Πέρα από επιθυμίες, ιδεολογικά σχήματα και στερεότυπα, έχει ενδιαφέρον να μελετήσουμε το παράδειγμα της Χιλής και της κυβέρνησης του Σαλβαδόρ Αλιέντε.
του Δημήτρη Δημητούλη
Το τέλος ενός πειράματος
Στις 8 Οκτωβρίου του 1974 στη γαλλική εφημερίδα Λε Μοντ δημοσιεύεται η παρακάτω είδηση: «Χιλή: Ο Μιγκουέλ Ενρίκεζ, γενικός γραμματέας του Κινήματος της Επαναστατικής Αριστεράς (MIR) σκοτώθηκε το Σάββατο 5 Οκτωβρίου κατά τη διάρκεια πολύωρης ανταλλαγής πυροβολισμών μεταξύ μελών του MIR –που ήταν περικυκλωμένοι σ’ ένα σπίτι του Σαν Μιγκέλ, λαϊκής συνοικίας του Σαντιάγκο– και ενόπλων δυνάμεων. Το σύντομο και λακωνικό επίσημο ανακοινωθέν, που αναγγέλλει τον θάνατο του κυριότερου ηγέτη του MIR, δεν δίνει ούτε τον αριθμό, ούτε τα ονόματα των άλλων θυμάτων, εκτός από την κόρη του πρώην πρύτανη του καθολικού πανεπιστημίου του Σαντιάγκο, κας Κάρμεν Καστίγιο Ετσεβερία που αγωνίστηκε στο πλευρό του. Τραυματισμένη έχει εισαχθεί σε νοσοκομείο.
Μια εφημερίδα του Σαντιάγκο, η Τερσέρα, αναφέρει ότι ένας ανηψιός του τελευταίου προέδρου της Χιλής, ο Αντρές Πασκάλ Αλιέντε, από τους ηγέτες του MIR έχει επίσης τραυματιστεί κατά τη διάρκεια της συμπλοκής, αλλά η είδηση δεν επιβεβαιώθηκε επίσημα» (Κάρμεν Καστίγιο, Μια νύχτα στο Σαντιάγκο, σελ. 1, έκδ. Πράξη, 1980).
Ο τριαντάχρονος γιατρός και γενικός γραμματέας του MIR, Μιγκέλ Ενρίκεζ, ενδεχομένως να είχε διαφύγει αν δεν προσπαθούσε –όπως άλλωστε κάθε επαναστάτης που λαμπαδιάζει μέσα στην πιο μεγάλη ανιδιοτέλεια και αυτοθυσία– να διασώσει την τραυματισμένη σύντροφό του, Κάρμεν Καστίγιο. Ο θάνατός του «συμβολίζει» –υπό μία έννοια– το «δεύτερο» θάνατο μιας από τις πιο ηρωικές και τραγικές –συγχρόνως– εποποιίες στην ιστορία της ταξικής πάλης που εκτυλίσσεται στη Χιλή από τις 4/9/1970 μέχρι τις 11/9/1973. Ο πραγματικός θάνατος βέβαια έχει συντελεστεί στις 11/9/1973 με την επικράτηση του φασιστικού πραξικοπήματος και την πολιτική γενοκτονίας που το πινοσετικό καθεστώς εξαπέλυσε εναντίον του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς.
