Τα τελευταία χρόνια είναι γεγονός ότι υπάρχει υπερπαραγωγή «ντοκουμέντων γραμμής» για την εκπαίδευση. Από την Παγκόσμια Τράπεζα και τον ΟΟΣΑ, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις κυβερνήσεις , από τους εργοδοτικούς φορείς και τις επιχειρήσεις, όλοι παρεμβαίνουν και καθορίζουν την εκπαιδευτική πολιτική. Η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «Ανασχεδιασμός της εκπαίδευσης: επενδύοντας στις δεξιότητες για καλύτερα κοινωνικοοικονομικά αποτελέσματα» που βγήκε πρόσφατα στο φως της δημοσιότητας φιλοδοξεί να αποτελέσει τη νέα στρατηγική επίθεση του συστήματος απέναντι στην εκπαίδευση.
Σωτήρης Ζωιτσάκος,
Αιμιλία Τσαγκαράτου
Η «κόκκινη κλωστή» που συνδέει τις αποφάσεις όλων των καπιταλιστικών υπερεθνικών και εθνικών οργανισμών είναι η ανάγκη να συνδεθεί ακόμα περισσότερο η εκπαίδευση με τις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς. Να δίνεται έμφαση στις δεξιότητες και όχι στη γνώση. Να αξιοποιηθεί κάθε μορφή άτυπης εκπαίδευσης, κάθε ατομική διαδρομή στην απόκτηση δεξιοτήτων και προσόντων έξω από την οργανωμένη, μαζική εκπαίδευση όπως τη γνωρίσαμε μέχρι σήμερα. Να υπάρχει χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα. Να υπάρχουν μετρήσιμοι δείκτες και να αξιολογείται κάθε δραστηριότητα εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων. Να θεωρείται η εκπαίδευση ως «πεδίο δόξης λαμπρό» για κάθε είδους επιχειρηματική δραστηριότητα, από τη χρηματοδότηση και την παρέμβαση στο περιεχόμενο των βιβλίων και των προγραμμάτων, μέχρι τις νέες τεχνολογίες και την είσοδο των επιχειρηματιών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης .
«Επενδύουμε γρήγορα, επενδύουμε έξυπνα», λέει η Παγκόσμια Τράπεζα στο βασικό της ντοκουμέντο για την εκπαίδευση. «Αγώνας δρόμου για την κορυφή», λέει ο Ομπάμα στο εκπαιδευτικό του πρόγραμμα, εννοώντας ότι πρέπει να γίνει η Αμερική «αξιόμαχη» στον αγώνα δρόμου του ανταγωνισμού με τα άλλα καπιταλιστικά κέντρα. «Ανασχεδιάζουμε την εκπαίδευση» λέει η Ευρωπαϊκή Ένωση, για την «ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, για να συνεργάζονται επαρκώς τα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα με τους εργοδότες και τις επιχειρήσεις». Κάθε ομοιότητα, δεν είναι καθόλου συμπτωματική.
Το περιεχόμενο της απόφασης της ΕΕ αποτελεί συνέχεια και τομή των προηγούμενων βασικών ευρωπαϊκών στρατηγικών. Συνέχεια, γιατί πατά στις προηγούμενες αποφάσεις για τον καθορισμό των οχτώ βασικών δεξιοτήτων στην εκπαίδευση το 2006 και το στρατηγικό πλαίσιο για την εκπαίδευση και την κατάρτιση του 2009 και έρχεται να εκτιμήσει τα αποτελέσματά τους. Τομή γιατί με «σκληρή» πια γλώσσα, έρχεται να καλέσει τις κυβερνήσεις να υλοποιήσουν με σαφή και «χειρουργικό» τρόπο τις προωθούμενες αντιδραστικές αλλαγές στην εκπαίδευση. Αλλαγές που πρέπει να εναρμονιστούν και ταυτόχρονα να προωθήσουν τις αλλαγές στην καπιταλιστική αγορά εργασίας στην περίοδο της κρίσης : μεγαλύτερη κινητικότητα των εργαζομένων, ενίσχυση της απασχολησιμότητας, πολιτικές ευελιξίας στην εργασία.
