Mαρξιστική θεωρία ή καταγγελτισμός;
Η κρίση της ελληνικής οικονομίας αποτελεί μέρος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης έχοντας προκληθεί από τον ίδιο μηχανισμό, τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Η κρίση είναι δομική κι αποτελεί συνέχεια και ετεροχρονισμένη εμφάνιση της κρίσης της δεκαετίας του 1970. Επίσης, η κρίση της ελληνικής οικονομίας είναι επιπρόσθετα και κρίση συσσώρευσης δημοσίου χρέους.
του Θανάση Μανιάτη*
Στις πολυάριθμες αναφορές και παρεμβάσεις στο χώρο της Αριστεράς γύρω από το φλέγον θέμα της κρίσης τα τελευταία χρόνια είναι εμφανής η απουσία ενός στοιχείου που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να θεωρείται και να είναι αυτονόητα παρόν: Η ρητή αναφορά στο θεωρητικό πλαίσιο της μαρξικής ανάλυσης και της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας γενικότερα και η διερεύνηση των αιτίων της κρίσης, της φύσης της, των προοπτικών που ανοίγει για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά, ιδίως την αντικαπιταλιστική, από αυτήν τη σκοπιά. Υπουργοί της κυβέρνησης, καθεστωτικοί – ενσωματωμένοι οικονομολόγοι, αριστεροί οικονομολόγοι, στελέχη της Αριστεράς, χρησιμοποιούν τις ίδιες κατηγορίες, εμφανίζονται στον δημόσιο διάλογο να έχουν τους ίδιους στόχους, το ίδιο αναλυτικό πλαίσιο και να διαφέρουν μόνο ως προς την «κατάλληλη» ή «πιο έξυπνη» πρόταση οικονομικής πολιτικής που θα οδηγήσει την οικονομία σαν ενιαίο σύνολο με όλες τις κοινωνικές τάξεις, έξω από την κρίση. Η Αριστερά έχει ένα διακριτό, διαφορετικό θεωρητικό υπόδειγμα, οφείλει σε μεγάλο βαθμό την ύπαρξή της σε αυτό και αυτό οφείλει να μας ξεχωρίζει κάθε στιγμή από την καθαρά ιδεολογική αφήγηση των συστημικών οικονομικών και τις εμβαλωματικές προτάσεις κάποιων ετερόδοξων ρευμάτων.
Κάθε σοβαρή οικονομική κρίση στην ιστορία του καπιταλισμού έχει γίνει αντικείμενο έντονης διαμάχης στο εσωτερικό του μαρξιστικού στρατοπέδου με ιδιαίτερες θεωρητικές και κυρίως πολιτικές προεκτάσεις. Έτσι και τώρα είναι σημαντικής σημασίας το ζήτημα που αφορά την ανίχνευση και την αποτίμηση της διαδικασίας ή των διαδικασιών που μας έφεραν μέχρι εδώ, στη χειρότερη κρίση της ιστορίας του ελληνικού καπιταλισμού. Είναι σημαντικό και για την τοποθέτησή μας απέναντι στη συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη και την ΕΕ αλλά και για ακόμη πιο ευρύτερα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής του αριστερού, αντικαπιταλιστικού κινήματος. Προσπαθώντας να συζητήσουμε το ερώτημα της φύσης της τρέχουσας κρίσης έχουμε αρχικά να απαντήσουμε σε δύο κύρια θέματα γύρω από τον χαρακτήρα της.
