Από τον Ιούλιο του 2012, με πρόταση νόμου που υπογράφουν οι δώδεκα βουλευτές του, το ΚΚΕ ζητά από την ελληνική Βουλή την κατάργηση των μνημονίων και των συνεπακόλουθων νόμων και συμβάσεων. Ταυτόχρονα, σε κείμενο με τίτλο «Υπογράφω, απαιτώ και διεκδικώ την κατάργηση των Μνημονίων και των Δανειακών Συμβάσεων» καλεί φορείς και άτομα να στηρίξουν πολιτικά την πρωτοβουλία. Στη συνέντευξη – παρουσίαση της πρότασης νόμου, η Αλέκα Παπαρήγα θεωρεί πως ο ΣΥΡΙΖΑ και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες πρέπει να ψηφίσουν την πρόταση νόμου. Σημείωσε δε πως αυτή αποτελεί ταυτόχρονα πλαίσιο δράσης για το μαζικό λαϊκό κίνημα υπερβαίνοντας τα κοινοβουλευτικά όρια. «Το ΚΚΕ, αναφέρει το κείμενο συλλογής υπογραφών, ανταποκρινόμενο στη δίκαιη απαίτηση του λαού και υλοποιώντας την προεκλογική του δέσμευση, κατέθεσε στις 12 Ιούλη στη Βουλή πρόταση νόμου για την “Κατάργηση των μνημονίων, του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015, των εφαρμοστικών τους νόμων, καταγγελία των δανειακών συμβάσεων που έχουν ως προαπαιτούμενο την εφαρμογή των μνημονίων”. Αυτήν την πρόταση νόμου έχει συμφέρον και χρέος να την υποστηρίξει κάθε εργαζόμενος, νέος που θέλει να υψώσει τη φωνή του ενάντια στα νέα ολέθρια μέτρα που φέρνουν κυβέρνηση – ΕΕ και καταδικάζουν εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα μόνιμα στη χρεωκοπία και στην εξαθλίωση. Η λαϊκή απαίτηση για κατάργηση των μνημονίων, της δανειακής σύμβασης και των εφαρμοστικών νόμων μπορεί να γίνει βήμα λαϊκής χειραφέτησης, να μπει τέλος στις οδυνηρές για το λαό θυσίες. Γι’ αυτό υπογράφω και απαιτώ και εγώ να ψηφιστεί στη Βουλή, να υποστηριχτεί από το λαό η πρόταση του ΚΚΕ».
του ΑΛέκου Αναγνωστάκη
Το λιτό αυτό πολιτικό κείμενο συλλογής υπογραφών που το υπογράφουν ήδη πάνω από 4.000 αγωνιστές διαφορετικών ρευμάτων και πάνω από 150 φορείς δεν θέτει ως προαπαιτούμενο την αποδοχή της συνολικής πολιτικής του ΚΚΕ για τη στήριξή του. «Η λαϊκή απαίτηση για κατάργηση των μνημονίων … μπορεί να γίνει βήμα λαϊκής χειραφέτησης, να μπει τέλος στις οδυνηρές για το λαό θυσίες». Μόνο στην αιτιολογική έκθεση προς τη Βουλή των Ελλήνων επισημαίνεται πως «το ΚΚΕ υπογραμμίζει ότι η διέξοδος για το λαό βρίσκεται στην γραμμή κατάργησης των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων, της μονομερούς διαγραφής του χρέους, της αποδέσμευσης από την ΕΕ, με εργατική, λαϊκή εξουσία, με το λαό ιδιοκτήτη του πλούτου που παράγει, για να αξιοποιηθούν σχεδιασμένα οι μεγάλες αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας μας, να ικανοποιηθούν οι λαϊκές ανάγκες». Σπεύδει όμως να προσθέσει αμέσως παρακάτω ότι «η πρόταση νόμου που καταθέτει το ΚΚΕ στη Βουλή και η προσπάθεια που θα καταβάλλει να γίνει αυτή κτήμα του εργατικού – λαϊκού κινήματος, είναι μια συμβολή στην πάλη για τα λαϊκά συμφέροντα». Σε ανακοίνωσή του μάλιστα στις 11 Οκτωβρίου επισημαίνει πως «η πάλη για να μη μείνει κανείς άνεργος χωρίς επίδομα, χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, χωρίς ρεύμα και νερό, αποτελεί πρώτιστο καθήκον των εργατικών – λαϊκών οργανώσεων, στο δρόμο της λαϊκής συμμαχίας και αντεπίθεσης για ριζικές αλλαγές παντού».
