Mια μικρή είδηση του Ριζοσπάστη προκάλεσε μεγάλη αίσθηση: «Απεβίωσε χτες, σε ηλικία 82 χρόνων, ο συγγραφέας Χρόνης Μίσσιος. Γεννημένος στην Καβάλα, από γονείς καπνεργάτες, έζησε τα παιδικά του χρόνια σε μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες. Στα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός, μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στο ΕΑΜ, ενώ πέρασε για λίγο και από το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Με το έργο του βεβαίως στην πορεία δε στάθηκε στο πλευρό των λαϊκών αγώνων και της δράσης των κομμουνιστών, αφού δεν πίστευε στη διέξοδο της ταξικής πάλης, ενώ βρήκε “στέγη” στη λεγόμενη “ανανεωτική” Αριστερά».
Δεν είναι η πρώτη φορά που η ίδια εφημερίδα ζυγίζει και κρίνει το ηθικό, το πνευματικό, το αγωνιστικό ανάστημα ενός νεκρού με παρόμοια κριτήρια.
Πώς κόβεται σε φέτες η ζωή ενός ανθρώπου; Πώς μετά το ’47 αυτή εξαφανίζεται; Και ποιος υπογράφει αυτό το ατσαλάκωτο «βεβαίως»; Ο καθένας έχει δικαίωμα να κρίνει το συγγραφικό έργο του οποιουδήποτε, όμως εδώ το έργο αποσιωπάται, όπως αποσιωπάται το γεγονός ότι στα 17 του χρόνια ο Χρόνης Μίσσιος καταδικάστηκε σε θάνατο και έμεινε έξι χρόνια στην πρώτη του φυλακή (γιατί ακολούθησαν κι άλλες). Επομένως, δεν «πέρασε για λίγο» από την ιστορία των λαϊκών αγώνων. Άφησε το αποτύπωμά του στους δρόμους της Αριστεράς, όπως και οι παλιές και οι νεότερες περιπέτειες της Αριστεράς άφησαν το αποτύπωμά τους στον ίδιο.
Δε στέκει το «δε στάθηκε» την ώρα της αυλαίας, όπως δε στέκει και δεν πείθει η αγιοποίηση, ιδίως όταν προέρχεται από ανθρώπους που σήμερα στέλνουν στο απόσπασμα της ανεργίας τους συνομήλικους του τότε καταδικασμένου εφήβου απ’ την Καβάλα. Αυτή την ώρα επιβάλλεται ο σεβασμός γι’ αυτό το λίγο που πρόσφερε ο νεκρός στην υπόθεση της απελευθέρωσης του ανθρώπου – ειδάλλως είναι προτιμότερη η σιωπή.
Σφοδρές, πικρόχολες ήταν οι αντιδράσεις στην είδηση του Ριζοσπάστη. Δεν θα ήθελα να χρησιμοποιήσω πικρόχολα επίθετα για να χαρακτηρίσω τη στάση που τήρησε το όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ. Με το να μειώνουμε το ανάστημα κάποιου άλλου, ανθρώπου ή οργάνου, ζωντανού ή νεκρού, δεν μεγαλώνει αυτόματα το δικό μας.
Μαριάννα Τζιαντζή