Ύστερα από δύο και πλέον χρόνια σκληρών ταξικών αγώνων, απαιτείται ένας βαθύς προβληματισμός για την ανάγκη μιας συνολικής ταξικής ανασυγκρότησης του συνδικαλιστικού κινήματος, η οποία θα ξεπερνά μάχιμα τις αιτίες που δεν επέτρεψαν την απόκρουση της αντεργατικής λαίλαπας. Σήμερα χρειάζεται ένα άλλο εργατικό κίνημα, εξοπλισμένο με τις απαντήσεις, τις δομές και τις μορφές που απαιτεί η εποχή της ιστορικής κρίσης του συστήματος.
του Δημήτρη Γκόβα
«Οι άνθρωποι που δεν υπολογίζονται, σωπαίνουν, υπομένουν ή ίσως και να χειροκροτούν, περιμένοντας να περάσει η μπόρα. Πρέπει να σου φτάσει το νερό μέχρι το λαιμό για να παραδεχτείς πως έχει συμβεί κάτι ανεπανόρθωτο…»: Ροσάνα Ροσάντα. Κάπως έτσι θα μπορούσε να περιγράψει τη συμπεριφορά της εργαζόμενης πλειοψηφίας, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, αλλά και της Αριστεράς στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα ένας παρατηρητής. Το νερό όμως έφτασε στο λαιμό και η στάθμη του ανεβαίνει, ή με άλλους όρους, η επίθεση ενάντια στη ζωή, τους όρους εργασίας, τις ανάγκες και τα δικαιώματα της πλειοψηφίας του λαού είναι τέτοια, που κάνει εφιαλτική την καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων.
Στο έδαφος της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού, που εκδηλώνεται με διάφορες μορφές σε πάρα πολλές χώρες και έχει «ανακατέψει» όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ιαπωνία, διεξάγεται ένας ανελέητος κοινωνικός πόλεμος, πρώτα απ’ όλα ενάντια στην εργατική τάξη. Η απάντηση του κεφαλαίου στη βαθιά κρίση του συστήματος παίρνει διάφορες μορφές και συμπυκνώνεται σε πολιτικές που κοινό πυρήνα έχουν τη διασφάλιση των κερδών και τη συνέχεια του συστήματος της εκμετάλλευσης.
Στη χώρα μας οι πολιτικές αυτές αποτυπώθηκαν με τα αλλεπάλληλα μνημόνια, τα μεσοπρόθεσμα και τις δανειακές συμβάσεις, που συνοδεύτηκαν από σειρά νόμους και μέτρα που στοχεύουν στην αλλαγή όλων των όρων εργασίας, αμοιβών και ζωής της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Περίπου τέσσερα χρόνια μετά την εκδήλωση της κρίσης, οι συσχετισμοί σε βάρος του κόσμου της εργασίας έχουν αλλάξει δραματικά. Ενάμιση εκατομμύρια άνεργοι, καταποντισμός των μισθών, απλήρωτη εργασία, απολύσεις και τρομοκρατία, διάλυση συλλογικών συμβάσεων, κατακόρυφη αύξηση όλης της φορολογίας, χαράτσια, διάλυση κοινωνικών παροχών σε υγεία, παιδεία, συντάξεις, κ.ο.κ. Τεράστια ένταση της εκμετάλλευσης δηλαδή, για να επιβιώσει ο καπιταλισμός της παρακμής.
Και η στάθμη ανεβαίνει, η επίθεση συνεχίζεται και οξύνεται, με όργανο αυτή τη φορά την τρικομματική μνημονιακή κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, η οποία δεν συνεχίζει απλώς το έργο των αντιλαϊκών κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου, αλλά βαθαίνει τον κοινωνικό πόλεμο. Στο πολιτικό και ευρύτερο αξιακό επίπεδο επιστρατεύονται από την άρχουσα τάξη και τις συστημικές δυνάμεις τα ιδεολογήματα της πάση θυσία παραμονής στο ευρώ, αυτού του νομίσματος εκμετάλλευσης που εξυπηρετεί το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, το δόγμα του «ανήκομεν στην ΕΕ» (αυτή τη συμμαχία των πολυεθνικών και της αντίδρασης), η θεωρία του «όλοι μαζί τα φάγαμε» και άλλα πολλά για να ενσωματώσουν τη σκέψη και τη στάση της κοινωνικής πλειοψηφίας. Μια νέα κατάσταση έχει διαμορφωθεί στην ελληνική κοινωνία, νέες προκλήσεις βρίσκονται μπροστά στο εργατικό και λαϊκό κίνημα.
