Βαθιά ρεαλιστική, αμείλικτη απέναντι στην αστική τάξη, η στάση του συγγραφέα
Ρεαλισμός υψηλού επιπέδου και πολυφωνική δυναμική αφήγηση, τα κύρια λογοτεχνικά προτερήματα του νέου βιβλίου του Άρη Μαραγκόπουλου, που με όχημα την ιστορία δύο ανθρώπων φτιάχνει την ιστορία της σύγκρουσης δύο κοινωνικών κόσμων.
Στο «Χαστουκόδεντρο» (εκδ. Τόπος), με όχημα την ιστορία του ναυτεργάτη κομμουνιστή Αντώνη Αμπατιέλου και της συζύγου του Μπέτι Μπάρτλετ, ο Άρης Μαραγκόπουλος γράφει για τα χρόνια της φρίκης (1947-1964) εξετάζοντας από πολλές γωνίες, και αντιπαραβάλλοντας, τον μικρό και τον μεγάλο κόσμο των νικητών και των νικημένων της επικής δεκαετίας του 1940. Ξεκινάει να διαβάζει κανείς για την Οδύσσεια μιας εμποδισμένης αγάπης και καταλήγει στην ψυχή των πραγμάτων στη μετεμφυλιακή Ελλάδα.
Η τεχνική του συγγραφέα δοκιμάζεται επιτυχώς στη σύνθεση του υλικού των γεγονότων με το υλικό της λογοτεχνικής επινόησης φτιάχνοντας ένα μίγμα λογοτεχνικής γραφής και ιστορικής καταγραφής: μυθιστορία. Το βιβλίο έχει πολλούς πρωταγωνιστές και ισάριθμες φωνές. Ακούμε την ιστορία του Τόνι και την ιστορία της Μπέτι, την ιστορία των πολιτικών κρατουμένων της Μακρονήσου και των άλλων τόπων εξορίας και εγκλεισμού. Ακούμε την ιστορία των διωκτών τους. Όμως –και εδώ είναι το μεγάλο επίτευγμα του συγγραφέα – οι επιμέρους ιστορίες, οι επιμέρους αφηγήσεις δεν εξουδετερώνουν το νόημα αλλά συμπληρώνουν η μια την άλλη.
Η πλοκή ξεκινάει από τα Χριστούγεννα του 1941, με μια παράξενη συνάντηση στο ξενοδοχείο «Πλάζα», στη Νέα Υόρκη. Ο νεαρός ναυτικός Αντώνης (Τόνι) Αμπατιέλος συναντιέται με τον μεγαλέμπορο Τομ Πάπας και τους εφοπλιστές Ωνάση και Λιβανό.Ο νεαρός ναυτεργάτης βρίσκεται στη Νέα Υόρκη και τυχαίνει να σώσει τη ζωή ενός έλληνα μεγαλοεπιχειρηματία που, για να τον ευχαριστήσει, τον παίρνει υπό την προστασία του για λίγες ώρες. Του αγοράζει ένα καλό κουστούμι και τον οδηγεί στο πανάκριβο ξενοδοχείο όπου πρόκειται σε λίγο να βρεθεί στην ίδια παρέα με τους άμεσους ταξικούς του αντιπάλους που πολύ σύντομα θα μάθουν να τον εχθρεύονται γιατί αυτός ο νεαρός, φαινομενικά δειλός και μαζεμένος, θα τα βάλει στα ίσα μαζί τους.
Πολιτικά το κείμενο στέκει αμείλικτο απέναντι στην ελληνική αστική τάξη, που περιγράφεται σαν τάξη χωρίς κανένα συλλογικό όραμα, παρά μόνο με τη στενή επιδίωξη της καταξίωσης έναντι των άλλων, ελέγχοντας όλο το πολιτικό προσωπικό με εξυπηρετήσεις και διευκολύνσεις. Από την άλλη η εργατική τάξη, μέσα από τους ηγέτες της, εμφανίζεται ηρωική αλλά όχι σοβαρά προετοιμασμένη, πέρα από την ηθική της υπεροχή, για να νικήσει. Ο Αμπατιέλος βγαίνει πάντα να υπερασπίζεται το Κόμμα του, στα εύκολα και στα δύσκολα, έχοντας μέσα του ανοικτά ερωτήματα για λάθη και ανεπάρκειες. (Κάπου ανάμεσα στον Φωτερό και στον Φάνη, της τριλογίας του Τσίρκα.) Η Μπέτι αμφιβάλλει περισσότερο, είναι πιο παρορμητική, πιο ανυπότακτη.
Ο συγγραφέας έχει μελετήσει προσεκτικά την ιστορία, κι έχει δουλέψει πολύ με τα γεγονότα, τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε αυτή. Δεν υποτιμά καμία πλευρά της ζωής. Μας δείχνει τη στάση του αγωνιστή και τη στάση του καταπιεστή, τη στράτευση και τη φθορά του πρώτου, την ποικιλία των συνηθειών του δεύτερου· τις αντιθέσεις στο στρατόπεδο των νικητών, τις αντιθέσεις και στο στρατόπεδο των ηττημένων· τον έρωτα και την αγάπη για τη ζωή, την αφοσίωση και την ψύχρα, τη θέληση και την ταλάντευση, τη θερμότητα και την αδεξιότητα των σκληρών σωμάτων· τα σώματα που έμειναν αλύγιστα και τ’ άλλα που δίπλωσαν στα δυο.
Οι απότομες μεταβάσεις από τη μια στην άλλη πραγματικότητα, από τις εστεμμένες βασίλισσες στους εσταυρωμένους αγωνιστές, δημιουργούν αντιστίξεις στις οποίες καταγράφεται η σφοδρή σύγκρουση δύο κόσμων, δύο αντίπαλων κοινωνικών παρατάξεων. Σκηνές υψηλής λογοτεχνικής αξίας, σε φυλακές όπου εισβάλλει η ποίηση του Κατσαρού, σε θαλαμηγούς όπου η φωνή της Κάλας σκεπάζει το υπαρξιακό κενό, στη μοναχική πορεία ειρήνης του Γρηγόρη Λαμπράκη, προσφέρουν στον ίδιο τον αναγνώστη την αίσθηση ενός παντογνώστη αφηγητή. Αφηγητή μιας ιστορίας που γράφεται ακόμα.