Είναι μια εποποιία της οποίας η σημασία ξεπερνά τον ορίζοντα της Χιλής και της Λατινικής Αμερικής και αφορά γενικότερα στον κόσμο της μισθωτής εργασίας, της Αριστεράς και των εν δυνάμει πρωτοποριών της εποχής μας. Από μια ορισμένη μάλιστα, «πανουργία» της ιστορίας –όπως θα έλεγε και ο Χέγκελ– το «πείραμα» της Χιλής φαίνεται να αποκτά ιδιάζον ενδιαφέρον για το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα των ημερών μας. Με κάποια από τα κρίσιμα ζητήματα που ανέδειξε η συγλονιστική αυτή εμπειρία θα προσπαθήσουμε να καταπιαστούμε εδώ. Θα θέλαμε όμως να σημειώσουμε στο τέλος αυτής της εισαγωγής και κάτι ακόμη ως παρένθεση, στην ιστορική μας αυτογνωσία. Στις 13/12/2009 διεξήχθη ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών στη Χιλή. Την πρώτη θέση κατέλαβε, 19 χρόνια μετά την «αποκατάσταση της δημοκρατίας» και 36 χρόνια μετά τις 11/9/1973, ο ακροδεξιός επιχειρηματίας Σεμπαστιάν Πινιέρα. Την τρίτη θέση κατέλαβε με ποσοστό 20,14%, ο Μάρκος Ενρίκεζ-Ομινάμι, ως ανεξάρτητος υποψήφιος προβάλλοντας ένα πρόγραμμα «κεντροαριστερής», μετριοπαθούς νεοφιλελεύθερης διεύθυνσης της χιλιανής κοινωνίας. Είναι ο γιος του Μιγκέλ Ενρίκεζ που είχε γεννηθεί στις 12/6/1970, 4 μήνες περίπου πριν τη δολοφονία του πατέρα του. Λίγο πριν είχε αποχωρήσει από το μεταλλαγμένο πια Σοσιαλιστικό Κόμμα Χιλής, του οποίου υπήρξε βουλευτής. Και όπως λεει ο σπουδαίος Ιρλανδός συγγραφέας Σάμουελ Μπέκετ: «Πρέπει να συνεχίζεις, δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω» (Σ. Μπέκετ, Ο ακατονόμαστος).
‘Ερημοι δρόμοι –οι ίδιοι δρόμοι που κάποτε το πλήθος στα οδοφράγματα πυροβολούσε το πεπρωμένο– αλλά η πραγματικότητα είναι κάτι το δευτερεύον που διέκοψε για λίγο τα μεγάλα μας σχέδια». Τάσος Λειβαδίτης, Ταξίδι χωρίς τέλος, από τη συλλογή Βιολέτες για μια εποχή.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1970 ένας συνασπισμός εξι κομμάτων με τον τίτλο Λαϊκή Ενότητα (ΛΕ) κατακτά τη σχετική πλειοψηφία στις προεδρικές εκλογές της Χιλής με ποσοστό 36,30%. Υποψήφιος πρόεδρος της ΛΕ είναι ο ηγέτης του Σοσιασιλιστικού Κόμματος, Σαλβαδόρ Αλιέντε. Στο μέτωπο αυτό εκτός από το Σοσιαλιστικό και Κομμουνιστικό Κόμμα μετέχουν επίσης: Το Ριζοσπαστικό Κόμμα, η Κίνηση Ενωμένης Λαϊκής Δράσης, η Ανεξάρτητη Λαϊκή Δράση και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (Χιλή 1970-1975, έκδοση ΚΝΕ, 1975).