Οκοινωνικός πόλεμος που διεξάγει το κεφάλαιο δημιούργησε αντιστάσεις και μαζικούς αγώνες, ηρωικούς πολλές φορές. Στην Ελλάδα η διετία που πέρασε, χαρακτηρίστηκε τόσο από τις μεγάλες πανεργατικές απεργίες, όσο και από τις διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις στις πλατείες, τις παρελάσεις, το κλίμα ανυπακοής και αντίστασης, μικρές και μεγαλύτερες μάχες σε κλάδους και χώρους δουλειάς, καταλήψεις και λαϊκές συνελεύσεις. Η εννιάμηνη απεργία των ηρωικών χαλυβουργών της Ελευσίνας και η συγκρουσιακή απεργία των αστουριανών ανθρακωρύχων της Ισπανίας, η πολύνεκρη απεργία στα μεταλλωρυχεία της Ν. Αφρικής, μοιάζουν με τα πιο μαχητικά στιγμιότυπα μιας παγκόσμιας κινητικότητας στο έδαφος της κρίσης. Είναι οι σπασμοί της υφηλίου; Το σίγουρο είναι ότι εξελίσσεται μια παρατεταμένη κοινωνική αναμέτρηση και όπως πάντα σε περιόδους ιστορικών κρίσεων, τα ερωτήματα γίνονται πιο αμείλικτα, ο χρόνος τρέχει πιο γοργά.
Η όξυνση του κοινωνικού προβλήματος σε όλα τα επίπεδα, η τρομερή επίθεση της εργοδοσίας στους χώρους δουλειάς, τα προβλήματα επιβίωσης των ανέργων, των φτωχών και χαμηλόμισθων, δημιουργούν αντικειμενικά ένα δύσκολο έδαφος για τις δυνάμεις της εργασίας. Οι δυσκολίες που υπάρχουν στο κίνημα είναι και προϊόν της συνειδητοποίησης του βάθους της σύγκρουσης και της ισχύος του αντιπάλου, που φρόντισε με πάμπολλους τρόπους «να δείξει τα δόντια του» και στο προηγούμενο δίχρονο και στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις και σήμερα με την πολιτική της κυβέρνησης Σαμαρά.
Το κεντρικό ερώτημα που τίθεται στις δυνάμεις του αγώνα είναι: Ποιες είναι οι προϋποθέσεις, οι όροι, τα βήματα και η πολιτική γραμμή που θα οδηγήσουν στο τέλος αυτού του κύκλου, στην ανατροπή της επίθεσης, στο άνοιγμα του δρόμου για την κοινωνική απελευθέρωση; Επειδή η ανατροπή της επίθεσης, με ό,τι την συνοδεύει σε πολιτικό, νομικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, είναι όρος επιβίωσης της εργαζόμενης πλειοψηφίας, άρα θα πρέπει να είναι και ο πρώτος και βασικός στόχος του κινήματος. Και επειδή αυτό το σύστημα της κρίσης και παρακμής, οι κοινωνικές δυνάμεις που κυριαρχούν και το διευθύνουν, δεν μπορούν να διασφαλίσουν πλέον μια έστω και αξιοπρεπή ζωή στην κοινωνική πλειοψηφία, αλλά αντίθετα την οδηγούν στη φτώχεια, τη μιζέρια, την εξαθλίωση, τον πόλεμο.
Το κλειδί της απάντησης βρίσκεται στο εργατικό κίνημα, την αιχμή του δόρατος, τόσο από πλευράς επίθεσης που δέχεται, όσο και από πλευράς δυνατότητας να αποτελέσει εκείνο το αναγκαίο όχημα για την συνολική ανατροπή της επίθεσης και την αλλαγή πορείας των πραγμάτων.