Παροχή δεξιοτήτων προς όφελος του ανταγωνισμού
Μπροστά στη σύνοδο υπουργών παιδείας της ΕΕ στο Βερολίνο η αρμόδια επιτροπή της ΕΕ για την εκπαίδευση ανακοινώνει τον “Aνασχεδιασμό της εκπαίδευσης” («Rethinking Education” ο αγγλικός τίτλος της νέας στρατηγικής) για την επόμενη δεκαετία. Ο νέος σχεδιασμός αποτελεί συνέχεια των προηγούμενων ευρωπαϊκών πολιτικών εισάγοντας και νέες αντιδραστικές τομές στην προσπάθεια αντιμετώπισης της καπιταλιστικής κρίσης.
Η εκπαίδευση αντιμετωπίζεται από τους τεχνοκράτες της ΕΕ σαν κλασική επιχειρηματική επένδυση από την οποία αναμένονται τα αντίστοιχα οικονομικά οφέλη. Χαρακτηριστικά η πρώτη πρόταση της ανακοίνωσης επισημαίνει ότι: «η επένδυση στον τομέα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης για την ανάπτυξη δεξιοτήτων έχει ζωτική σημασία για την τόνωση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας: oι δεξιότητες καθορίζουν την ικανότητα της Ευρώπης να αυξήσει την παραγωγικότητα.»
Η βασική ιδέα της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής είναι η άμεση σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας ή μάλλον η υποταγή της εκπαίδευσης στις σύγχρονες ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Μια βασική τέτοια σύγχρονη ανάγκη είναι η αναζήτηση τρόπων απόσπασης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας με στόχο το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης. Συγκεκριμένα από το ευρωπαϊκό κεφάλαιο απαιτείται, να ανταποκριθεί η ΕΕ στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για την προσφορά εργατικού δυναμικού με υψηλή ειδίκευση, η δυνατότητα χρησιμοποίησης εργατικού δυναμικού από διαφορετικές χώρες, η δυνατότητα απόκτησης, ανανέωσης και προσαρμογής των προσόντων του εργατικού δυναμικού στις εκάστοτε ανάγκες των επιχειρήσεων.
Οι αλλαγές που προωθούνται στην εκπαίδευση με σκοπό να υπηρετηθούν οι στόχοι αυτοί, που λόγω της κρίσης απαιτούνται επιτακτικά είναι: η ανάπτυξη δεξιοτήτων συγκεκριμένης κατεύθυνσης, η ενιαία αξιολόγηση και πιστοποίηση των προσδιορισμένων προσόντων, η ευρύτερη αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στην εκπαιδευτική και αξιολογική διαδικασία και αλλαγές στη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης.
Συγκεκριμένα η εκπαίδευση κατευθύνεται να αναπτύξει ιδιαίτερα τις λεγόμενες «εγκάρσιες δεξιότητες» όπως είναι η ανάπτυξη κριτικής σκέψης, η ανάληψη πρωτοβουλιών και ιδιαίτερα επιχειρηματικών, η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, η καλή λειτουργία στα πλαίσια ομάδων εργασίας. Οι δεξιότητες αυτές ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες λειτουργίας των επιχειρήσεων δίνοντας τους τη δυνατότητα για ευρύτερη απόσπαση σχετικής υπεραξίας.
Η προσπάθεια αυτή είναι σε εξέλιξη στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα.. Η ευέλικτη ζώνη στο δημοτικό, οι αλλαγές στα προγράμματα σπουδών, τα εκπαιδευτικά προγράμματα, το πρότζεκτ στο Λύκειο έχουν οδηγήσει στην αποδυνάμωση των μαθημάτων γενικής παιδείας και των βασικών επιστημονικών γνωστικών αντικειμένων ενισχύοντας την ανάπτυξη των εγκάρσιων δεξιοτήτων.
Το νέο στοίχημα είναι «η ανάπτυξη επιχειρηματικών δεξιοτήτων από το δημοτικό και μετά, ενώ παράλληλα, από τη δευτεροβάθμια έως την τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα πρέπει να υπάρχει εστίαση στις ευκαιρίες ίδρυσης επιχειρήσεων ως επιλογής σταδιοδρομίας σε κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης». Τα προγράμματα σπουδών ιδιαίτερα της επαγγελματικής εκπαίδευσης κατευθύνονται να γίνουν συναφή με το χώρο της εργασίας μέσω συνεχούς συνεργασίας με τις επιχειρήσεις και τους εργοδότες ακόμα και με «επισκέψεις επιχειρηματιών στην αίθουσα διδασκαλίας». Στόχος τους «όλοι οι νέοι θα πρέπει να αποκτούν τουλάχιστον μία πρακτική επιχειρηματική εμπειρία πριν ολοκληρώσουν την υποχρεωτική εκπαίδευση». Για το σκοπό αυτό προωθείται «η ανάπτυξη ιδρυμάτων επιχειρηματικής εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες συμπεριλαμβανομένων των σχολείων και της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης». Από αυτό τον προσανατολισμό δεν ξεφεύγει ούτε η πρωτοβάθμια εκπαίδευση, με ιδιαίτερη μάλιστα αναφορά στην Ελλάδα ως αρνητικό παράδειγμα «μη ύπαρξης μαθήματος επιχειρηματικότητας στο δημοτικό»!
