Γιάννης Ελαφρός
Η έξαρση του εθνικιστικού πυρετού, μέσω μακεδονικών συλλαλητηρίων, όρισε τη δυναμική επανεμφάνιση των «εθνικών ζητημάτων» στην πολιτική αντιπαράθεση, δημιουργώντας μεγάλη αναστάτωση στο κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό και στην Αριστερά. Αποτελεί έκφραση της νέας φάσης υπεραντιδραστικής όξυνσης της εκστρατείας του κεφαλαίου για να υπερβεί την κρίση του, την οποία είχαμε αναδείξει στο 4ο συνέδριο του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση και δεν περιορίζεται μόνο στο μακεδονικό — η ένταση στο Αιγαίο δυναμώνει.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει διαλέξει –και στο πεδίο αυτό– στρατόπεδο: προωθεί αποφασιστικά τα σχέδια ΗΠΑ/ΝΑΤΟ και ΕΕ και τα προσαρμοσμένα σε αυτά συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου. Ιδιαίτερα προβληματική όμως είναι η θέση δυνάμεων του αντιμνημονιακού χώρου και της Αριστεράς, που αναζητούν μια φαντασιακή σύνδεση των κινητοποιήσεων για το μακεδονικό με την αντιμνημονιακή και αντικυβερνητική πάλη, από προοδευτική και αντιιμπεριαλιστική σκοπιά.
Βεβαίως, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει. Δεν είναι όλες οι προσεγγίσεις για το «εθνικό» ίδιες. Υπάρχει η αστική πολιτική για το εθνικό, που επιχειρεί να ενώσει όλο το έθνος κάτω από τα συμφέροντά της (και την εκμετάλλευσή της), σε σύμπλευση-συνεταιρισμό (όσο και ανταγωνισμό) με τα ηγεμονικά καπιταλιστικά-ιμπεριαλιστικά κέντρα, με σκοπό την ενίσχυση της θέσης της τόσο στο εσωτερικό –σε βάρος εργατικής τάξης και λαού– όσο και απέναντι στα ανταγωνιστικά αστικά συμφέροντα (π.χ. ΠΓΔΜ). Αυτή η πολιτική είναι αντιδραστική, δεν προκαλεί διαφοροποιήσεις προς τα αριστερά.
Η εργατική πολιτική παλεύει για την απελευθέρωση του έθνους των εργαζομένων από τα δεσμά του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου, από τον ζυγό της Επιτροπείας και της μνημονιακής καπιταλιστικής βαρβαρότητας, όχι σε βάρος άλλων λαών αλλά σε ρήξη με τις κυβερνήσεις και ΕΕ, ΔΝΤ, ΝΑΤΟ κλπ. Είναι στον αντίποδα της αστικής πολιτικής και όλων των παραλλαγών της.