Πρώτο, είναι συγκυριακή, οφειλόμενη σε τυχαία γεγονότα, λαθεμένες και αντιστρέψιμες επιλογές οικονομικής πολιτικής ή συστημική/δομική (και αν είναι τέτοια στη βάση ποιου ακριβώς οικονομικού μηχανισμού προκλήθηκε;) και άρα πολύ δύσκολα και με τεράστιο κόστος αναστρέψιμη; Παρά το ότι η ελληνική κρίση έχει φτάσει και επίσημα πλέον το βάθος και την έκταση της Μεγάλης Ύφεσης, σχεδόν ποτέ δεν αναδεικνύεται αυτό το ερώτημα και όταν υπόρρητα και έμμεσα σχολιάζεται, η κυρίαρχη άποψη τείνει να είναι η πρώτη, δηλαδή αυτή της συγκυριακής κρίσης, υποδεικνύοντας ως θεμελιακές αιτίες της κρίσης κάποιες ανισορροπίες συνήθως στη σφαίρα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και της ζήτησης ή της διανομής του εισοδήματος ή συνηθέστερα κάποια λάθη στο σχεδιασμό και την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής στη χώρα μας, στην Ευρώπη, στον κόσμο. Τις ελάχιστες φορές που αναφέρεται και χαρακτηρίζεται ως συνολική κρίση του συστήματος, δεν υπάρχει κάποια ανάλυση που να προχωρά σε βάθος, φωτίζοντας και τα ακριβή της αίτια (ένα απαραίτητο στοιχείο στην ιδεολογική διαμάχη με την κυρίαρχη αστική ιδεολογία αλλά και στο εσωτερικό της Αριστεράς και της μαρξιστικής παράδοσης γύρω από τη στρατηγική εξόδου από την κρίση σε όφελος της εργατικής τάξης, ακόμη και της υπέρβασης του συστήματος).
Η κρίση της ελληνικής οικονομίας αποτελεί μέρος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης έχοντας προκληθεί από τον ίδιο μηχανισμό, τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Η κρίση είναι δομική κι αποτελεί συνέχεια και ετεροχρονισμένη εμφάνιση της κρίσης της δεκαετίας του 1970. Επίσης, η κρίση της ελληνικής οικονομίας είναι επιπρόσθετα και κρίση συσσώρευσης δημοσίου χρέους.
Ο μύθος περί «ανευθυνότητας» των κυριαρχούμενων τάξεων
Σχετικό με το πρώτο ερώτημα αλλά και κάπως πιο ειδικό, είναι το δεύτερο ερώτημα που προκύπτει: Πιο συγκεκριμένα, τίνος (ποιας κοινωνικής τάξης) είναι η ευθύνη για την οικονομική κρίση; Η αστική ιδεολογία βασισμένη στα συμβατικά οικονομικά πάντα έχει ή κατασκευάζει εκ των υστέρων μια συγκεκριμένη άποψη πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, ρίχνοντας την ευθύνη στις «παράλογες» διεκδικήσεις των κυριαρχούμενων τάξεων και τις δήθεν παραχωρήσεις σε όφελός τους. Αυξήσεις σε μισθούς πάνω από την παραγωγικότητα της εργασίας και αυξημένες κοινωνικές δαπάνες – παροχές ήταν η κυρίαρχη ερμηνεία για την κρίση στασιμοπληθωρισμού των δεκαετιών 1960 και 1970 και η επικράτησή της σήμανε την εδραίωση και την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού για τα επόμενα 30 χρόνια. Έπειτα από κάποιους δισταγμούς και αρχική αμηχανία (καθώς εμπειρικά δεν μπορεί να σταθεί εύκολα το επιχείρημα στις παρούσες και πρόσφατες συνθήκες) το ίδιο επιχειρείται να γίνει και τώρα από τους κυρίαρχους κύκλους και με τη βοήθεια της υπεροχής της αστικής ιδεολογίας και της άσχημης κατάστασης του εργατικού κινήματος, έχουν καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να έχει επικρατήσει μέχρι τώρα και πάλι ως ερμηνεία και κύρια αιτία της τρέχουσας κρίσης, η «ανευθυνότητα» των κυριαρχούμενων τάξεων.