Στην ορολογία του ΚΚΕ προστίθενται, επαναφέρονται, χρησιμοποιούνται όροι όπως «βήμα λαϊκής χειραφέτησης», «συμβολή στην πάλη για τα λαϊκά συμφέροντα», «στο δρόμο για…». Στην ίδια έκθεση το ΚΚΕ προβάλλει 41 αιτήματα – στόχους πάλης από τους μισθούς και τα δώρα, τις συλλογικές συμβάσεις, τις συντάξεις, την προστασία ανέργων, το φορολογικό, ως τα δημόσια αγαθά και τα κοινωνικά δικαιώματα. Και μάλιστα αναφέρει ρητά πως «η κυβέρνηση της Ελλάδας (σ.σ. η σημερινή κυβέρνηση) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καλύψει με κρατική χρηματοδότηση τη ζημιά και τις απώλειες που υπέστησαν τα ΝΠΔΔ και τα Ασφαλιστικά Ταμεία από τη συμμετοχή στη διαδικασία ανταλλαγής των τίτλων σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 8 και 9 του καταργούμενου ν. 4046/2012». Δηλαδή πάνω από 10 δισ. ευρώ ή πάνω από το 5% του ΑΕΠ της χώρας.
Ως γνωστόν, κατά την ηγεσία του ΚΚΕ, το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι οπορτουνιστικά ρεύματα διότι «ο στόχος της αναδιανομής του εισοδήματος στη βάση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας σπέρνει αυταπάτες ότι η επίθεση σε μισθούς συντάξεις δεν είναι αδήριτη ανάγκη του κεφαλαίου, αλλά πολιτική επιλογή της μιας ή της άλλης κυβέρνησης». Διότι «στη βάση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας η διαγραφή του χρέους ή η παύση πληρωμών δεν οδηγεί σε βελτίωση της κατάστασης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Επιπλέον γιατί το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμπίπτει σε βασικούς της στόχους με μια νεοκεϋνσιανή (αστική) γραμμή διαχείρισης της οικονομικής κρίσης». Και τέλος γιατί το ΝΑΡ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στελέχη του που κατονομάζει, καλλιεργούν, δήθεν, συγχύσεις στο ζήτημα της αριστερής κυβέρνησης.
Τέτοιες εύκολες, ετοιματζίδικες κριτικές που είδαν στο φως της δημοσιότητας στον Ριζοσπάστη και την ΚΟΜΕΠ, αλληλοσυγκρούονται με την ίδια την πρακτική του και αυτοκονιορτοποιούνται ακριβώς γιατί το ΚΚΕ δεν έχει λύσει το ζήτημα των άμεσων και στρατηγικών του στόχων και της πολιτικής που τους συνδέει. Η διεθνής οικονομική κρίση παίρνει πλέον τη μορφή μιας σκοτεινής Αποκάλυψης, που καλπάζει πάνω στους πέντε σύγχρονους ιππότες, την Πείνα, το Κέρδος, τον Πόλεμο, τη Διαρκή Αστυνόμευση και το Νεοφασισμό που συνοδεύονται από κάποια φιλανθρωπία – αξεσουάρ του πλούτου προς τους εξαθλιωμένους. Η τωρινή κοσμοϊστορική κρίση και η κανιβαλική αστική πολιτική που τη συνοδεύει υπογραμμίζουν επιπλέον ότι ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός της εποχής μας εγκυμονεί την πιο ακραία αντιδραστική προοπτική οπισθοδρόμησης, κορύφωση της αντιδραστικής μετεξέλιξής του. Σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές, αδιέξοδες κριτικές που επιδιώκουν «να κοντύνουν τον άλλο για να φαίνομαι ψηλός», δεν μπορεί να επιδρούν ή περισσότερο να καθορίζουν συμπεριφορές. Η πρωτοβουλία του ΚΚΕ, ακριβώς γιατί έχουμε επίγνωση της σημερινής πραγματικότητας, γνώση των ορίων του ΚΚΕ, αυτοπεποίθηση και αμοιβαία εμπιστοσύνη για το στρατηγικό σκοπό και την άμεση πολιτική μας (με όλες τις ανεπάρκειες) θα πρέπει κριτικά να στηριχθεί. Αν ποτέ στην ιστορία της πάλης των τάξεων ο καπιταλισμός δεν «παραχώρησε», αν δηλαδή ιστορικά οι λεγόμενες κοινωνικές παροχές εντός του καπιταλισμού δεν ήταν παρά στην ουσία κατακτήσεις, αποσπάσεις του κινήματος και της δυναμικής του και ταυτόχρονα πηγή αυτοπεποίθησης, μέτρο του στη διαπάλη για εργατικές επαναστάσεις ή κούρνιασμα σε ό,τι κατακτήθηκε, τότε η πάλη για τον αναλογικό μισθό, τη μείωση του ποσοστού εκμετάλλευσης, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, προκύπτει ως άμεση αναγκαιότητα για το εργατικό κίνημα με βάση τη μόνιμη τάση σφετερισμού απ’ την πλευρά του κεφαλαίου της αξίας της εργατικής δύναμης.