Το MIR (Κίνημα Επαναστατικής Αριστεράς) που έχει ιδρυθεί το 1965, θεωρώντας ρεφορμιστικό τον συνασπισμό αυτό, αρνείται τη συμμετοχή του, ορθά κατά τη γνώμη μας. Απέχει επίσης από τις εκλογές, αφού αντιλαμβάνεται τη συμμετοχή του σε αυτές ως ασύμβατη με τη «στρατηγική της ένοπλης πάλης» για την ανατροπή της αστικής εξουσίας και τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Εντούτοις, κάλεσε τα μέλη του να ψηφίσουν ΛΕ, έχοντας το σύνθημα «στο ένα χέρι την ψήφο και στο άλλο το ντουφέκι» (συνέντευξη στελέχους του MIR στο Αντί τ. 21 Ιούνιος 1975. Τη συνέντευξη την πήρε ο Π. Ευθυμίου). Αιφνιδιάζεται από το απρόσμενο εκλογικό αποτέλεσμα και με απόφαση της ΚΕ του που συνέρχεται στις 12 και 13/9/1970, επιλέγει να στηρίξει κριτικά την υπό διαμόρφωση κυβέρνηση της ΛΕ, στην οποία επίσης αρνείται να συμμετάσχει, παρά τις προτάσεις που του έγιναν, λόγω προγραμματικών αντιθέσεων. Έτσι, στην απόφαση αυτή λέγεται: «Αν και το πρόγραμμα της ΛΕ δεν καθορίζει το χτύπημα ζωτικών πυρήνων του καπιταλισμού, εντούτοις αν πραγματοποιηθεί, θα προκαλέσει αντεπίθεση των αστών και του ιμπεριαλισμού … Γι’ αυτό θα υποστηρίξουμε τα μέτρα που προτείνονται στο πρόγραμμα της ΛΕ», (Ρεζί Ντεμπρέ, Ο δρόμος της Χιλής, σελ. 193, εκδ. Μνήμη). Και θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι το MIR δεν είναι μια περιθωριακή ομάδα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (Σουήζυ – Μάγκντοφ, Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Χιλή, σελ. 29, εκδ. Καρανάσης, 1976).
Στις 4/11/1970 ο Σ. Αλιέντε αναλαμβάνει το αξίωμα του προέδρου, αφού στις 24/11/1970 το κογκρέσο έχει επικυρώσει την εκλογή του –και με τις ψήφους των Χριστιανοδημοκρατών, που δεν πρέπει να ταυτίζονται με τους αντίστοιχους Ευρωπαίους– με 153 από τις 200 ψήφους. Στο πρόγραμμα που υπογράφεται από τα 6 κόμματα της ΛΕ στις 17/12/1969 διακηρύσσεται: «Οι ενωμένες λαϊκές δυνάμεις ζητάνε, ως κύριο στόχο της πολιτικής τους, να αντικατασταθεί η σημερινή δομή της οικονομίας με την αφαίρεση της δύναμης του ντόπιου και ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου και των μεγαλοτσιφλικάδων για να αρχίσει το χτίσιμο του σοσιαλισμού» (Χιλή: 1970-75, εκδ. ΚΝΕ).
Έτσι, λοιπόν, ξεκινάει αυτή η συγκλονιστική αναμέτρηση που ο Γκολιέρμο Ατίας, ένας χιλιαννός συγγραφέας θα την περιγράψει ως το πείραμα του «ανώδυνου τοκετού» λέγοντας ότι: «Πριν ξεκινήσω ακόμη για το Σαντιάγκο φανταζόμουν τους αριστερούς Χιλιανούς σαν ανθρώπους, που φαίνεται να πιστεύουν ότι πραγματικά βρήκαν κάτι σαν τη φιλοσοφική λίθο της επανάστασης, ότι είχαν πετύχει τον τετραγωνισμό του επαναστατικού κύκλου. Μοιάζει να πιστεύουν ότι έμαθαν να εφαρμόζουν τον ανώδυνο τοκετό της επανάστασης. Γι’ αυτό δεν είναι ανάγκη να εξοντωθεί ο αντίπαλος, που έχει καθηλωθεί στη γωνία του εξουθενωμένος» (Γκιλιέρμο Ατίας, Ενάντια στο ρεύμα, σελ. 8, εκδ. Σύγχρονη Εποχή 1978). Μερικά από τα πιο κρίσιμα και επώδυνα ζητήματα που ανέδειξε η εμπειρία της Χιλής νομίζουμε ότι ήταν τα παρακάτω:
Πρώτο: Το κρισιμότερο ζήτημα που έφερε στο προσκήνιο ο «χιλιανός δρόμος προς το σοσιαλισμό» ήταν εκείνο της αντιμετώπισης του αστικού κράτους και της αστικής πολιτικής εξουσίας γενικότερα. Ένα ζήτημα που αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί και στις μέρες μας ένα από τα σπουδαιότερα –αν όχι το σπουδαιότερο– κριτήρια διαχωρισμού ενός επαναστατικού – μαρξιστικού σχεδίου υπέρβασης του καπιταλισμού, τόσο από μια ρεφορμιστική στρατηγική ενσωμάτωσης στον καπιταλισμό, όσο και από το μεταφυσικό σχέδιο του αναρχισμού.
