καθοριστικά στον οργανωμένο λαό.
Σε αυτές τις ιστορικές στιγμές, τα συνέδρια των κομμάτων της Αριστεράς μπορεί να επανεμπνεύσουν ή να απογοητεύσουν, να περάσουν χωρίς να αφήσουν ίχνη ή να χαράξουν νέες ελπιδοφόρες πορείες.
Το ΚΚΕ δημοσίευσε τις Θέσεις για το 19ο Συνέδριό του οι οποίες αποτελούνται από τρία μέρη: Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει τον απολογισμό δράσης από το 18ο Συνέδριο και τα πολιτικά καθήκοντα του ΚΚΕ έως το επόμενο. Το δεύτερο μέρος, το σχέδιο Προγράμματος που αναπτύσσει και παίρνει τη θέση του προγράμματος που ίσχυε από το 10o (1978) και 15ο Συνέδριο (1996). Το τρίτο μέρος περιέχει το σχέδιο νέου Καταστατικού.
Το πρόγραμμα ενός κόμματος απευθύνεται στον λαό. Άρα δεν είναι εσωτερική υπόθεσή του, αλλά η αμφίδρομη σχέση του με την εργατική τάξη. Με καθοριστικό το ρόλο του κόμματος και αποφασιστικό το ρόλο του ίδιου του αγωνιζόμενου λαού, του τελικού κριτή. Ακριβώς γι’ αυτό οποιαδήποτε αλλαγή πρέπει να αιτιολογείται πλήρως. Η ηγεσία του ΚΚΕ προτείνει σοβαρές αλλαγές στην πολιτική και το καταστατικό του. Έτσι, αναιτιολόγητα. Ως να μην οφείλει να δώσει εξήγηση σε κανέναν. Δίχως το στοιχείο της επαναστατικής αυτοκριτικής.
Στις θέσεις υπάρχει η εκτίμηση πως και στην Ελλάδα, ιμπεριαλιστική χώρα μεσαίου επιπέδου που υποβαθμίζεται από την κρίση, είναι ώριμες οι υλικές αντικειμενικές συνθήκες για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Επιχειρείται επίσης η επεξεργασία μιας πολιτικής επαναστατικής μετάβασης στο σοσιαλισμό – κομμουνισμό.
Η όλη φιλοσοφία των θέσεων είναι μια μηχανιστική προσπάθεια μεταφοράς και προσαρμογής στο σήμερα μιας πολιτικής πρότασης και ενός πολιτικού ρόλου του κομμουνιστικού κόμματος, όχι της πιο γόνιμης περιόδου του κομμουνιστικού κινήματος –αρχές του 20ού αιώνα ως την περίοδο της Οκτωβριανής Επανάστασης– αλλά έτσι όπως διαμορφώθηκαν και κληρονομήθηκαν «μετά». Μετά την πρώιμη ήττα και την υποχώρηση της πολιτικής των μπολσεβίκων στη δεκαετία 1930-1940. Και τελικά περιορίζεται σε μια αλληλοσυγκρουόμενη πολιτική, αποδυναμωμένη όσον αφορά το σήμερα του κινήματος και ακρωτηριασμένη όσον αφορά τη σοσιαλιστική του προοπτική.
Η πολιτική του ΚΚΕ συμπυκνωνόταν για χρόνια στο Αντιμονοπωλιακό, Αντιιμπεριαλιστικό, Δημοκρατικό Μέτωπο (ΑΑΔΜ). Το ΑΑΔΜ έκρυβε, όπως η πράξη αποκάλυψε, τη δυνατότητα πολλαπλών ερμηνειών και πολιτικών επιλογών, ανάλογα σε πιο επίθετο έπεφτε ο τόνος (δημοκρατικό, αντιμονοπωλιακό, αντιιμπεριαλιστικό). Με αποτέλεσμα πότε να προτείνει την «ευρύτερη δημοκρατική συνεργασία με όλα τα δημοκρατικά αντιπολιτευτικά κόμματα … για την επίλυση μια σειράς από ευρύτερα λαϊκά και δημοκρατικά προβλήματα που ενδιαφέρουν αριστερές και αντιπολιτευόμενες αστικές πολιτικές δυνάμεις» (10ο Συνέδριο Μάης 1978) και πότε να περιχαρακώνεται σε ένα βλαπτικό για το λαό σεχταρισμό. Η πολιτική αυτή οδήγησε σε από δεξιά και από αριστερά διασπάσεις. Γέννησε πολιτικούς όρους και στόχους τερατουργήματα όπως: «Δημοκρατική στροφή», «πραγματική αλλαγή», το Κοινό πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ, ψευδοέννοιες όπως «νέου τύπου ανάπτυξη» για τις οποίες πλέον ουδείς ασχολείται. Ούτε καν το ίδιο το ΚΚΕ.