Προσπαθώντας να απαντήσουμε τα παραπάνω ερωτήματα, μια προσεκτική ματιά στη συνολική και την πρόσφατη μεταπολεμική εμπειρία των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών (και της Ελλάδας) όπως καταγράφεται στη σχετική βιβλιογραφία, μας δείχνει ότι σε αντίθεση με τις διαδοχικά από την εκδήλωση της κρίσης κρατούσες ερμηνείες της, είτε στους κατεστημένους κύκλους είτε στο εσωτερικό της Αριστεράς, η κρίση στην Ελλάδα δεν είναι ή δεν είναι κυρίως:
Πρώτο, χρηματοπιστωτική κρίση προερχόμενη από την απληστία και αβλεψία των τραπεζιτών, λόγω και της έλλειψης κατάλληλης ρύθμισης, με λίγα λόγια του φαινομένου που έχει ονομαστεί χρηματιστικοποίηση της οικονομίας κατά την τελευταία περίοδο και που σε ετερόδοξους συγγραφείς συνδέεται με την κατά Μίνσκι χρηματοπιστωτική αστάθεια. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας στην Ελλάδα συγκεκριμένα ήταν ο λιγότερο εκτεθειμένος σε δάνεια, τοξικά και κανονικά, σε σχέση με τους αντίστοιχους τομείς σε σχεδόν όλες τις άλλες αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες. Ο δανεισμός των νοικοκυριών και το ιδιωτικό χρέος ήταν μικρότερος και η «φούσκα» των ακινήτων η μικρότερη όλων σε διεθνή σύγκριση.
Δεύτερο, δημοσιονομική κρίση με τη μορφή της συσσώρευσης ενός υπέρογκου δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ κυρίως λόγω της υπερεπέκτασης του «σπάταλου κράτους». Η αιχμή του δόρατος της επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη, το δημοσιονομικό χρέος, δεν οφείλεται ούτε στο μεγάλο μερίδιο των δημοσίων δαπανών στο ΑΕΠ, ούτε στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και σίγουρα ούτε στις καθαρές κοινωνικές παροχές προς την εργατική τάξη που ήταν αρνητικές για όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Η βασική αιτία δημιουργίας των ελλειμμάτων και του χρέους ήταν η χαμηλή έως μηδενική φορολόγηση κεφαλαίου και ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων, της κυρίαρχης κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Τρίτο, συναλλαγματικής ισοτιμίας / ευρώ – δομής της ευρωζώνης. Κρίση που οφείλεται στη συμμετοχή στην ευρωζώνη και απορρέει από τη δομή της ευρωζώνης, μιας οικονομικής ζώνης με κοινό νόμισμα αλλά χωρίς κοινή δημοσιονομική δομή, κάτι που ευνοεί τις πιο ανταγωνιστικές οικονομίες της ζώνης και επιτείνει τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα απέναντι στις υποδεέστερες τεχνολογικά χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Χωρίς να μπορούμε να επεκταθούμε στο ζήτημα αυτό, εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το θέμα του νομίσματος είναι τουλάχιστον δευτερεύον ζήτημα με δεδομένη την έκταση της κρίσης και την απαιτούμενη απάντηση των κυριαρχούμενων τάξεων η οποία δεν μπορεί να είναι τίποτε λιγότερο από άμεση αμφισβήτηση της παρούσας κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης. Έτσι κι αλλιώς, οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας δεν άλλαξαν σημαντικά με την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη από το 2002 και έπειτα. Οι διαδικασίες συσσώρευσης κεφαλαίου και δημοσιονομικού εκτροχιασμού εξελίσσονταν από καιρό σύμφωνα με τους νόμους ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, έχοντας ως κύριους προσδιοριστικούς παράγοντες την τεχνολογική αλλαγή και την ταξική πάλη για τη διανομή του προϊόντος ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία πρώτα στο επίπεδο της αγοράς και έπειτα με τη διαμεσολάβηση του κράτους. Η αποβιομηχάνιση της ελληνικής οικονομίας και η αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της χώρας έχουν να κάνουν περισσότερο με την είσοδό της στην ΕΕ παρά με τη συμμετοχή στην ευρωζώνη καθεαυτή. Το κοινό νόμισμα παγιώνει και συντηρεί την υφιστάμενη ιεραρχία ανάμεσα στα διάφορα κεφάλαια σε κλαδικό – εθνικό επίπεδο, δεν την παράγει από μόνο του.