Στο έδαφος αυτό δοκιμάστηκε η κυβερνώσα Αριστερά της Χιλής και βρέθηκε «παγιδευμένη» σ’ έναν ρεφορμιστικό ορίζοντα. Αντί να αναγνωρίσει και να υλοποιήσει την αναγκαιότητα συντριβής του αστικού κράτους –επιλέγοντας την κατάλληλη «στιγμή», τον κρίσιμο χρόνο δηλαδή, που τον προσδιορίζει ο ταξικός συσχετισμός– προέταξε την ιστορικά αδιέξοδη στρατηγική της βαθμιαίας «μετάλλαξής» του. Δηλαδή της χρησιμοποίησης ενός εχθρικού μηχανισμού –συγκροτημένου με τρόπο συμβατό προς τα συμφέροντα του κεφαλαίου– για την ικανοποίηση των άμεσων και ριζικών αναγκών των λαϊκών τάξεων. Όπως είχε πει ο ίδιος ο Σαλβαδόρ Αλιέντε στον Εντουάρ Μπαιλμπύ, απεσταλμένο του γαλλικού περιοδικού Εξπρές: «Εμείς τώρα έχουμε την κυβέρνηση. Αργότερα θα πάρουμε την εξουσία» (Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, Ιστορικός συμβιβασμός, σελ. 103). Εννοώντας, βέβαια, ότι μέσα απο μια διαδικασία βαθμιαίας και ανώδυνης μετάβασης, χωρίς την ύπαρξη μιας κορυφαίας τομής – ρήξης με την αστική τάξη και το κράτος της, θα εκπορθηθούν το ένα μετά το άλλο τα «οχυρά» που η αστική τάξη διατηρούσε στο κράτος, αποσπώντας έτσι όλα τα άλλα «τεμάχια», πέραν της κυβέρνησης, που συνιστούν το κράτος της αστικής τάξης ως αδιάσπαστη υλική ενότητα.
Η στρατηγική αυτή δεν επέτρεπε έτσι ή αντιμετώπιζε με δυσπιστία και πάντως δεν ενθάρρυνε στον απαιτούμενο βαθμό την αυτενέργεια και αναπτυσσόμενη πρωτοβουλία της εργατικής τάξης και των υποτελών τάξεων γενικότερα, που οδηγούσε στην οικοδόμηση νέων μορφών εξουσίας, θεμελιωμένων στην αυτοοργάνωσή τους, διαμορφώνοντας τις συνθήκες μιας δυαδικής εξουσίας. Έτσι, οι Cordones Industriales, οι γνωστές «βιομηχανικές ζώνες», πλατύτερα όργανα συντονισμού των εργατικών εργοστασιακών επιτροπών, τα «κοινοτικά κομμάντος», όργανα λαϊκής εξουσίας όπου συμμετέχουν εργάτες, αγρότες, φοιτητές και ευρύτερα λαϊκά στρώματα και οι ειδικές επιτροπές ανεφοδιασμού και ελέγχου των τιμών (VAP), αντιμετωπίζονται φοβικά και ανασταλτικά (Σουήζυ – Μάγκντοφ, Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Χιλή, σελ. 160-190).