Στο 15ο Συνέδριο (1996) το ΚΚΕ αρχίζει να απομακρύνεται, με αντιφατικό όμως τρόπο, από τις ψευδαισθήσεις και την περιπέτεια συσπείρωσης μη μονοπωλιακών, αστικών, κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Τέτοιες δυνάμεις και πολιτικές επιδιώξεις δεν περιλαμβάνονται πλέον στη μετωπική πολιτική του.
Το ΑΑΔΜ, σύμφωνα με τις αποφάσεις των συνεδρίων, ήταν μέτωπο πολιτικών και όχι μόνο κοινωνικών δυνάμεων: «Στις γραμμές του συμπαρατάσσονται κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ανομοιογενείς από άποψη κοινωνικής θέσης και ιδεολογικοπολιτικής στάσης … που υποστηρίζουν την ανάγκη του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού αγώνα» (16ο Συνέδριο). Στη συνέχεια και στην πράξη, ακόμη και αυτή του η μετωπική πολιτική αυτοκαταργείται από μια πολιτική που περιστρέφεται γύρω από το ίδιο το κόμμα.
Και τώρα η ηγεσία του ΚΚΕ επιχειρεί διά των Θέσεων να επικυρώσει συνεδριακά αυτή την αδιέξοδη πολιτική πρακτική. Αντικαθιστά τη μετωπική του πολιτική με ένα συνδυασμό που αποτελείται από ένα κοινωνικό μέτωπο – κίνημα, τη Λαϊκή Συμμαχία (εργατική τάξη, μισοπρολετάριοι, φτωχοί αυτοαπασχολούμενοι και αγρότες) και τον πολιτικό εκφραστή αυτής της κοινωνικής συμμαχίας που είναι, κατά το ΚΚΕ, το ίδιο το ΚΚΕ. Η Λαϊκή Συμμαχία δεν έχει πολιτική μετωπική έκφραση. Μπορεί όμως να υπάρχει, ειδικά μάλιστα στην εποχή μας, μέτωπο κοινωνικών δυνάμεων δίχως αντίστοιχη πολιτική μετωπική έκφραση;
Η εργατική τάξη συγκροτείται αντικειμενικά ως τέτοια. Στην εποχή μας είναι ένας πολυκόσμος (κυρίως χειρώνακτες, σύνθετα πνευματικά και χειρωνακτικά εργαζόμενοι, πνευματικά κυρίως εργαζόμενοι, νέα κύματα προλεταριοποιούμενων, εργαζόμενοι σε νέους τομείς εργασίας). Πλουτίζεται από μεσαία στρώματα που φτωχοποιούνται, προσβλέποντας ακόμη στην προηγούμενη κοινωνική τους θέση. Αναδιατάσσεται από τα εκατομμύρια μετανάστες που φέρουν μαζί τους το δικό τους τρόπο ζωής και εργασίας. Η ίδια η διαμόρφωσή της είναι αντιφατική αφού αντιφατική είναι η σχέση κεφαλαίου – εργασίας ως σχέση πρωτίστως ασυμφιλίωτης αντίθεσης, αλλά ταυτόχρονα και αμοιβαίας εξάρτησης.
Αυτή η πολύμορφη εργατική τάξη χαρακτηρίζεται από διαιρέσεις. Διακρίνεται από πολλαπλές πολιτικές συμπεριφορές. Μόνο στις κορυφαίες στιγμές των εργατικών αγώνων προβάλλει ενιαία, όχι απλώς ως εκμεταλλευόμενη, αλλά ως δημιουργός της ιστορίας.