Από κάθε άποψη, υπάρχει μια νέα κατάσταση, άρα και νέα καθήκοντα για το εργατικό κίνημα. Τα αξιόλογα στιγμιότυπα των μαζικών αγώνων, των απεργιών, των καταλήψεων, δεν έχουν μέχρι στιγμής «χάπι έντ» για τους εργαζόμενους. Τα μέτρα και η πολιτική του αντίπαλου δεν σταμάτησαν, οι αγώνες δεν μπόρεσαν να νικήσουν σε σοβαρά και κρίσιμα ζητήματα και μάχες. Και επειδή η ταξική πάλη δεν είναι μονόπρακτο, αλλά θα οξυνθεί, οι δυνάμεις της ανατροπής και του αγώνα πρέπει να σκύψουν βαθύτερα, να απαντήσουν καλύτερα και να χαράξουν πορεία για μια πιο αποτελεσματική και συνολική απάντηση της εργατικής τάξης.
Σήμερα χρειάζεται ένα άλλο εργατικό κίνημα, ανασυγκροτημένο και εξοπλισμένο με τις απαντήσεις, τις δομές και τις μορφές που απαιτεί η εποχή της ιστορικής κρίσης του συστήματος. Ένα κίνημα των εργαζόμενων που θα ξεπερνάει την άμυνα και τις μάχες «να σώσουμε ό,τι σώζεται» και θα θέτει το θέμα της συνολικής ανατροπής της πολιτικής του αντίπαλου. Θα θέτει το ζήτημα της ρήξης με την ΕΕ, θα αποκρούει την καταπάτηση του δικαιώματος του λαού ν’ αποφασίζει ο ίδιος για τις τύχες του. Θα παλεύει ενάντια στη χούντα του αστικού συνασπισμού εξουσίας και της εργοδοσίας, την ευρωενωσιακή, κρατική, εργοδοτική και φασιστική τρομοκρατία. Θα μιλήσει για τον πλούτο και μια άλλη πορεία, με τους εργαζόμενους στο τιμόνι της κοινωνίας.
Το υπάρχον συνδικαλιστικό κίνημα στην ιστορική διαδρομή του κουβαλάει αναμφισβήτητα ένα φορτίο κοινωνικών αγώνων, καθόλου ανώδυνων πολλές φορές, με κατακτήσεις για τη διαμόρφωση του εισοδήματος και των όρων εργασίας, σε μια άλλη φάση του καπιταλισμού. Σε μια ολόκληρη πορεία όμως οι ηγεμονικές του δυνάμεις ενσωματώθηκαν και κυριάρχησε ο αστικοποιημένος συνδικαλισμός, ο οποίος εντός του πλαισίου της κυρίαρχης πολιτικής διαπραγματευόταν και διαχειριζόταν οικονομικά αιτήματα τμήματος των εργαζομένων. Τις τελευταίες δεκαετίες μάλιστα διαπραγματεύεται βασικά τους ρυθμούς και τους τρόπους της χειροτέρευσης της θέσης των εργαζομένων, με εξαιρέσεις που κινούνται στα όρια του μαχητικού ρεφορμισμού. Σήμερα, αυτό το συνδικαλιστικό κίνημα είναι αναντίστοιχο κυρίως από άποψη πολιτικής γραμμής και στόχων, αλλά και από άποψη δομής και μορφών συγκρότησης, με την εποχή της βαθιάς και συνολικής επίθεσης του κεφαλαίου, με την αναδιάρθρωση του καπιταλισμού και τους όρους που διαμορφώνονται στην εργατική τάξη.
Οι ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, των περισσότερων ομοσπονδιών και μεγάλων συνδικάτων, αυτοπροσδιορίζονται ως «κοινωνικοί εταίροι», δηλαδή συνεργάτες της εκάστοτε κυβέρνησης και της εργοδοσίας, στο πλαίσιο του συστήματος της εκμετάλλευσης. Αποδέχονται την «εθνική οικονομία», δηλαδή την καπιταλιστική οικονομία και κερδοφορία, ως κριτήριο και δεδομένο, κάνοντας διαπραγμάτευση εντός των ορίων της. Συσπειρώνουν ένα μόνο τμήμα εργαζόμενων, διαμορφώνοντας μάλιστα όρους σκληρής ιεραρχίας, κλειστών δομών και «εκπροσώπησης», μακριά από τη βάση των εργαζομένων. Έχουν άμεση σχέση με κρατικούς φορείς, εξάρτηση από νομικούς θεσμούς και οικονομικές πηγές του συστήματος.