Όπως θα αναγνωρίσει και ο γ.γ. του ΚΚ Χιλής, Λουί Κορβαλάν, «η εργατική τάξη και οι άλλες πρωτοπόρες δυνάμεις επιδίωκαν να δημιουργήσουν κράτος νέου τύπου. Εμφανίστηκαν νέες μορφές εξουσίας: Στις επιχειρήσεις που κρατικοποιήθηκαν δημιουργήθηκαν παραγωγικές επιτροπές και επιτροπές επαγρύπνησης, τα συνδικάτα συνενώθηκαν σε βιομηχανικές ζώνες, οργανώθηκαν συμβούλια για τον εφοδιασμό και έλεγχο των τιμών. Ωστόσο, αυτά τα έμβρυα της νέας εξουσίας δεν βρήκαν την απαραίτητη ανάπτυξη» (Λουί Κορβαλάν, Ο μη ένοπλος δρόμος της επανάστασης, Προβλήματα ειρήνης και σοσιαλισμού, τ. 1, 1978). Είναι όμως το ίδιο το ΚΚΧ που σε ανακοίνωσή του τον Δεκέμβριο του 1973 καλούσε «το λαϊκό κίνημα να αποτρέψει τις ένοπλες δυνάμεις από το να μετατραπούν οριστικά σε όργανα της ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού» (ΚΟΜΕΠ, τ. 1, Γενάρης 1974).
Το MIR είχε έγκαιρα επισημάνει στην προαναφερθείσα απόφασή του: «Παίρνοντας την κυβένηση η ΛΕ θα βρει ανέπαφο τον καπιταλιστικό κρατικό μηχανισμό που θα της επιβάλει την παρουσία των παραδοσιακών ενόπλων δυνάμεων, τον γραφειοκρατικό μηχανισμό και τις ισχύουσες νομιμότητες» (Ρεζί Ντεμπρέ, Ο δρόμος της Χιλής, σελ. 192-193). Αντίθετα, ο Ούγο Σέμελμαν, διευθυντής του προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης στην κυβέρνηση της ΛΕ θα υποστηρίξει ότι «ο ορισμός του κράτους ως οργάνου στην υπηρεσία των αστικών συμφερόντων έγινε εμπόδιο στο να μπορέσουμε να τον θεωρήσουμε σαν ένα αντικείμενο που ήταν δυνατό να μπει στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων» (Αντί, τ. 81, 1977).
Ας δώσουμε το λόγο κλείνοντας στα τελευταία λόγια του Αλιέντε: «Μπορούν να μας υποδουλώσουν με τη βία μα κανείς ούτε με τη βία ούτε με τα εγκλήματα μπορεί να σταματήσει την ιστορική εξέλιξη. Σε μας ανήκει η ιστορία. Γράφεται μόνο από τους λαούς.
Ο λαός δεν πρέπει να αφήσει να τον υποδουλώσουν και να τον εξουθενώσουν, δεν πρέπει να αφήσει ούτε και να τον ταπεινώσουν. Θα πρέπει να ξέρετε πως αργά ή γρήγορα, αληθινοί άνθρωποι θα βαδίσουν πάνω σε πλατειούς δρόμους για να χτίσουν μια καλύτερη κοινωνία» (Χιλή, 1970-1975 ό.π.).
Οι μορφές πάλης και οι εκλογές
Ενα δεύτερο σημείο: Οι μορφές πάλης δεν αποτελούν μια αμετάβλητη πραγματικότητα, ανεξάρτητη από τη δυναμική και τις απαιτήσεις της ταξικής πάλης. Οι σχέσεις μεταξύ των μορφών πάλης και του περιεχομένου αυτών, δεν είναι σχέσεις μηχανιστικής – γραμμικής αντιστοιχίας. Δεν ταυτίζεται ο λεγόμενος «ειρηνικός» δρόμος με τον ρεφορμισμό και την ενσωμάτωση και ο ένοπλος με την επανάσταση. Άλλωστε, στην ιστορία της ταξικής πάλης γνωρίζουμε ότι υπήρξε και ο ένοπλος ρεφορμισμός. Η ταύτισή τους προϋποθέτει –σε όλες τις εκδοχές της– την αντιδιαλεκτική αντιστροφή των σχέσεων μορφής περιεχομένου. Η παρατήρηση του Λένιν στα «φιλοσοφικά τετράδια» ότι «η μορφή είναι ουσιώδης. Η ουσία είναι διαμορφωμένη» δεν ακυρώνει τον καθοριστικό ρόλο του περιεχομένου. Όπως επίσης είναι καθόλα ιδεαλιστική και αντιδιαλεκτική η ταύτιση της διάκρισης ανάμεσα σε ειρηνικές και μη μορφές πάλης, με τη διάκριση βίαιες και μη βίαιες μορφές. Η βία ενυπάρχει σε κάθε μορφή ταξικής σύγκρουσης.
