Μπορεί να χάσει ο Μπαράκ Ομπάμα από τον ακροδεξιό ρεπουμπλικάνο Μιτ Ρόμνεϊ στις προεδρικές εκλογές της 6ης Νοεμβρίου στην Αμερική; Τέσσερις εβδομάδες πριν την κρίσιμη αναμέτρηση, οι δημοσκοπήσεις φέρνουν τα πάνω κάτω: Ενώ μέχρι πρόσφατα έδιναν –κατά μέσο όρο– ένα σταθερό προβάδισμα στον Μπαράκ Ομπάμα, ιδιαίτερα μετά τα συνέδρια των δύο κομμάτων, οι τελευταίες σφυγμομετρήσεις αλλάζουν το σκηνικό. Δημοσκόπηση του Πίου Σέντερ δίνει μια διαφορά τεσσάρων μονάδων υπέρ του Ρόμνεϊ (49% έναντι 45%) και άλλη του Ρόιτερς δίνει στον ρεπουμπλικάνο υποψήφιο προβάδισμα τριών μονάδων (47% έναντι 44%).
του Μιχάλη Ψύλου
Οι δημοσκοπήσεις αυτές διεξήχθησαν βέβαια μετά το πρώτο τηλεοπτικό ντιμπέιτ των δύο υποψηφίων, που αποδείχτηκε καταστροφικό για τον Ομπάμα. Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν πάντως ότι οι δημοσκοπήσεις δεν πρόκειται να αλλάξουν την έκβαση της αναμέτρησης: Ο Ομπάμα θα επανεκλεγεί πρόεδρος, έστω και με μικρότερη διαφορά, για έναν απλό λόγο: Όσο η Αμερική παραμένει βυθισμένη στην κρίση, το πανίσχυρο «σύστημα» χρειάζεται έναν Δημοκρατικό πρόεδρο για να μπορεί να κάνει τις αναγκαίες προσαρμογές και παραχωρήσεις, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος κοινωνικής έκρηξης.
Η ενίσχυση του Ομπάμα από το «σύστημα» φαίνεται άλλωστε και από τα χρήματα που έχει συγκεντρώσει μέχρι σήμερα για την προεκλογική του εκστρατεία. Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου ο Ομπάμα είχε συγκεντρώσει πάνω από ένα 1,1 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ ο Ρόμνεϊ λιγότερα από 700 εκατομμύρια.
Η παρατηρούμενη δημοσκοπική υποχώρηση του Ομπάμα δεν είναι πάντως τυχαία. Είναι αποτέλεσμα της πολιτικής του Αμερικανού προέδρου, ο οποίος στα τέσσερα χρόνια της θητείας του κατόρθωσε να απογοητεύσει μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων του και κυρίως, την αριστερή βάση του Δημοκρατικού Κόμματος. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η απήχηση του Ομπάμα στα λαϊκά και μεσαία στρώματα μειώνεται συνεχώς, λόγω της πολιτικής του υπέρ της Γουόλ Στριτ.
Η ανεργία βρίσκεται μεν στο 8%, αλλά οι περισσότερες από τις θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια είναι για χαμηλόμισθους και εργαζόμενους χαμηλής ειδίκευσης. Περίπου οι μισοί από τους 12 εκατομμύρια ανέργους παίρνουν πενιχρά ή μηδαμινά επιδόματα ανεργίας. Πάνω από 600.000 δημόσιοι υπάλληλοι έχασαν τις δουλειές τους από το 2009. Οι 29.000 εκπαιδευτικοί του Σικάγο που απήργησαν για μία εβδομάδα ζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας, είδαν άλλωστε τον Δημοκρατικό κυβερνήτη και πρώην προσωπάρχη του Ομπάμα, Εμάνουελ Ραμ, να χαρακτηρίζει «παράνομη» την απεργία τους και να τους απειλεί με απόλυση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι «το πραγματικό εισόδημα των μεσαίων νοικοκυριών μειώθηκε σημαντικά μεταξύ 2010 και 2011, ενώ το πλουσιότερο 1% τριπλασίασε τα εισοδήματά του από το 2006, αυξάνοντας το μερίδιό του στην πίτα κατά ένα τρισεκατομμύριο δολάρια τον χρόνο», όπως τονίζει ο οικονομολόγος Πολ Μπουτσέιτ. «Τα στοιχεία αυτά είναι το αποτέλεσμα μιας συνειδητής πολιτικής που άσκησε ο Ομπάμα προς όφελος των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες αξιώνουν όλο και χαμηλότερους μισθούς για τους εργαζόμενους», γράφει το περιοδικό Κάουντερ Παντς και προσθέτει: «Το 58% του συνόλου των θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν μετά την ύφεση, συνοδεύονταν από ωρομίσθιο 7,69 έως 13,83 δολαρίων. Αυτό σημαίνει ότι ένας εργαζόμενος χρειάζεται δύο θέσεις εργασίας μόνο και μόνο για ενοίκιο, τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης».
Όπως αναφέρουν οι Τάιμς της Νέας Υόρκης, «η εξαφάνιση του midwages (μισθών διαβίωσης) είναι μέρος μιας μακροπρόθεσμης τάσης που έχει στόχο να υπονομεύσει το εργατικό δυναμικό»… Η νέα γενιά των εργαζομένων που εισέρχεται στην αγορά εργασίας δεν θα βρει ασφαλείς θέσεις εργασίας και αξιοπρεπείς μισθούς, αλλά ανεργία και μισθωτή σκλαβιά. Και σε αυτή την πολιτική συμφωνούν τόσο ο Ομπάμα όσο και ο Ρόμνεϊ.