Αντίθετα, ένα αποτελεσματικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι απαραίτητο να συσπειρώσει και το τεράστιο τμήμα της εργατικής τάξης που είναι ασυνδικάλιστο, τα νέα τμήματα εργαζομένων και μορφών εργασιακών σχέσεων. Να έχει δρόμους οργάνωσης των εκατομμυρίων ανέργων. Και πάνω από όλα, να αυτοπροσδιορίζεται ως αντίπαλος της εργοδοσίας, του κεφαλαίου, των πολιτικών του εκπροσώπων. Να θεωρεί ως βασικό κριτήριο δράσης του τις εργατικές ανάγκες και δικαιώματα. Να έχει ανεξαρτησία από τις κυβερνήσεις και τα κόμματα του κεφαλαίου, τα κέντρα εξουσίας και το κράτος. Να βασίζεται στη δύναμη και την απόφαση των ίδιων των εργαζομένων, στη δημοκρατία του αγώνα.
Σήμερα ωριμάζει αντικειμενικά και ως αναγκαιότητα και ως δυνατότητα, μια βαθύτερη τομή στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Προφανώς, οι αναγκαίες τομές και τα βήματα για μια ταξική ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, δεν μπορούν να γίνουν σε συνθήκες εργαστηρίου, ούτε με αποφάσεις κομματικών επιτελείων. Είναι μια διαδικασία που περνάει μέσα από τις μάχες, στηρίζεται στο βαθμό ωρίμανσης της ίδιας της εργατικής τάξης, των εμπειριών της. Εξαρτάται ωστόσο και από την αποφασιστική συμβολή των επαναστατικών και αντικαπιταλιστικών δυνάμεων σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Η εμφάνιση ενός άλλου εργατικού κινήματος δεν μπορεί να γίνει χωρίς ρήξη με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, χωρίς διαπάλη σε όλα τα επίπεδα με τον υποταγμένο αστικό συνδικαλισμό. «Έχει αποδειχθεί, πως οι παράγοντες που λειτουργούν μέσα στο εργατικό κίνημα, η εργατική αριστοκρατία και οι γραφειοκράτες, είναι καλύτεροι προασπιστές της αστικής τάξης απ’ ό,τι οι ίδιοι οι αστοί» σημείωνε ο Λένιν στο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1920, στη συζήτηση για το εργατικό κίνημα στην περίοδο της κρίσης.
Στο ίδιο συνέδριο η Κομμουνιστική Διεθνής τόνιζε: «Οι κομμουνιστές θεωρούν ότι οι στόχοι και η ζωή των συνδικαλιστικών οργανώσεων έχουν μεγαλύτερη σημασία από την εξωτερική μορφή που παίρνουν και έτσι δεν πρέπει να διστάζουν να προκαλούν τη διάσπαση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, εάν η άρνηση να το κάνουν θα ισοδυναμούσε με άρνηση να εμπλακούν στην επαναστατική δράση μέσα στα συνδικάτα, στην προσπάθειά τους να τα μετατρέψουν σε όπλα του επαναστατικού αγώνα».
Στο νέο σκηνικό που διαμορφώνει η κρίση, δεν υπάρχουν οι απαραίτητες απαντήσεις σε όλα τα καυτά ερωτήματα. Είναι όμως επείγουσα αναγκαιότητα ένα νέο εργατικό κίνημα! Και η ανάπτυξή του, περνάει φυσικά και μέσα από τα υπάρχοντα συνδικάτα την προσπάθεια αναζωογόνησης και μαζικοποίησής τους. Όχι μόνο όμως! Περνάει μέσα από την προσπάθεια να δημιουργηθούν και νέα μαζικά συνδικάτα, σε χώρους και κλάδους όπου δεν υπάρχουν, σε νέα τμήματα της εργατικής τάξης και ειδικότητες. Ανασυγκρότηση σημαίνει αξιοποίηση όλων των μορφών και του πλούτου της εργατικής πάλης και οργάνωσης, μέσα από επιτροπές αγώνα, εργοστασιακές επιτροπές, εργατικές λέσχες, εργατικούς συνδέσμους και συλλόγους. Από την προσπάθεια να οργανωθούν τα συλλογικά συμφέροντα και να πάρουν μορφή οι συλλογικές διεκδικήσεις των εργαζομένων παντού. Και βέβαια, σημαίνει την απαραίτητη τομή στο περιεχόμενο του αγώνα, των αιτημάτων, των στόχων, στα κριτήρια και τη λογική του εργατικού κινήματος. Στο δύσκολο αυτό καθήκον θα κριθούν όλες οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής πάλης και της επαναστατικής προοπτικής το επόμενο διάστημα.