Βέβαια, θα πρέπει να τονισθεί ότι οι υπερασπιστές της συμμετοχής στην ευρωζώνη με κάθε θυσία δεν προτείνουν και δεν υπόσχονται μια βιώσιμη στρατηγική εντός της ευρωζώνης αλλά αντίθετα δαιμονοποιούν την υιοθέτηση ενός άλλου νομίσματος (η στάση αυτή είναι ενδεικτική και απόρροια της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην ελληνική οικονομία, καθώς και της απουσίας προς το παρόν σοβαρής μερίδας της αστικής τάξης προσανατολισμένης στην παραγωγή).
Τέταρτο, κρίση δυσαναλογιών που εμφανίζονται αναπόφευκτα σε μια άναρχη ασυντόνιστη καπιταλιστική οικονομία όταν κάποιος τομέας (στην περίπτωσή μας ο χρηματοπιστωτικός χρησιμοποιείται ως το συνηθισμένο παράδειγμα) επεκτείνεται αδικαιολόγητα σε σχέση με τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας παραβιάζοντας τις απαιτούμενες αναλογίες και συνθήκες αναπαραγωγής του συστήματος.
Πέμπτο, κρίση του νεοφιλελευθερισμού: Οι (αυξημένοι) μισθοί και οι κοινωνικές δαπάνες δεν μπορούν να θεωρηθούν η θεμελιώδης αιτία της τρέχουσας κρίσης όπως τελικά συνέβη στη δεκαετία του 1970, καθώς ήταν στην καλύτερη περίπτωση στάσιμοι κατά τη νεοφιλελεύθερη περίοδο.
Ούτε όμως πρόκειται απλώς για κρίση του νεοφιλελευθερισμού –όπως διατείνονται αρκετοί αριστεροί οικονομολόγοι και κόμματα της Αριστεράς– που έχοντας ως βασικό συστατικό στοιχείο την επίθεση στους μισθούς και τις κοινωνικές παροχές της εργατικής τάξης, καθήλωσε την αγοραστική δύναμη της πλειοψηφίας του πληθυσμού, δημιουργώντας προβλήματα υποκατανάλωσης ή έλλειψης επαρκούς ενεργού ζήτησης, όντας επομένως μια θεωρία εστιασμένη στη σφαίρα της κυκλοφορίας και της διανομής. Βέβαια, το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα κατασκευάστηκε ως απάντηση του συστήματος στην προτελευταία κρίση των δεκαετιών 1960-70. Έτσι, η τρέχουσα κρίση μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρίση του νεοφιλελευθερισμού μόνο με την έννοια ότι αποδεικνύεται η οριστική αδυναμία του να λύσει τα προβλήματα της δομικής κρίσης συσσώρευσης της δεκαετίας 1960-70.
Γενικά, όταν η ανάλυση δεν περιορίζεται στη χρηματοπιστωτική σφαίρα και προσπαθεί να εντοπίσει τα αίτια της κρίσης στην «πραγματική» οικονομία, τότε συνήθως περιορίζεται στο επίπεδο της κυκλοφορίας και της διανομής του προϊόντος, δίνοντας έμφαση στην ανισότητα του εισοδήματος και τη στασιμότητα ή τη μείωση των μισθών και του μεριδίου των μισθών που χαρακτηρίζουν τη νεοφιλελεύθερη θεσμική δομή. Σύμφωνα με αυτήν την αφήγηση που τείνει να γίνει κυρίαρχη στην ετερόδοξη οικονομική παράδοση και πολιτικά στους κύκλους της Αριστεράς, το νεοφιλελεύθερο οικονομικό υπόδειγμα υποσκάφθηκε και κατέρρευσε από την τάση για υποκατανάλωση ή έλλειψη ενεργού ζήτησης που προέκυψε λόγω της στασιμότητας ή μείωσης των μισθών και της αγοραστικής δύναμής τους.