Τι συνέβη όμως στη Χιλή; Όπως θα πει ο Βολόντια Τεϊτελμπόιμ «στην πορεία ανάπτυξης του επαναστατικού προτσές στη Χιλή στις μορφές πάλης δίνονταν πρακτικά εξίσου σημασία, όπως και στους σκοπούς της, η μορφή κάπως ανάγονταν σε ουσία και αυτό ήταν λάθος. Και το λάθος αυτό εκδηλώθηκε στο ότι με την αλλαγή της συγκεκριμένης κατάστασης οι μάζες βρέθηκαν με δεμένα τα χέρια» (ΠΕΣ, 1/77).
Τρίτο: Οι εκλογές αποτελούν ένα πεδίο ταξικής πάλης, όχι όμως το καθοριστικό. Υπό συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί να αποτελέσουν μια «στιγμή» ρήξης μέσα στη χρονική ακολουθία της ταξικής σύγκρουσης, αποτυπώνοντας μια νέα πραγματικότητα στον ταξικό συσχετισμό, ευμενή για τον κόσμο της εργασίας, χωρίς να αναιρείται έτσι η αντιφατική υπόσταση της πραγματικότητας. Το γεγονός ότι οι εκλογές στο πλαίσιο της αστικής – κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, παραπέμπουν σ’ ένα μοντέλο πολιτικής κινητοποίησης συμβατό με τον καπιταλισμό, γιατί μετασχηματίζουν τις ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης, σε σχέσεις ισότιμων ατόμων που εκδηλώνουν την «ελεύθερη» θέλησή τους, δεν συνεπάγεται ότι δεν είναι πεδίο ταξικής αναμέτρησης.
Συμπεράσματα
Ο καθοριστικός ρόλος της στρατηγικής
Οι αιτίες που οδήγησαν στην αιματηρή συντριβή του χιλιανού «πειράματος» υπήρξαν αντικείμενο οξύτατης πολιτικο-ιδεολογικής αντιπαράθεσης στους κόλπους του εργατικού κινήματος, μέχρι τις μέρες μας. Ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας (ΚΚΙ) θα καταφύγει για πρώτη φορά στον όρο «ιστορικός συμβιβασμός» σε μια σειρά άρθρων που θα δημοσιεύσει στο θεωρητικό περιοδικό του ΚΚΙ, Ρινάσιτα στις 28 Σεπτεμβρίου – 9 Οκτωβρίου 1973, με σκοπό την αποτίμηση της χιλιανής εμπειρίας. Ο όρος «ιστορικός συμβιβασμός» θα αποτυπώσει τη στρατηγική της συμμαχίας με τους σοσιαλιστές του Κράξι και τη χριστιανοδημοκρατία, τη συμμαχία, δηλαδή, με την αστική τάξη και μάλιστα την ηγεμονική της μερίδα, ως προϋπόθεση για την εκπόνηση ενός αποτελεσματικού πολιτικού σχεδίου υπεράσπισης των εργατικών συμφερόντων και μετάβασης στο σοσιαλισμό. «Εμείς πάντα πιστεύαμε –θα πει ο Μπερλινγκουέρ και σήμερα η χιλιανή εμπειρία μας ενισχύει αυτή την πεποίθηση– ότι η ενότητα των κομμάτων των εργαζομένων και των δυνάμεων της Αριστεράς δεν είναι αρκετή προϋπόθεση για την εγγύηση της προστασίας της δημοκρατίας… Θα ήταν εντελώς απατηλό το να σκεφτεί κανείς ότι ακόμα κι αν τα κόμματα της Αριστεράς κατόρθωναν να φτάσουν το 51% των ψήφων, αυτό το γεγονός θα εγγυόταν την επιβίωση και το έργο μιας κυβέρνησης που θα ήταν η έκφραση του 51%. Να γιατί εμείς μιλάμε όχι για “μια αριστερή εναλλακτική λύση” αλλά για μια “δημοκρατική εναλλακτική λύση”, δηλαδή για την πολιτική προοπτική μιας συνεργασίας των λαϊκών δυνάμεων κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής έμπνευσης με τις λαϊκές δυνάμεις καθολικής έμπνευσης για να ανοίξει για το έθνος ένας σίγουρος δρόμος που μπορεί να οριστεί σαν ο νέος μεγάλος ιστορικός συμβιβασμός» (Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, Ιστορικός συμβιβασμός, σελ. 127-133). Σήμερα γνωρίζουμε ότι δυστυχώς –και όχι ως φυσική αναγκαιότητα– το ΚΚΙ μεταλλάχτηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα, στυλοβάτη της κυβέρνησης Μόντι.