Απαραίτητο ένα άλλο κέντρο αγώνα
Ουποταγμένος κυβερνητικός συνδικαλισμός, ούτε θέλει, ούτε μπορεί να δώσει τη μάχη της ανατροπής της επίθεσης. Έχει παραδοθεί στην ουσία, δίνοντας μάχες υπεράσπισης ορισμένων τμημάτων, διεκδικήσεις εξαίρεσης χώρων από τα μέτρα, με λογική διαπραγμάτευσης των όρων χειροτέρευσης της κατάστασης των εργαζόμενων. Αυτό δείχνει ανάγλυφα η πρακτική των παρατάξεων ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ αλλά και της θεσμικής και «υπεύθυνης» Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, με την υπογραφή κλαδικών συμβάσεων με μείωση 10% ή και 15% των αποδοχών (ξενοδοχοϋπάλληλοι, εμπόριο, ιδιωτική υγεία κ.ά.). Αυτό έδειξε η στάση τους στο ξεπούλημα της Αγροτικής Τράπεζας και αλλού. Η απαράδεκτη στάση της ΓΣΕΕ και των Εργατικών Κέντρων στον αγώνα της Χαλυβουργίας Ελλάδος. Αρνούνται την οργάνωση του αγώνα διαρκείας, απεργιακών απαντήσεων με σχέδιο και στόχους, την αμφισβήτηση των μέτρων στην πράξη. Αρνούνται τον συντονισμό των αντιστάσεων, τη γενίκευση της πάλης.
Από την άλλη, στους αγώνες της διετίας εμφανίστηκαν ελπιδοφόρες προσπάθειες, όπως οι συντονισμοί πρωτοβάθμιων σωματείων σε μια σειρά πόλεις και κλάδους, οι επιτροπές «δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε», η δημιουργία λαϊκών συνελεύσεων σε γειτονιές και πόλεις, οι καταλήψεις και επιτροπές αγώνα σε εργοστάσια και χώρους δουλειάς. Αυτά τα θετικά βήματα συγκρότησης οργάνων πάλης και επιβολής της λαϊκής θέλησης από τα κάτω πρέπει να αναπτυχθούν, να μπουν στην ημερήσια διάταξη του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Η συγκρότηση τέτοιων μορφών, που ξεπερνούν τον υποταγμένο συνδικαλισμό και τους «θεσμούς» ταξικής συνεργασίας και αναπτύσσουν μέσα στους αγώνες τις μορφές οργάνωσης και πάλης των αγωνιστών, χρειάζεται να πάρει τέτοια έκταση, ώστε να δημιουργήσει τη δυνατότητα ύπαρξης ενός άλλου κέντρου αγώνα, μια νέα δυνατή ατμομηχανή για το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Ενός κέντρου αγώνα που «θα πάει αλλιώς» τις μάχες, που θα μπορεί να δημιουργεί προϋποθέσεις νικηφόρων αγώνων και σοβαρής αντιπαράθεσης στην αντεργατική επίθεση και τους διαχειριστές της.
Διαχωρισμός με ΓΣΕΕ, ενότητα με τους πολλούς
Ιδιαίτερο βάρος αποκτά η συμβολή των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στην προσπάθεια ανασυγκρότησης και εμφάνισης ενός νέου εργατικού κινήματος. Ο κεντρικός στόχος της περιόδου για ανατροπή της επίθεσης και της κυβέρνησης, με τη δημιουργία ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής, έχει ως προϋπόθεση ένα ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό – λαϊκό κίνημα, με πρόταση προς τη μαχόμενη Αριστερά και σε όλες τις ζωντανές δυνάμεις του λαού. Ο κρίκος στη γραμμή αυτή είναι ο εμπλουτισμός με νέες δυνάμεις και η βαθύτερη πολιτική συνείδηση μιας αντικαπιταλιστικής κοινωνικο-πολιτικής πρωτοπορίας. Για να γίνουν σοβαρά βήματα σε αυτή την κατεύθυνση, χρειάζεται να εμφανιστούν διακριτά και ορατά δείγματα γραφής μέσα στους αγώνες. Οι παρεμβάσεις ενός ταξικού ρεύματος στο συνδικαλιστικό κίνημα δεν μπορούν να είναι ή να φαντάζουν παραπληρωματικές στον υποταγμένο συνδικαλισμό, ουρά