Παρατηρούμε με άλλα λόγια ότι οι αναλύσεις από το χώρο της Αριστεράς στην περίπτωση που έχουν ταξικό πρόσημο εστιάζουν στην πτώση του μεριδίου των μισθών, στις αυξανόμενες ανισότητες και στο κενό ζήτησης που προκαλούν, εξαντλώντας εκεί την επαφή τους με τη μαρξιστική προβληματική, εφαπτόμενες με την κεϋνσιανή θεωρία και τις αρκετά συγγενείς με αυτήν μαρξιστικές και ριζοσπαστικές θεωρίες υποκατανάλωσης. Ο θεμελιώδης μηχανισμός δημιουργίας της κρίσης τοποθετείται αρχικά στη σφαίρα της διανομής (ανισότητες, μείωση μεριδίου μισθών) και μεταφέρεται έπειτα στη σφαίρα της κυκλοφορίας (έλλειψη επαρκούς ενεργού ζήτησης).
Ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους
Αν εξετάσουμε την κατάσταση βαθύτερα, δηλαδή τις εξελίξεις στη σφαίρα της παραγωγής, τη δομή και την εξέλιξη των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομιών είτε της πιο αναπτυγμένης στον κόσμο, όπως των ΗΠΑ, είτε της ελληνικής οικονομίας, τότε εμφανίζεται μια διαφορετική και πιο αποκαλυπτική εικόνα μέσα από την πορεία της κερδοφορίας του κεφαλαίου και της συσσώρευσης κεφαλαίου αντίστοιχα. Όπως έχει επισημανθεί στη σχετική συζήτηση, παρά τις μερικές φορές δραματικές μεταβολές σε θεσμούς, ρυθμίσεις και την κατάσταση της ταξικής πάλης, δομικές, συστημικές κρίσεις εξακολουθούν να εμφανίζονται κάθε 30-40 χρόνια. Αυτές οι επαναλαμβανόμενες κρίσεις είναι αναπόφευκτες για όσο διάστημα το οικονομικό σύστημα βασίζεται στην αρχή και το κίνητρο του κέρδους. Η επανάληψη των κρίσεων οφείλει να αναζητηθεί σε μια κοινή αιτία, έναν κοινό παράγοντα. Και καθώς η συσσώρευση κεφαλαίου βασίζεται στην κερδοφορία του κεφαλαίου, οι προσδιοριστικοί παράγοντες του ποσοστού κέρδους πρέπει να εξετασθούν λεπτομερειακά για να κατανοηθούν οι διαφορετικές φάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Στη θεωρητική και εμπειρική συζήτηση της τρέχουσας κρίσης από την παγκόσμια πλευρά της μέχρι τις επιμέρους όψεις της ελληνικής κρίσης, η πιο βασική παραδοχή είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια συστημική, δομική και όχι συγκυριακή κρίση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας.
Συνοπτικά, ισχυριζόμαστε ότι η κρίση της ελληνικής οικονομίας αποτελεί μέρος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης έχοντας προκληθεί από τον ίδιο μηχανισμό, τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Η κρίση αυτή είναι δομική, αποτελεί συνέχεια και ετεροχρονισμένη εμφάνιση της κρίσης της δεκαετίας του 1970 και γι’ αυτό έχει αποδειχθεί δύσκολο να ξεπερασθεί. Από την άλλη πλευρά, η κρίση της ελληνικής οικονομίας εκτός από κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και χαμηλής κερδοφορίας είναι επιπρόσθετα και κρίση συσσώρευσης δημοσίου χρέους, ένας συνδυασμός που έχει πλέον καταστήσει την αναπαραγωγή του ελληνικού καπιταλισμού ιδιαίτερα προβληματική.
Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η τρέχουσα ελληνική οικονομική κρίση, είναι χρήσιμο να τονισθούν τα παρακάτω σημεία που διαμορφώνουν το μακροπρόθεσμο πλαίσιο ανάλυσης, μέσα στο οποίο έχουν κινηθεί οι πρόσφατες εξελίξεις:
Πρώτο, το κοινό μοτίβο που αναδεικνύεται στην εξέλιξη της διαδικασίας της καπιταλιστικής συσσώρευσης στην Ελλάδα και τις άλλες περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες για ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο. Η κρίση της ελληνικής οικονομίας είναι πρώτα απ’ όλα μέρος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, προκλήθηκε αρχικά από τη λειτουργία του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους λόγω της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και οξύνθηκε από την ταυτόχρονη παρουσία μεγάλων δημοσιονομικών ανισορροπιών. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της καπιταλιστικής συσσώρευσης να απομακρύνει τη ζωντανή εργασία που δημιουργεί αξία και υπεραξία, με νεκρή συσσωρευμένη εργασία, πάγιο κεφάλαιο, οδηγεί αναπόφευκτα σε κάποιο χρονικό σημείο σε τόσο μειωμένη κερδοφορία, ώστε όσο και να αυξηθεί η εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης, το σύστημα να μην μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά και σε κάποιο σημείο να σταματήσει να λειτουργεί εντελώς.
Δεύτερο, τα κοινά στοιχεία της δημοσιονομικής δομής της Ελλάδας με αυτήν των νοτιοευρωπαϊκών χωρών και το συμπέρασμα που προκύπτει από τη σύγκρισή τους με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ότι τα δημόσια ελλείμματα και η συσσώρευση του δημοσίου χρέους οφείλονται κυρίως στη χαμηλή φορολόγηση του κεφαλαίου και των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, και σε καμία περίπτωση σε παροχές προς την εργατική τάξη.
Τρίτο, η συστηματικά αρνητική καθαρή δημοσιονομική θέση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και στις άλλες νοτιοευρωπαϊκές χώρες, όπως υποδηλώνεται από τον αρνητικό καθαρό κοινωνικό μισθό για όλα τα έτη της τελευταίας δεκαπενταετίας.
ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ
Εμφανής αποτυχία του καπιταλισμού
Eίναι προφανές ότι η κρίση είναι προϊόν της σχετικά απρόσκοπτης λειτουργίας του συστήματος κατά την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού. Αυτή η αποτυχία του συστήματος για μια ακόμη φορά θα έπρεπε επομένως να αποτελεί ευνοϊκό έδαφος για τη διεξαγωγή της ιδεολογικής και πολιτικής διαμάχης από τη μεριά της εργατικής τάξης και της Αριστεράς. Στην Ελλάδα ειδικά, το δεύτερο και πιο σκληρό μέρος εφαρμογής του νεοφιλελευθερισμού εφαρμόζεται με αφορμή το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος. Ξεκινώντας με έναν ιδιαίτερα υψηλό λόγο δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ, οφειλόμενο κυρίως στη χαμηλή φορολόγηση συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, η προσπάθεια εκμηδένισης των ελλειμμάτων μειώνει μισθούς και δαπάνες που σχετίζονται με τις λειτουργίες του κράτους πρόνοιας και ενώ αυξάνει τους φόρους σε μισθωτούς και συνταξιούχους, τους μειώνει σε ψηλά εισοδηματικά στρώματα και επιχειρήσεις προσδοκώντας αύξηση των επενδύσεων σύμφωνα με την κατεστημένη οικονομική σκέψη. Όμως, η δραματική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος της πλειοψηφίας του πληθυσμού, η μεγάλη πτώση στην ιδιωτική κατανάλωση σε συνδυασμό με την πτώση