Στροφή στις ξένες αγορές από τις μεγάλες εταιρείες
του Ανέστη Ταρπάγκου
Μια πρώτη διέξοδος που έχει ήδη προκριθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 είναι η ιδιωτικοποιημένη χρηματοδότηση, κατασκευή και εκμετάλλευση των πέντε μεγάλων αυτοκινητοδρόμων (Ιονία Οδός, Οδικοί Άξονες Πελοποννήσου, Τμήμα ΠΑΘΕ στα Τέμπη, Οδικός Άξονας Κεντρικής Ελλάδας), με τη γνωστή διαδικασία των συμβάσεων παραχώρησης που είχαν επικυρωθεί από το ελληνικό κοινοβούλιο. Βασικό χαρακτηριστικό αυτών των συμβάσεων ήταν ότι αυτά τα μεγάλα οδικά έργα, χρηματοδοτούνται όχι πλέον από το ελληνικό Δημόσιο, αλλά από τραστ τραπεζών και κατασκευαστικών ολιγοπωλίων, ελληνικών και ευρωπαϊκών, με αντάλλαγμα την παραχώρηση της λειτουργίας και εκμετάλλευσης των οδικών αυτών αξόνων από τις ιδιωτικές συμπράξεις τραπεζών και εργοληπτικών επιχειρήσεων, με τις τεράστιες επιβαρύνσεις που έχουν προκύψει και θα ενταθούν στο μέλλον, της πυκνής είσπραξης εξαιρετικά υψηλών διοδίων από τους χρήστες των εθνικών (κατ’ όνομα πλέον) οδών.
Το ζήτημα που προέκυψε από την έκρηξη της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου στο δεύτερο εξάμηνο του 2008, ήταν ότι αναδείχθηκε η υπερμεγέθης χρεωκοπία του τραπεζικού συστήματος, με τη συσσώρευση 40 δισ. ευρώ ζημιών, αποτέλεσμα ιλιγγιώδους μεγέθους για το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, με αποτέλεσμα τη διακοπή της τραπεζικής χρηματοδότησης της κατασκευής αυτών των μεγάλων έργων. Ωστόσο έπρεπε να βρεθεί μια ορισμένη επίλυση του προβλήματος, προκειμένου να προχωρήσουν αυτές οι συμβάσεις παραχώρησης (ιδιωτικοποιημένων δρόμων κατά το πρότυπο της εκμετάλλευσης της Αττικής Οδού), πράγμα που και γίνεται πλέον σήμερα, στη διάρκεια της τρέχουσας άνοιξης του 2013, με δύο τρόπους:
Από τη μια πλευρά και με την αδυναμία των εγχώριων τραπεζών να επαναλάβουν τις χρηματοδοτήσεις των έργων, έρχεται το ίδιο το ελληνικό Δημόσιο να συνδράμει οικονομικά, χωρίς ωστόσο τα οδικά αυτά έργα να περιέρχονται στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου. Μ’ άλλες λέξεις, η δημόσια χρηματοδότηση, άμεση ή με την εγγύηση του κράτους, παίρνει τη θέση της ιδιωτικής τραπεζικής χρηματοδότησης, ωστόσο όμως το περιεχόμενο των συμβάσεων παραχώρησης παραμένει αμετάλλακτο, δηλαδή η εκμετάλλευσή τους θα γίνεται από τους ιδιώτες.