Μεγάλη σημασία δίνεται στην ανάπτυξη των επαγγελματικών προσόντων μέσω της ενίσχυσης της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (ΕΕΚ). Ουσιαστικά επιδιώκεται μια συνολική μεταστροφή από τη γενική παιδεία προς την επαγγελματική εκπαίδευση. Ιδιαίτερα προωθούνται τα διττά συστήματα κατάρτισης που περιλαμβάνουν εκπαίδευση στην τάξη παράλληλα με πρακτική εμπειρία στο χώρο εργασίας ως αναπόσπαστο στοιχείο του συνολικού εκπαιδευτικού συστήματος. Τα συστήματα ΕΕΚ οφείλουν να προσαρμόζονται συνεχώς στη ζήτηση των επιχειρηματικών τομέων που εμφανίζεται έλλειψη δεξιοτήτων όπως στην υγεία, στις νέες τεχνολογίες, στο περιβάλλον και στις εξατομικευμένες υπηρεσίες.
Στο επίπεδο της αξιολόγησης και της πιστοποίησης των αποκτημένων προσόντων εδώ και αρκετά χρόνια επιδιώκεται η εστίαση στα μαθησιακά αποτελέσματα και όχι στην περάτωση της φοίτησης σε κάποια συγκεκριμένη βαθμίδα της εκπαίδευσης. Τα μαθησιακά αποτελέσματα έχουν προσδιοριστεί στα προγράμματα σπουδών ώστε να αντιστοιχούν στα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα. Στην κατεύθυνση αυτή έχει συνταχθεί το ευρωπαϊκό και τα αντίστοιχα εθνικά πλαίσια επαγγελματικών προσόντων. Πλέον επιδιώκεται μια θεμελιώδης μεταστροφή. Η πλήρης μεταφορά των προσδιορισμένων αυτών προσόντων στη διδασκαλία και την αξιολόγηση. Απαιτείται πλέον η πλήρης προσαρμογή και συνάφεια μεταξύ των εκπαιδευτικών εισροών στους σπουδαστές και τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Τα προσόντα πλέον για να αναγνωριστούν πρέπει να αξιολογούνται και να επικυρώνονται σε συγκεκριμένη μορφή, ώστε να διαμορφώνουν προφίλ δεξιοτήτων από το οποίο μπορούν να επιλέγουν οι εργοδότες.
Στην κατεύθυνση αυτή εντάσσεται και η Ελλάδα με το νόμο για τα επαγγελματικά προσόντα, την πιστοποίηση γνώσης των ξένων γλωσσών και νέων τεχνολογιών οι οποίες μπορούν να αποκτηθούν ανεξάρτητα από τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο που κάποιος έλαβε τη συγκεκριμένη γνώση. Με τον τρόπο αυτό επίσης επιδιώκεται η ενίσχυση της κινητικότητας των εργαζομένων μεταξύ των επιχειρήσεων αλλά και των κρατών ανάλογα με τις ανάγκες τους, οι οποίες την περίοδο της κρίσης αλλάζουν ραγδαία.
Στον τομέα της αποτύπωσης και της αξιολόγησης των επαγγελματικών προσόντων έρχονται να συνεισφέρουν ιδιαίτερα οι νέες τεχνολογίες. Με τον τρόπο αυτό υπάρχει μια συνολική εικόνα σε μια νέα αγορά, αυτή των προσφερόμενων και απαιτούμενων δεξιοτήτων.