ή μια επιμέρους άνευρη διαφοροποίηση. Ούτε απλώς μια αριστερή κριτική που κινείται όμως αποκλειστικά εντός των κυρίαρχων θεσμικών δομών και παρεμβάσεων. Από αυτή τη σκοπιά δεν συμβάλλει η στάση και η κριτική δυνάμεων που τοποθετούνται στην αντισυστημική Αριστερά, που αντιμετωπίζουν την ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος και την αντιπαράθεση με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία ως μια προβολή μόνο πιο αιχμηρών αιτημάτων ή άλλων μορφών πάλης και όχι ως ένα σχέδιο με διαφορετικό πολιτικό «διά ταύτα», αλλά και πολύπλευρες μορφές οργάνωσης. Η ρηχή κριτική περί «χωροταξικού διαχωρισμού» και διασπαστικής – οργανωτίστικης τακτικής δεν καταλαβαίνει ή δεν θέλει να καταλάβει ότι χωρίς να συγκροτείται διακριτά μια ορατή –στους εργαζόμενους και την κοινωνία– τάση, που θα αποπνέει διαφορετικά χαρακτηριστικά, θα εμπνέει με τους στόχους και τη δημοκρατία της, θα οργανώνεται μαζικά και θα παρεμβαίνει σε ενότητα και αντιπαράθεση με τον κυρίαρχο συνδικαλισμό, δεν μπορεί να γίνει κανένα σοβαρό βήμα. Φυσικά, η προσπάθεια συγκρότησης ενός ανατρεπτικού ρεύματος μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, δεν μπορεί να γίνει ούτε με τον τρόπο του ΠΑΜΕ, με περιχαράκωση, με «υγειονομικές ζώνες» απέναντι σε ό,τι κινείται αλλά δεν ελέγχεται απόλυτα από τον πολιτικό του χώρο, με κομματικούς σχεδιασμούς, χωρίς την αντίληψη για τη δυνατότητα του ίδιου του κινήματος να κάνει πολιτικό αγώνα.
Η συμβολή της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στη δημιουργία ενός ανατρεπτικού ρεύματος στο εργατικό κίνημα γίνεται από τη σκοπιά της ενότητας με τους πολλούς. Με τους εργαζόμενους που ασφυκτιούν με τη γραφειοκρατία, με όσους είναι απομονωμένοι ή ασυνδικάλιστοι. Με όσους –και είναι πάρα πολλοί– βλέπουν μέσα από τις εμπειρίες τους ότι πρέπει να «πάμε αλλιώς» στους αγώνες, να έχουμε ένα κίνημα πιο τολμηρό και αποτελεσματικό.
Το κάλεσμα δεκάδων συνδικαλιστών αλλά και πρωτοβάθμιων σωματείων και εργατικών σχημάτων, μπορεί να αποτελέσει μια μικρή αρχή σε μια μεγάλη προσπάθεια διαμόρφωσης όρων για τη συγκρότηση ενός άλλου ρεύματος μέσα στους εργατικούς αγώνες. Με συζήτηση και διαδικασίες βάσης, με παρεμβάσεις, με «γενική εξόρμηση» αυτής της πρότασης στο δυναμικό των αντικαπιταλιστικών συσπειρώσεων και ταξικών σχημάτων, στη νέα εργατική βάρδια, τις αγωνιστικές τάσεις της μαχόμενης Αριστεράς, στο πρωτοπόρο δυναμικό των αγώνων και των σωματείων, στους χιλιάδες εργαζόμενους και άνεργους που δεν μπορούν να ζήσουν και αναζητούν μια άλλη διέξοδο.
Η καπιταλιστική κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με καμία παλιά μέθοδο. Ούτε οι επιμέρους απεργίες μόνο, ούτε περισσότερο ο κοινοβουλευτικός αγώνας μπορούν να κάνουν τίποτα, αν δεν μιλήσουμε για την ιδιοκτησία. Το εργατικό κίνημα είναι ένα μεγάλο ζωντανό σώμα σε κίνηση. Πρέπει να πιάσουμε το σφυγμό του, να αλλάξουμε το βηματισμό του για να πει: Χρειάζεται ένας άλλος τρόπος ζωής και παραγωγής. Οι δυνάμεις της παρακμής, το κεφάλαιο και τα κόμματά του δεν μπορούν. Να έρθουν στο προσκήνιο οι δυνάμεις της εργασίας, να πάρουν το τιμόνι της κοινωνίας στα χέρια τους.