Την ίδια περίοδο, Οκτώβριο του 1973 σε συνέντευξη που θα δώσει στη γαλλίδα δημοσιογράφο Μαρία Λεόνε, ο Μιγκέλ Ενρίκεζ θα κάνει τη δική του αποτίμηση: «Η κρίση του συστήματος εξουσίας που είχε αναπτυχθεί από χρόνια στη Χιλή, αποκρυσταλλώθηκε με την ανάληψη της κυβέρνησης από τη ΛΕ … Αυτή δημιούργησε τις προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να είχαν χρησιμεύσει στην ανάληψη της εξουσίας από τους εργάτες και σε μια προλεταριακή επανάσταση, εάν η κυβέρνηση είχε χρησιμοποιηθεί σαν όργανο για τον αγώνα των εργατών. Αλλά το ρεφορμιστικό σχέδιο που δοκίμασε να εκτελέσει η ΛΕ δεν στράφηκε ενάντια στο σύνολο των κυρίαρχων τάξεων, δεν βασίστηκε στην επαναστατική οργάνωση των εργατών, στα δικά τους όργανα εξουσίας … Γι’ αυτό επιμένω στη Χιλή δεν απέτυχε η Αριστερά, ούτε ο σοσιαλισμός, ούτε η επανάσταση, ούτε οι εργάτες. Στη Χιλή βρήκε τραγικό τέλος μια ρεφορμιστική αυταπάτη» (Ντοκουμέντα του MIR, σελ. 14-15, εκδ. Εξάντας, 1975).
Στη Χιλή απέτυχε ένα ιστορικό ρεύμα του εργατικού κινήματος του 20ού αιώνα το οποίο διαμορφώθηκε και επικράτησε μετά την ήττα και τον σταλινικό ενταφιασμό της οκτωβριανής επανάστασης. Ένα ρεύμα που οικοδομήθηκε στο έδαφος μιας καθοριστικής αντιστροφής: την υποταγή της στρατηγικής στην τακτική, την άρνηση του πρωταρχικού ρόλου της πρώτης. Ο στρατηγικός σκοπός της υπέρβασης του καπιταλισμού έγινε θεολογικό εικόνισμα και η όποια επίκλησή του γινόταν για τη νομιμοποίηση των τρεχουσών επιλογών που διαιώνιζαν την εγκατάλειψή του. Η εγκατάλειψη αυτή συνυπήρχε αρμονικά με τη γραφειοκρατική οργάνωση και λειτουργία των «παραδοσιακών» ρευμάτων του εργατικού κινήματος. Η χιλιανή εποποιία επαλήθευσε με δραματικό τρόπο τη φράση του Γάλλου επαναστάτη Σαιν Ζυστ: «Όποιος κάνει μισή επανάσταση σκάβει μόνο το δικό του τάφο».