Στα μεσαία στρώματα, ακριβώς γιατί πλήττονται από τις πολιτικές που προωθούνται, η ανάγκη αυτοτελούς μετωπικής πολιτικής έκφρασης είναι μια διαρκής διελκυστίνδα.
Επομένως, αν στην Αριστερά δεν είχε εμφανισθεί ποτέ η ενωτική πολιτική των πολιτικών μετώπων, στη σημερινή εποχή της κρίσης και αντιδραστικής ανασυγκρότησης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, αυτή έπρεπε να «ανακαλυφθεί» και προωθηθεί ακριβώς λόγω των ποιοτικών και ποσοτικών εξελίξεων στην εργατική τάξη, τα μεσαία στρώματα, στην ίδια την παραγωγική διαδικασία.
Το πολιτικό υποκείμενο από το σημερινό αγώνα για «να φάει ψωμί ο εργάτης» ως την επανάσταση, αποτελείται από την ενότητα, συμπόρευση και βαθύτατη αλληλεπίδραση, τη διαλεκτικά ιεραρχημένη σχέση, τριών παραγόντων: Πρώτο, τη μερική, ειδική στρατηγική πρωτοπορία, το κόμμα – ηγεμόνα που είναι ο πρωταρχικός και καθοριστικός παράγοντας. Δεύτερο, τη γενική πρωτοπορία, το πολιτικό μέτωπο των αντικαπιταλιστικών τάσεων των αγωνιζόμενων εργατικών – λαϊκών μαζών που είναι ο πολιτικά αποφασιστικός παράγοντας. Και τρίτο, την αριστερή αντικαπιταλιστική συγκροτημένη πτέρυγα του μαζικού κινήματος, που είναι ο βασικός κρίκος σύνδεσης της πρωτοπορίας με την τάξη.
Η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, πολύ περισσότερο η επανάσταση, η εργατική εξουσία και η μετάβαση προς την κομμουνιστική διεθνιστική απελευθέρωση είναι έργο όχι γενικά και αφηρημένα του εργατικού κινήματος, αλλά του μετασχηματιζόμενου, με την παρέμβαση της πρωτοπορίας, κινήματος της εργατικής τάξης. Είναι, τελικά, έργο της επαναστατικοποιημένης πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και των σύμμαχων φτωχών μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού.
Η οικοδόμηση επομένως πολιτικών και όχι μόνο κοινωνικών συμμαχιών του σύγχρονου προλεταριάτου με τα άλλα μη προλεταριακά καταπιεζόμενα μεσαία στρώματα σε συνδυασμό με την εργατική πολιτική που ενισχύει την εσωτερική ενότητα της εργατικής τάξης, αποτελεί την καθοριστική πλευρά για την ανάπτυξη του κοινωνικού και πολιτικού αγωνιστικού μετώπου απόκρουσης της επίθεσης.
Η μετωπική πολιτική δοκιμάζεται και κατακτιέται με το βλέμμα στραμμένο στις τάσεις του μέλλοντος. Εκεί κατοχυρώνεται ο ρόλος του «ενός κόμματος – έμπρακτα αναγνωρισμένου ηγεμόνα» μέσα στην υπάρχουσα, πάντα, βεντάλια κομμάτων εργατικής και κομμουνιστικής αναφοράς. Αντίστροφα δηλαδή από την εκ των προτέρων αυτoανακήρυξη του κόμματος ως πολιτική πρωτοπορία η οποία επαληθεύεται ως τέτοια «εκ των υστέρων». Από τη δράση των μελών.
Το ΚΚΕ αδυνατεί να χαράξει ένα τέτοιο δρόμο. Στην ουσία η λογική του είναι η παρακάτω: Θεωρεί τον εαυτό του ως τη μοναδική πολιτική πρωτοπορία. Άρα δεν χρειάζεται πολιτική συμμαχιών με άλλες πολιτικές πρωτοπορίες γιατί αυτές απλά δεν υπάρχουν.
Τι απομένει; Μόνο μια πολιτική κοινωνικών συμμαχιών που θα βρίσκει πολιτική αντιστοίχηση στο ίδιο το ΚΚΕ. Με δυνάμεις που έφυγαν κατά καιρούς από το ΚΚΕ; «Καμία πολιτική συνεργασία … ούτε σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης»!!! Με αγωνιστές άλλων αντικαπιταλιστικών κομμάτων που «τυχόν θα εμφανιστούν»; (τώρα κατά το ΚΚΕ δεν υπάρχουν). Θα συνεργάζεται κατά μόνας στη Λαϊκή Συμμαχία. Με οπορτουνιστές; Καμία συμπόρευση. (Το 1917 θα είχε δραπετεύσει από τα Σοβιέτ των μπολσεβίκων, των σοσιαλεπαναστατών, των μενσεβίκων).
Επομένως, καμιά μετωπική ενωτική πολιτική. Άρα περιττή και η διαμόρφωση ενιαίου οργάνου πολιτικής συμμαχίας, ακόμη και με δυνάμεις που τυχόν αποδέχονται τη βασική πολιτική κατεύθυνση του ίδιου του ΚΚΕ!
Αυτή η αντίληψη διατρέχει, ανομολόγητα, το σώμα του κειμένου για όλες τις φάσεις ανάπτυξης της ταξικής πάλης, από το σήμερα ως στην επαναστατική περίοδο. Αυτή η πολιτική της μοναδικής εκπροσώπησης του κινήματος από το ίδιο, σε συνδυασμό με το οπορτουνιστικό δούναι και λαβείν που κατά καιρούς είχε η ηγεσία του ΚΚΕ με την αστική τάξη (συγκυβερνήσεις), αναζωπυρώνει τον κίνδυνο νέων περιπετειών για την Αριστερά. Μια τέτοια θέση αποτελεί άρνηση του ίδιου του ιστορικού φορτίου της Αριστεράς στην ελληνική πραγματικότητα. Αφού, από ό,τι θυμάται η ιστορία, το ίδιο το ΚΚΕ δημιούργησε το δομημένο ΕΑΜ, όχι λιγότερο από ό,τι το συγκροτημένο σε όργανα ΕΑΜ δημιούργησε το ΚΚΕ.
Αποτελεί στην ουσία μεταφορά των αντιλήψεων που επικράτησαν στην Αριστερά μετά το μαρασμό των σοβιέτ και της αντικατάστασής τους από το «πάνσοφο» κόμμα. Αυτών των ανεξάρτητων οργάνων άσκησης εργατικής πολιτικής και υποδοχής της εξουσίας, που συμπυκνώνουν κατά τον Γκράμσι την πολιτική συμπεριφορά της εργατικής τάξης ως τάξης για τον εαυτό της. Οδηγεί στην αυτοαναίρεση της θέσης του 19ου Συνεδρίου για την ανάγκη συγκρότησης ανεξάρτητων οργάνων εργατικής πολιτικής. Γι’ αυτές τις αντιλήψεις, η ηγεσία του ΚΚΕ, θέλει δεν θέλει, θα κριθεί.
Στις Θέσεις, οι σχέσεις παραγωγής αντιμετωπίζονται ως εξωτερικό περίβλημα των παραγωγικών δυνάμεων, που επηρεάζει την ανάπτυξή τους. Οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται, η προσαρμογή σε αυτές των σχέσεων παραγωγής έπεται. Αυτή η αντίληψη διασπά τη δυναμική, αντιφατική ενότητα παραγωγικών σχέσεων – παραγωγικών δυνάμεων, η οποία συγκροτεί τον εκάστοτε τρόπο παραγωγής. Οδηγεί στον προσδιορισμό των παραγωγικών δυνάμεων με διαταξικό τρόπο. Στην αποκοπή και απομόνωση των σχέσεων ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής από το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων.
Ουσιαστικά, επιπλέον, συστατικά των παραγωγικών σχέσεων είναι: Η οργάνωση της εργασίας, οι σχέσεις διεύθυνσης και ιεραρχίας, ο καταμερισμός εργασίας, η σχέση ανάμεσα στην εργασία με εξωτερικό καταναγκασμό και την εργασία με εσωτερική υποκίνηση, η σχέση ανάμεσα στον αναγκαίο και τον πρόσθετο χρόνο εργασίας, ανάμεσα στον εργάσιμο και ελεύθερο χρόνο. Οι σχέσεις αυτές, κάτω από το βάρος της αντίληψης του ΚΚΕ πως οι χώρες της «Ανατολής» ήταν σοσιαλιστικές, αντιμετωπίζονται όπως εκεί αντιμετωπίσθηκαν. Υποτιμούνται, θεωρούνται σχεδόν ουδέτερα, τεχνικά χαρακτηριστικά των παραγωγικών σχέσεων.
Προέκταση αυτής της αντίληψης είναι η ταύτιση σχεδόν των σχέσεων παραγωγής με τη νομική μορφή ιδιοκτησίας, την κρατική ιδιοκτησία. Η κρατική ιδιοκτησία και ο κρατικός σχεδιασμός αποτελούν πρώτο ποιοτικό βήμα για τη δυνητική εμφάνιση κοινωνικών σχέσεων σοσιαλιστικού προσανατολισμού. Από μόνες τους όμως δεν αναιρούν τους όρους διατήρησης και αναπαραγωγής των εκμεταλλευτικών σχέσεων και τάξεων.
Στο κείμενο, αποδεσμεύεται ο απαραίτητος σχεδιασμός, ως στοιχείο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, από τον πυρήνα του κομμουνισμού: Την αυτοδιεύθυνση της παραγωγής.
Η συμβολή του σχεδιασμού στην αλλαγή του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα των σχέσεων παραγωγής καθορίζεται από το κατά πόσο το σχέδιο είναι αποτέλεσμα της συλλογικής θέλησης, δράσης, απόφασης και υλοποίησης των ίδιων των εργαζόμενων. Και επομένως έχει ως εσωτερική αναγκαιότητα την ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας των παραγωγών, τον πανκοινωνικό συνειδητό σχεδιασμό της παραγωγής με βάση τις ανάγκες τους. «Αυτοδιευθύνω» σημαίνει συναποφασίζω ο ίδιος τι, πώς, πόσο και για ποιο σκοπό θα παραχθεί, έχοντας –με την παρέμβαση της πρωτοπορίας– πλήρη γνώση των στοιχείων και των γεγονότων.
Πιστοί στο μοντέλο του «υπαρκτού σοσιαλισμού»
Στις θέσεις, η πρώτη περίοδος, αυτή που ακολουθεί αμέσως μετά την επανάσταση, ταυτίζεται ουσιαστικά με την περίοδο του σοσιαλισμού. Η προσέγγιση αυτή είναι αποτέλεσμα των ιδεοληψιών που κυριάρχησαν στην ΕΣΣΔ μετά τις δεκαετίες 1930-1940. Οι ιδεοληψίες αυτές οδήγησαν και οδηγούν στη συσκότιση των ταξικών συσχετισμών μετά το πρώτο άλμα, στην απομάκρυνση από τη μαρξική διαρκή επανάσταση και τα αναγκαία άλματα του μέλλοντος. Όμως η πρώτη τομή-άλμα, η επαναστατική κοινωνική και πολιτική ανατροπή, σημαίνει ουσιαστική βελτίωση της συνολικής θέσης των εργαζομένων. Έναρξη της μεγάλης μεταβατικής περιόδου προς τον κομμουνισμό. Εμφάνιση για πρώτη φορά κοινωνικών σχέσεων σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού προσανατολισμού μη κυρίαρχων ακόμα. Πυρήνας αυτών των σχέσεων είναι η διαδικασία κατάκτησης από τους άμεσους παραγωγούς της κυριότητας, της κατοχής και του ελέγχου πάνω στα μέσα παραγωγής. Είναι η προώθηση οργάνωσης της εργασίας και αυτοδιεύθυνσης της παραγωγής από τους άμεσους παραγωγούς. Είναι η ανάπτυξη της πάλης για συντονισμό και παγκοινωνικό συνειδητό σχεδιασμό της παραγωγής με βάση τις ανάγκες των εργαζομένων.
Οι κοινωνίες, επομένως, που προκύπτουν αμέσως μετά την επανάσταση και για μια περίοδο δεν είναι σοσιαλιστικές. Είναι κοινωνίες με διαταραγμένα τα βασικά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά τους. Κοινωνίες που ανάλογα με τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων ή θα μετεξελιχθούν προς το σοσιαλισμό – κομμουνισμό ή θα οπισθοχωρήσουν στον καπιταλισμό.
Ιδιομορφία αυτής της περιόδου είναι η επιτακτική πλευρά τσακίσματος του εκφυλισμένου αστικού κράτους και αντικατάστασής του από τα όργανα της εργατικής πολιτικής που μετασχηματίζονται σε κρατική εξουσία. Το μεταβατικό αυτό κράτος είναι και δεν είναι ακόμα εργατική δημοκρατία (δικτατορία του προλεταριάτου) και ταυτόχρονα είναι και δεν είναι αστικό κράτος. Παραμένει οξύτατο πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στις κλονιζόμενες, αλλά επικρατούσες ακόμα στο οικονομικό και στο κοινωνικό επίπεδο αστικές σχέσεις και τάξεις και στα εργατικά συμφέροντα που ηγεμονεύουν πλέον πολιτικά μέσα στην καταπιεζόμενη πλειοψηφία της κοινωνίας και μέσα στη νέα επαναστατική κρατική μηχανή.
Το έλλειμμα μιας σύγχρονης θεωρίας μετάβασης
Η δεύτερη, ανώτερη τομή – άλμα της διαρκούς, κατά τον Μαρξ, επανάστασης, είναι η ανάδειξη της εργατικής τάξης όχι μόνο σε ηγεμονική αλλά και σε πολιτικά κυρίαρχη τάξη με την πλήρη έννοια: Tην καθοριστική οικονομικοκοινωνική διάσταση. Οι σχέσεις παραγωγής σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού προσανατολισμού αναπτύσσονται σε ανώτερο βαθμό. Κατακτούν ηγεμονική θέση. Κυριαρχούν στον χαρακτήρα της κοινωνικής παραγωγής. Οι καπιταλιστικές σχέσεις εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά είναι συνολικά καταπιεζόμενες και ηγεμονευόμενες με παρούσα την τάση ανάπτυξης και αναπαραγωγής τους. Ολοκληρώνεται το τσάκισμα της αστικής κρατικής μηχανής, αναπτύσσεται η πλευρά της απονέκρωσης του κράτους. Το επαναστατικό εργατικό κράτος μετατρέπεται τελικά σε εργατική δημοκρατία (δικτατορία του προλεταριάτου) με την πλήρη έννοια. Βασική αντίθεση γίνεται πλέον η αντίθεση ανάμεσα στον εργατικό χαρακτήρα του και στις τάσεις απονέκρωσής του. Το «ποιος ποιον» κλίνει προς τον σοσιαλισμό αλλά δεν έχει κριθεί ακόμη.
Στην τρίτη ανώτατη τομή αυτής της χειραφετητικής διαδικασίας καταργούνται οι κυριαρχούμενες και μεταμορφωμένες εκμεταλλευτικές σχέσεις. Καταργείται η εργατική τάξη ως τάξη, οι τάξεις συνολικά. Η πολιτική ως διαμεσολαβητική σχέση. Καταργούνται οι πρωτοπορίες ακριβώς γιατί η κοινωνία αποτελείται πλέον από «ανεπανάληπτες ξεχωριστές προσωπικότητες – πρωτοπορίες». Το κράτος ως όργανο ταξικής κυριαρχίας δεν έχει κοινωνική βάση ύπαρξης. Απονεκρώνεται και μετατρέπεται σε «κοινωνική υπηρεσία». Η εργασία αποκτά το δημιουργικό χαρακτήρα της. Ο χρόνος που ελευθερώνει η εργασία και η επιστήμη αποκτά την απελευθερωτική του διάσταση. Καταργείται ο νόμος της αξίας, οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, ο διαχωρισμός χειρωνακτικής – πνευματικής εργασίας.