Σημαντικό ρόλο έχουν οι νέες τεχνολογίες με την ένταξή τους στις εκπαιδευτικές διαδικασίες. Μέσω των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας (ΤΠΕ) επιδιώκεται η εξατομικευμένη, αυτόνομη και η ευέλικτη μάθηση. Μάθηση που δεν είναι δεσμευμένη από χρονικούς, χωρικούς και ανθρώπινους περιορισμούς. Έτσι περιορίζεται η υποχρέωση του αστικού κράτους να παρέχει στους πολίτες τα απαραίτητα εφόδια για την εργασία μετατοπίζοντας την υποχρέωση αυτή στους ίδιους τους εργαζόμενους. Επίσης η ένταξη των ΤΠΕ στην εκπαιδευτική διαδικασία ανοίγει νέο πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο στους τομείς της κατασκευής, της προώθησης και της υποστήριξης των νέων προϊόντων.
Σε σχέση με τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης το βασικό στοιχείο είναι «η μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας των επενδύσεων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης». Έτσι οι δημόσιες επενδύεις στην εκπαίδευση δεν κρίνονται στο πεδίο της προσφοράς στην κοινωνία αλλά των οικονομικών αποτελεσμάτων. Συγκεκριμένα η επένδυση στην προσχολική αγωγή θεωρείται αποδοτική χρήση κεφαλαίων γιατί συμβάλλει στην πρόληψη της σχολικής αποτυχίας, της εγκληματικότητας και της υγείας ώστε μακροπρόθεσμα να απαιτηθούν λιγότερα κεφάλαια για την αντιμετώπιση των αντίστοιχων προβλημάτων. Στο πλαίσιο της στενότητας των πόρων λόγω της κρίσης αναζητούνται πιο αποδοτικοί τρόποι πρόσληψης, διατήρησης και επαγγελματικής υποστήριξης των εκπαιδευτικών.
Συνολικά στην εκπαίδευση επιδιώκεται μια σύγχυση του δημόσιου και του ιδιωτικού με ιδιαίτερη έμφαση στο πεδίο της χρηματοδότησης.
Οι επιχειρήσεις καλούνται να αυξήσουν τις επενδύσεις τους στην επαγγελματική εκπαίδευση μέσω της υποστήριξης των σχολείων με κατάλληλο εξοπλισμό, των διττών μοντέλων μαθητείας και εργασίας επιτυγχάνοντας μακροπρόθεσμα οφέλη από την αύξηση της παραγωγικότητας.
Τα σημερινά δημόσια χρηματοδοτικά μέσα για επιμόρφωση επανεξετάζονται γιατί θεωρείται ότι επωφελούνται οι εργαζόμενοι και όχι οι επιχειρήσεις. Έτσι επιδιώκεται μια περισσότερο αποτελεσματική στόχευση.
Νέα μοντέλα συνεργασίας μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών ιδρυμάτων προωθούνται. Τέτοια μοντέλα είναι οι λεγόμενες εταιρικές σχέσεις, οι οποίες δεν περιορίζονται στον τομέα της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης, αλλά επεκτείνονται στην αμοιβαία μάθηση και την κοινή ανάπτυξη δράσεων και δεξιοτήτων των συμμετεχόντων φορέων. Οικοδομούνται στη βάση σαφών στόχων και πολιτικών επιδιώκοντας τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων και των οργανώσεων τους. Οι εταιρικές σχέσεις συγκροτούνται από τομείς της εκπαίδευσης, της έρευνας και των επιχειρήσεων στοχεύοντας στην ανάπτυξη στρατηγικών για ενοποιημένες δεξιότητες συνεπείς με τις ανάγκες των συναφών οικονομικών συντελεστών και δεν περιορίζονται στην απλή προσφορά δεξιοτήτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο συνασπισμός στο χώρο των νέων τεχνολογιών.
Σ’ ένα τέτοιο διαμορφούμενο πλαίσιο στο οποίο η εκπαίδευση από κοινωνικό αγαθό μετατρέπεται σε οικονομικό μέγεθος είναι επιτακτική ανάγκη ο κόσμος της εργασίας και της εκπαίδευσης να παλέψει για να αποτρέψει τις προωθούμενες ευρωπαϊκές πολιτικές δημιουργώντας και υλοποιώντας τα δικά του σύγχρονα οράματα.