στη δημόσια κατανάλωση, αποθαρρύνουν τις επενδύσεις, δημιουργώντας τη βαθύτερη ύφεση από τα τέλη του Β~ Παγκοσμίου Πολέμου και αποτρέποντας τη σοβαρή μείωση του δημοσίου ελλείμματος, ενώ ταυτόχρονα όπως είναι φυσικό ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ συνεχίζει να αυξάνει. Το πρόβλημα της συνύπαρξης μεγάλων δημοσίων ελλειμμάτων και μεγάλης ύφεσης οδηγεί στην προσπάθεια προσαρμογής μέσω της αγοράς εργασίας και της μείωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα έτσι ώστε η αύξηση του προϊόντος να έλθει είτε μέσω της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων, είτε μέσω της αύξησης των καθαρών εξαγωγών. Η δεύτερη εκδοχή είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί με την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη και την ανατιμημένη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, ενώ η πρώτη επίσης συγκεντρώνει ελάχιστες πιθανότητες, λόγω της συνεχιζόμενης στασιμότητας και ύφεσης ή και κρίσης στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία, ένα σημαντικό γεγονός που είτε παραβλέπεται είτε αποσιωπάται από όλους όσοι υπόσχονται ότι η ανάπτυξη όπου να ’ναι έρχεται. Στην πραγματικότητα, το ακολουθούμενο οικονομικό πρόγραμμα έχει ως στόχο την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μόνο σε πολύ μακροπρόθεσμο ορίζοντα, λειτουργώντας σαν μοχλός ενεργοποίησης των εκκαθαριστικών λειτουργιών της κρίσης, δηλαδή πρώτο τη «συμμόρφωση» της ελληνικής εργατικής τάξης και την αποδοχή εκ μέρους της πρωτοφανών μειώσεων μισθών, δεύτερο, την απαξίωση και καταστροφή μεγάλου μέρους του αποθέματος παγίου κεφαλαίου σε όφελος μερίδας του εγχώριου και ιδίως του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, κάτι που δεν ήταν πολιτικά εφικτό στη δεκαετία του 1970 και τρίτο, τον παραδειγματισμό των μισθωτών εργαζομένων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το αποτέλεσμα αυτών των επιλογών είναι μια συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας παρόμοια με αυτή της Μεγάλης Ύφεσης (σωρευτικά περίπου 20% του ΑΕΠ μέχρι τώρα στα πρώτα τέσσερα χρόνια της ύφεσης) δηλαδή της τελευταίας περίπτωσης που απειλήθηκε σοβαρά το υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Οι υλικές αντικειμενικές συνθήκες είναι ώριμες για να εκφρασθεί και πάλι μια τέτοια απειλή.
Στην κατεύθυνση αυτή, παράλληλα με την απαιτούμενη και δικαιολογημένη λόγω του τρόπου δημιουργίας του μη αναγνώριση και διαγραφή του δημοσίου χρέους, ελάχιστα πρόσθετα απαραίτητα μέτρα αποτελούν: Πρώτο, η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των πρώην δημόσιων επιχειρήσεων σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, δεύτερο, ο δημοκρατικά, με καθολική συμμετοχή σχεδιασμός της οικονομίας, συνειδητή προσπάθεια επαναπροσανατολισμού στην παραγωγική προσπάθεια με ενεργό βιομηχανική, αγροτική, συναλλαγματική, πολιτική διεθνούς εμπορίου, τρίτο, η αποεμπορευματοποίηση της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης με την επέκταση του κράτους πρόνοιας, τέταρτο, η αμφισβήτηση και ανατροπή της κυριαρχίας του κεφαλαίου στην οικονομική και κοινωνική αναπαραγωγή και πέμπτο, ως αναπόφευκτη συνέπεια όλων των παραπάνω, παράλληλα ρήξη και έξοδος από την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
*Ο Θανάσης Μανιάτης διδάσκει στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών.