Το έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, Η Αγία Ιωάννα των Σφαγείων, γράφτηκε το 1929, τα χρόνια του Μεγάλου Κραχ. Ξεκινάει παρουσιάζοντας τον κόσμο μέσα από την αφελή ματιά μιας χριστιανής και καταλήγει σε μια μοναδική ανατομία της εργατικής τάξης, των μηχανισμών χειραγώγησης και των μεταμορφώσεων της εξουσίας του κεφαλαίου.
της Όλγας Μοσχοχωρίτου
Oταν ο Μπρεχτ διατεινόταν ότι αυτός διαμόρφωνε ένα θέατρο το οποίο θα ενσωμάτωνε την τέχνη, την τεχνολογία, την επιστήμη και τη φιλοσοφία, με το σκοπό να διδάξει, να ψυχαγωγήσει αλλά και να μιλήσει «όχι στο όνομα της ηθικής αλλά στο όνομα αυτών που ζημιώνονται», το έπραξε δημιουργώντας «το επικό θέατρο», την έννοια «της αποστασιοποίησης», μία ολική μορφή θεάτρου του 20ού αιώνα, που επικαιροποιείται απόλυτα κάθε φορά που ενεργοποιούνται οι περίφημες καπιταλιστικές κρίσεις. Όπως έγραφε ο ίδιος για την έννοια του «διδακτικού θεάτρου», «το πετρέλαιο, ο πληθωρισμός, ο πόλεμος, οι κοινωνικοί αγώνες, η οικογένεια, η θρησκεία, τα σιτηρά, η εμπορία σφαγμένων ζώων, αποτέλεσαν αντικείμενο θεατρικής αναπαράστασης … Με την “προώθηση του υπόβαθρου” στο προσκήνιο, η πράξη των ανθρώπων εκτίθετο σε κριτική … Το θέατρο έγινε υπόθεση των φιλοσόφων, εκείνων των φιλοσόφων που επιθυμούσαν όχι μόνο να ερμηνεύσουν τον κόσμο αλλά και να τον αλλάξουν».
Την Αγία Ιωάννα των Σφαγείων άρχισε να γράφει το 1929, τον καιρό του Μεγάλου Κραχ, αλλά ανέβηκε στη σκηνή του θεάτρου μετά το θάνατό του το 1959, την εποχή που μαγειρευόταν το οικονομικό θαύμα της μεταπολεμικής Γερμανίας. Το έργο, μια εκπληκτικού θάρρους θεατρική μεταφορά του μηχανισμού δημιουργίας κρίσεων, της «κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου» κατά το Κεφάλαιο του Μαρξ, παραφράζοντας την ιστορία της Ζαν Ντ’ Αρκ, της Παρθένου της Ορλεάνης του Σίλλερ, μας παρουσιάζει την πορεία της Ιωάννας Νταρκ (Ιωάννα των Σκοταδιών) από την αφελή, θρησκευτική ανάγνωση του κόσμου, έως τη συνειδητοποίηση της σκληρότητας της πραγματικότητας.
Ένα έργο που γρονθοκοπεί το θεατή, μαρξιστικό, αντιθρησκευτικό, αντιεξουσιαστικό, υπέρ της βίας και της πάλης των τάξεων, καταλήγει στην ήττα των εργαζόμενων τάξεων, έχοντας όμως φέρει στην επιφάνεια τους σκοτεινούς μηχανισμούς της χειραγώγησής τους.
Γι’ αυτούς τους λόγους είναι από τα έργα που σπάνια εμφανίζονται στη σκηνή.
Όμως ο Νίκος Μαστοράκης τόλμησε να σκηνοθετήσει το έργο ως ένα σκοτεινό σημερινό πολιτικό θρίλερ, μία μαύρη ροκ όπερα, έναν εφιάλτη δίχως τέλος, εκμεταλλευόμενος την τεχνολογία, με τους ηθοποιούς – ανέργους, πρόσωπα εξαθλιωμένα, ως διαβιούντα alien, στις υπόγειες στοές του μετρό της Νέας Υόρκης.
Καθηλωτική η ερμηνεία του Αιμίλιου Χειλάκη στο ρόλο του Μάουελ (σύμβολο του ίδιου του μεγάλου κεφαλαίου) και μια ρευστή αλλά δυνατή Ιωάννα της Βίκυς Βολιώτη. Πρόκειται λοιπόν για μία αναμφισβήτητα επιτυχημένη παράσταση, που συμπλέει από καθαρά μαρξιστικές θέσεις με την πολιτική συγκυρία και τα καθήκοντα της περιόδου που διανύουμε. Όμως πλέον, με την ικανότητα του αναπτυγμένου καπιταλισμού της εποχής μας και τον αστικοδημοκρατικό μανδύα διακυβέρνησης που έχει τη δυνατότητα «χωνέματος» ακόμα και των ιδεών ανατροπής του, διερωτάται κανείς εάν ένα θεατρικό έργο, ακόμα και ανατρεπτικό στην ουσία του, φτάνει το στόχο του σήμερα ή γίνεται μέρος μιας «διανοουμενίστικης αντικαπιταλιστικής ρουτίνας» που απευθύνεται κυρίως σε μορφωμένα μεσοστρώματα και όχι στις λαϊκές χειμαζόμενες τάξεις που αφορά κατά κύριο λόγο.
Από αυτήν την άποψη, είναι επείγον να στοχαστούμε πάνω στην παρακάτω διατύπωση του Μπρεχτ: «Το επικό θέατρο προϋποθέτει, εκτός από ένα συγκεκριμένο επίπεδο τεχνικής, μία ισχυρή κίνηση στην κοινωνική ζωή, η οποία να δημιουργεί ένα ενδιαφέρον για την ελεύθερη συζήτηση των ερωτημάτων της ζωής με σκοπό την επίλυσή τους». Με άλλα λόγια, τότε μόνο το «επικό θέατρο» πραγματώνεται, όταν αποτελεί μέρος της ιδεολογικής και ταξικής πάλης και μάλιστα με την έννοια του γκραμσιανού «πολέμου θέσεων» που θα αφορά κυρίως τις υποτελείς τάξεις, από την άποψη ότι «και ο εκπαιδευτής εκπαιδεύεται από τον εκπαιδευόμενο».