Από την άλλη πλευρά, και ενώ το ελληνικό κράτος είχε παραχωρήσει αυτό το πακέτο στην ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία (τεχνικές εταιρίες συν τραπεζικά ιδρύματα), σήμερα, μετά τη μακρά διακοπή των κατασκευαστικών εργασιών, έρχεται να επιδιώξει την επανεκκίνησή τους, προκειμένου να επιδείξει «αναπτυξιακό έργο». Εντούτοις, ο τρόπος που το επιδιώκει αυτό είναι το λιγότερο ζημιογόνος για τα δημόσια συμφέροντα: Έτσι, αναλαμβάνει να αποζημιώσει τις κατασκευαστικές κοινοπραξίες με συνολική «αποζημίωση» 280 έως 360 εκατ. ευρώ, προκειμένου να τις οδηγήσει στην επανέναρξη των κατασκευαστικών εργασιών. Τελικά δηλαδή πρόκειται για συμβάσεις παραχώρησης με το κράτος εγγυητή των ζημιών, με το Δημόσιο ως πηγή χρηματοδοτήσεων, αλλά με το ιδιωτικό κεφάλαιο κυρίαρχο των κοινωφελών αυτών οδικών έργων.
Ως μια δεύτερη διάσταση αυτής της απάντησης των εργοληπτικών επιχειρήσεων στην καπιταλιστική κρίση και στην εξολόθρευση ενός ολόκληρου παραγωγικού κλάδου, αναδεικνύεται η ανάπτυξη της «εξωστρεφούς» δραστηριότητας των ελληνικών τεχνικών επιχειρήσεων. Έτσι, σε συνέδριο που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη από τον Σύνδεσμο Ανωνύμων Τεχνικών Εταιρειών, τον Σύνδεσμο Ελληνικών Γραφείων Μελετών κ.λπ., με τη σύμπραξη των υπουργείων Εξωτερικών και Ανάπτυξης, διαπιστώνεται ότι πλέον η ελληνική εσωτερική αγορά των τεχνικών έργων και των δομικών υλικών θεωρείται «τελειωμένη», ότι δηλαδή έχει επέλθει η επενδυτική καταστροφή και πλέον δεν πρόκειται να υπάρξει καμία επενδυτική ανάκαμψη, από την πλευρά του αστικού κράτους και των ιδιωτών, λόγω της πολύχρονης άσκησης της πολιτικής των μνημονίων, μιας καταστροφής που εκλαμβάνεται ως «δεδομένη» και νομοτελειακή, αφού άλλωστε το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων έχει μπει προ πολλού στην προκρούστεια κλίνη. Μνημονιακή διακυβέρνηση και εργοληπτικό κεφάλαιο κηρύσσουν έτσι την έναρξη μιας νέας «σταυροφορίας» κατάκτησης αγορών τεχνικών έργων στο εξωτερικό, στη Μέση Ανατολή, στις βαλκανικές χώρες και στον αραβικό κόσμο, αφού πλέον έχουν προκαλέσει την ολοσχερή «ερήμωση» της εσωτερικής αγοράς…
Μάλιστα, απ’ αυτή την άποψη οι τεχνικές επιχειρήσεις επιζητούν από το ελληνικό Δημόσιο την πλήρη τους απαλλαγή από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, τη χορήγηση τραπεζικών εγγυήσεων και τη σχετική διπλωματική υποστήριξη σ’ αυτές τις αγορές. Αφού δηλαδή πρώτα καταστρέφεται στην τελευταία πενταετία ένας ολόκληρος κλάδος παραγωγής (κατασκευές), στη συνέχεια επιδιώκεται η εξωφρενική «εξωσρεφής» διέξοδος για την ανάκαμψη. Μια τέτοια διέξοδος, ακόμη κι αν ευοδωθεί, πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο, δεν εξασφαλίζει καμία παραγωγική ανάπτυξη στο επίπεδο της ελληνικής οικονομίας: Το τεχνικό, εργατικό και επιστημονικό δυναμικό του κλάδου θα συνεχίσει να βρίσκεται στο τέλμα της μαζικής ανεργίας, οι τεχνικές υποδομές θα παραμείνουν στάσιμες, οι δημόσιες επενδύσεις θα ακρωτηριάζονται και τα ήδη λειτουργούντα κοινωφελή δίκτυα θα παραφθείρονται, η παραγόμενη προστιθέμενη αξία δεν θα αυξάνεται και το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν θα παραμένει στάσιμο, αν δεν μειώνεται.