Η καμπή αυτή σημαίνει τη λήξη της μεταβατικής περιόδου. Την ανεπίστρεπτη πλέον κυριαρχία του κομμουνισμού σε διεθνές επίπεδο, στην πρώτη, τη σοσιαλιστική βαθμίδα ωριμότητάς του. Και οι τρεις αυτές μεγάλες τομές στη διαλεκτική τους ενότητα ανοίγουν, κορυφώνουν και κλείνουν τη μεταβατική περίοδο.
Οι Θέσεις για το 19ο Συνέδριο όμως ταυτίζουν, στην ουσία, το σοσιαλισμό με την αμέσως μετά την επανάσταση μεταβατική (προς αυτόν) κοινωνία. Η κοινωνία αυτή αντιμετωπίζεται δηλαδή ως κοινωνία μετάβασης ανάμεσα σε διαφορετικές φάσεις – βαθμίδες του ίδιου τρόπου παραγωγής, του σοσιαλιστικού. Και οδηγούνται αναγκαστικά στην ταύτιση του μεταβατικού κράτους που προκύπτει από την ανατροπή με την εργατική δημοκρατία (δικτατορία του προλεταριάτου). Η θεώρηση αυτή είναι προϊόν άρνησης των διδαγμάτων της ιστορίας. Συσκοτίζει την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, τους κινδύνους και τις δυνατότητες όπως προκύπτουν σε αυτήν την περίοδο. Μήτρα της έχει τη θεωρία που προκύπτει από το ιστορικά ανέκδοτο ιδιότυπο εκμεταλλευτικό καθεστώς που παγιώθηκε στην ΕΣΣΔ στα μέσα της τέταρτης δεκαετίας του περασμένου αιώνα. Η προσέγγιση αυτή δεν έχει σχέση με τον πυρήνα της μαρξικής θεωρίας.
Η ανάγκη ανάπτυξης μιας σύγχρονης θεωρίας μετάβασης προς τον κομμουνισμό, από τη σκοπιά των επαναστάσεων του 21ου αιώνα, αποκαλύπτεται άλλη μια φορά. Η ανάγκη αυτή προέκυψε νωρίς: Από τις αναταράξεις στην ΕΣΣΔ στην πρώτη, τη μεταβατική φάση της Οκτωβριανής Επανάστασης, όπου επιφανείς επαναστάτες αντιπαρατίθενται: Το 1919 οι Μπουχάριν, Τρότσκι και Πρεοπραζένσκι ζητούν άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό με αυστηρή εργασιακή πειθαρχία. Το 1923 η πλατφόρμα των 46 (Καγκάνοβιτς, Πιατακόφ κ.ά.) καταγγέλλει «την έλλειψη σχεδιασμού». Ο Ζηνόβιεφ καταγγέλλει τη Νέα Οικονομική Πολιτική ως «κρατικό καπιταλισμό». Το ’26 οι Τρότσκι, Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ προτείνουν «άμεσα μέτρα εναντίον της γραφειοκρατίας κ.ά.».
Οι αναταράξεις αυτές οφείλονται και στα κενά στη θεωρία της μετάβασης σε μια συνταρακτική πορεία από δρόμους μάλιστα απάτητους. Η ίδια ανάγκη ενισχύεται από τα μετέπειτα δραματικά ιστορικά γεγονότα. Αναβλύζει από τις σύγχρονες δυνατότητες και αναγκαιότητες.
Στις συνεδριακές θέσεις του ΚΚΕ «οι νεκροί βαραίνουν στους ζωντανούς». Οι αναγκαίοι πολιτικοί δρόμοι νικηφόρων εργατικών αγώνων με προοπτική τον κομμουνισμό και τις επαναστάσεις του 21ου αιώνα δεν βρίσκουν τη θέση τους. Στη σημερινή, την κατεξοχήν εργατική εποχή, το κρίσιμο ζήτημα της έκβασης της ταξικής αναμέτρησης είναι πολύ «πεισματάρικο» για να ανεχτεί, από τον οιονδήποτε, πλασματικές ή ημιτελείς απαντήσεις.