Ο διπλός άμεσος στόχος της Αριστεράς δεν μπορεί επομένως παρά να είναι από τη μια η δράση από θέσεις υπεράσπισης των εργαζομένων από τους ίδιους και για τους ίδιους, την επιβολή μέτρων που θα ανακουφίζουν την εργατική τάξη, θα διαμορφώνουν ρήγματα στους κυρίαρχους συσχετισμούς και την επίσημη ιδεολογία και από την άλλη, ταυτόχρονα και παράλληλα, η πολιτική, ιδεολογική και πρακτική συγκρότηση μιας ενωμένης, ανεξάρτητης, αριστερής επαναστατικής πτέρυγας εργατών και νεολαίων σε πανελλαδικό επίπεδο. Αυτός ο διπλός στόχος επιβάλλει την οργανωμένη επαφή με τη μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης, των πληττόμενων αυτοαπασχολούμενων και φτωχοποιημένων, με το πλατύ κοινό της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, με τη βάση και τις ηγεσίες όλης της Αριστεράς. Μόνον έτσι το σύγχρονο κοινωνικό ρεύμα της εργατικής χειραφέτησης μπορεί να διαμορφώνει τον δικό του αυτοτελή πολιτισμό ώστε να προϋπαντήσει με αισιοδοξία τις κοινωνικές εκρήξεις και τα μεγάλα γεγονότα που προοιωνίζονται. Να εμφανίζει υλικά, μαζικά, το τριπλό αλληλοτροφοδοτούμενο μίγμα που αποτελείται από επαναστατικούς εργατικούς αγώνες, από τολμηρές, καινοτόμες αλλαγές στην πολιτική και θεωρία της Αριστεράς και από την αποδεικνυόμενη και εκλαϊκευόμενη κομμουνιστική επαγγελία ως οδηγό. Αυτό το τριπλό μίγμα είναι το μόνο που μπορεί να γονιμοποιεί και να σφραγίζει τις εξελίξεις και τους συσχετισμούς της πάλης των τάξεων. Μια τέτοια πολιτική δεν υπηρετεί, ούτε μπορεί να χαράξει και να προωθήσει το ΚΚΕ. Σε μια τέτοια πολιτική όμως μπορεί να τραβηχτούν τμήματα από την παλιά στάσιμη και αφομοιώσιμη Αριστερά μόνο αν ο φορέας αυτής ακριβώς της πολιτικής της συγκροτηθεί, δράσει, δυναμώσει και επιβάλλει.
Η ιδιαιτερότητα της σημερινής κατάστασης σφραγίζεται από την ανισόμετρη παλινδρομική κίνηση της εργατικής τάξης ανάμεσα στην υποταγή, την εξαθλίωση και τον ανατρεπτικό εργατικό αγώνα. Αυτή η παλινδρομική κίνηση αποτελεί και την πηγή μιας χωρίς προηγούμενο πολιτικής ρευστότητας και απρόβλεπτης δυναμικής που αποτυπώθηκαν με ένα πρωτότυπο όπως πάντα τρόπο στα εκλογικά αποτελέσματα. Μέσα από την πολυμορφία αυτή των γεγονότων το δεσπόζον είναι ότι η βασική, η ανερχόμενη πλευρά που δίνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και σφραγίζει την κίνηση και τις προοπτικές αυτής της πολιτικής καμπής, είναι κυρίως η πλατειά, αν και αντιφατική, πολιτική απονομιμοποίηση της αντεργατικής εκστρατείας του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Είναι η αυξανόμενη πολυτασική εργατική λαϊκή δυσφορία, διαμαρτυρία και αντίθεση απέναντί της. Η εμφάνιση επομένως καινοτόμων δυνατοτήτων στην πολιτική ανάπτυξη και επίδραση των εργατικών και νεολαιίστικων κινητοποιήσεων. Αυτοί οι παράγοντες, ανάλογα με την υποκειμενική συγκρότηση και ανάπτυξή τους, είναι που θα κρίνουν τελικά προς τα «εμπρός» ή προς τα «πίσω» την πορεία των εξελίξεων. Το να επιμένει επομένως κανείς κυρίως στο «πάμε γερά», «πάμε κατά βάση όπως πάμε», υποτιμά κυρίως το ότι πρέπει και μπορούμε «να πάμε αλλιώς».