Καταναλωτής μαθητής, αναλώσιμος εργαζόμενος
Το πλαίσιο δράσης της Κομισιόν με τίτλο «Ανασχεδιάζοντας την Εκπαίδευση» αποτελεί τομή στη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την καπιταλιστική αγορά εργασίας και τις ανάγκες κερδοφορίας του κεφαλαίου. Σε φραστικό και επικοινωνιακό επίπεδο, οι πολιτικές αυτές προωθούνται «για το καλό μας»: για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ανεργίας των νέων, η σχολική εγκατάλειψη από ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών και εφήβων, ο λειτουργικός αναλφαβητισμός. Αυτό που επιμελώς «ξεχνούν» να πουν είναι ποιες είναι οι αιτίες αυτών των προβλημάτων. Η ανεργία, η σχολική εγκατάλειψη και ο αναλφαβητισμός παρουσιάζονται ως «φυσικοί νόμοι», ανακοινωμένα με τη μορφή «μετεωρολογικού δελτίου». Φυσικά δεν θα περιμέναμε από την Κομισιόν να παραδεχτεί ότι η κοινωνική ζούγκλα την οποία ονομάζει «αγορά εργασίας» είναι δημιούργημα δικό τους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επιζητά να λύσει το πρόβλημα της ανεργίας των νέων εξασφαλίζοντας μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους. Αντίθετα, στα πλαίσια των οικονομικών πολιτικών της απασχολησιμότητας, του μειωμένου ωραρίου, των ατομικών συμβάσεων, της «δια βίου» αλλαγής εργασιακού αντικειμένου προσπαθεί μέσω και των αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση να «δέσει» και να εξασφαλίσει ακριβώς αυτή την προοπτική. Οι μαθητείες, οι καταρτίσεις μιας χρήσης, η απροκάλυπτη πλέον σύνδεση του συνόλου της εκπαίδευσης με την καπιταλιστική αγορά και τους νόμους λειτουργίας της κινούνται ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση. Η έμφαση και η επιμονή στην «επιχειρηματικότητα» δεν υπάρχει για να μπορεί ο «κάθε νέος να ανοίξει τη δική του επιχείρηση.» Προβάλλεται κυρίως ως στάση ζωής, ως ατομική διέξοδος, έτσι ώστε να απεμπολείται κάθε έννοια συλλογικού δικαιώματος, συλλογικής διεκδίκησης. Από την άλλη αναζητείται και εκείνο το θεσμικό πλαίσιο μέσα από το οποίο οι επιχειρήσεις θα μπορούν να πατήσουν σταθερά πόδι μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμα στην Ευρώπη υπάρχει σε μεγάλο βαθμό η κουλτούρα της «γενικής παιδείας» η οποία πρέπει να ισοπεδωθεί.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έρχεται λοιπόν κάθε φορά να προσπαθεί να «λύνει» προβλήματα που η ίδια η καπιταλιστική αγορά και ολοκλήρωση δημιουργεί σε ακόμα πιο συντηρητική κατεύθυνση. Στο όνομα της επίλυσης αυτών των προβλημάτων και πατώντας πάνω σε αυτά έρχεται να επιβάλλει ακόμα πιο αντιδραστικές πολιτικές: τα «σφιχτά» δημοσιονομικά και η μείωση των δημοσίων δαπανών για την εκπαίδευση είναι το όχημα εκείνο πάνω στο οποίο πατά η ιδιωτική χρηματοδότηση. Η ανεργία των νέων χρησιμοποιείται ως το μέσο για να καθιερωθεί η αναζήτηση δουλειάς μέσω επιδοτούμενων προγραμμάτων κατάρτισης και μαθητείας. Το κυνήγι του ευρωπαϊκού προγράμματος, του ΕΣΠΑ θα είναι ο μόνος τρόπος μιας προσωρινής διεξόδου, και εδώ υπάρχει ο παραμορφωτικός καθρέφτης: αντί να βλέπει ο άνεργος νέος , ο άνεργος απόφοιτος τις ευρωπαϊκές πολιτικές ως υπεύθυνο για την κατάστασή του, να θεωρεί ότι τα παραπάνω προγράμματα τον «ανακουφίζουν» έστω και προσωρινά. Πρέπει να είναι ιδεολογικά και οικονομικά «όμηρος» της «μεγάλης Ευρωπαϊκής Ιδέας». Εργαλείο για αυτό και η έμφαση στην «πολιτική αγωγή» ( η αγωγή του ευρωπαίου πολίτη) ως εγκάρσια δεξιότητα που πρέπει να διαπερνά τα σχολικά προγράμματα.
Η ουσιαστική γνώση λοιπόν εξοστρακίζεται εντελώς από τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις. Είναι πλέον τρομακτικό να διαβάζει κανείς σελίδες επί σελίδων για την εκπαίδευση και η λέξη «γνώση» να μην υπάρχει πουθενά. Σαν να διαβάζει κανείς τις πορτοκαλί σελίδες των οικονομικών εφημερίδων, με ορολογία επιχειρηματιών και οικονομολόγων, χωρίς να υπάρχει ούτε καν η φραστική έστω αναφορά που υπήρχε στα προηγούμενα ευρωπαϊκά ντοκουμέντα για τη «γνώση ως μέσο της ολόπλευρης καλλιέργειας της προσωπικότητας» κοκ. Η ουσιαστική γνώση που οξύνει τον κριτικό νου, είναι «εξόριστη», ανεπιθύμητη. Το σχολείο ως χώρος μόρφωσης, αναζήτησης, χειραφέτησης, αμφισβήτησης δεν υπάρχει – και δεν θα μπορούσε να υπάρχει μέσα σε αυτά τα πλαίσια – πουθενά. Οι εκπαιδευτικοί και οι εκπαιδευόμενοι καλούνται πια να γίνουν «καταναλωτές» προγραμμάτων, καταρτίσεων και πληροφοριών «μιας χρήσης» για να γίνουν και οι ίδιοι αναλώσιμοι στην «αγορά εργασίας».
Αναγκαία η πάλη κατά της ΕΕ
Με βάση λοιπόν όλα τα παραπάνω, γίνεται περισσότερο από σαφές ότι η αντι-ΕΕ πάλη περνά και μέσα από την εκπαίδευση. Είναι επιτακτική ανάγκη να βλέπουμε και να κατανοούμε τη συνολική εικόνα, να την προβάλλουμε στην καθημερινότητα του εκπαιδευτικού, του εκπαιδευόμενου, του κάθε εμπλεκόμενου με την εκπαιδευτική διαδικασία. Να αποκαλύπτουμε τη συνολική πολιτική γραμμή που προωθούν και εφαρμόζουν οι φύλακες-προστάτες της «ελεύθερης αγοράς» και που η κυβέρνησή μας με περίσσεια βιασύνη κόβει και ράβει στη δική μας εκπαιδευτική πραγματικότητα, να «ξύνουμε την κρούστα» των διακηρύξεων, να τρυπάμε το πλέγμα. Να διαμορφώνουμε στόχους πάλης συνολικής αντιπαράθεσης με το στυγνό, αγοραίο, επιχειρηματικό περιεχόμενο που προσπαθούν να επιβάλλουν στην εκπαίδευση. Είναι κρίσιμο ζήτημα να βλέπει ο εκπαιδευτικός και ο εκπαιδευόμενος την ΕΕ ως αντίπαλο, αντλώντας μέσα από την εμπειρία του και στην εκπαίδευση. Να μην προσδένεται στα «ψίχουλα» που μπορεί να πετά μέσα από τα κάθε λογής προγράμματα με αντάλλαγμα την πλήρη απαξίωσή του ως δάσκαλο, την πλήρη υποταγή του – πολιτική, ιδεολογική αλλά και παιδαγωγική – στις πολιτικές της.
Ταυτόχρονα είναι επιτακτική ανάγκη ΤΩΡΑ να μιλήσουμε για το σχολείο που οραματιζόμαστε. Να φωνάξουμε δυνατά ότι θέλουμε γνώση ουσιαστική, ως μέσο χειραφέτησης, ως εργαλείο αμφισβήτησης. Να μιλήσουμε για τις πραγματικές ανάγκες των μαθητών μας. Να αρνηθούμε την υποταγή της παιδαγωγικής στην κυρίαρχη πολιτική – αφού πια η παιδαγωγική, τα περιεχόμενα των αναλυτικών προγραμμάτων και των βιβλίων, ο ρόλος του σχολείου καθορίζονται σε στρογγυλά τραπέζια καπιταλιστικών υπεροργανισμών, και όχι από τους άμεσα εμπλεκόμενους στην εκπαιδευτική διαδικασία. Να πούμε ότι η αυτή η εκπαιδευτική διαδικασία είναι από τη φύση της αιρετική, η γνώση από τη φύση της συλλογικό κατεκτημένο και δικαίωμα. Και αυτό φυσικά δεμένο με το επίκαιρο όσο ποτέ αίτημα για εργασία μόνιμη και σταθερή, απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση.