Αντρέας Κοσίνας, μέλος της Αντικαπιταλιστικής Ανατροπής στην Πάτρα – Ανταρσία σε κυβέρνηση-ΕΕ-κεφάλαιο
▸Η Πάτρα, όντας το τρίτο μεγαλύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της χώρας, αποτελεί σήμερα ένα σημαντικό πεδίο εφαρμογής μεγάλων χωρικών αναδιαρθρώσεων, οι οποίες αλλάζουν τον χαρακτήρα της στην κατεύθυνση που ορίζει η πολιτική κυβερνήσεων, ΕΕ, κεφαλαίου.
Στο ιστορικό φόντο της μεγάλης αποβιομηχανοποίησης, διαμορφώθηκε σταδιακά μια νέα αστική στρατηγική που έχει ως στόχο την μετατροπή της σε κύριο κόμβο μεταφοράς αγαθών στη Δυτική Ελλάδα με κέντρο το νέο λιμάνι και τη δημιουργία νέας γραμμής τρένου στην πόλη, τη μετατροπή του κέντρου της πόλης σε open mall στα πρότυπα της «έξυπνης εξειδίκευσης» που προωθεί η ΕΕ, καθώς και την επιχειρηματική αξιοποίηση χώρων που λίμναζαν από την προηγούμενη φάση ανάπτυξης, όπως οι εγκαταστάσεις παλιών εργοστασίων της πόλης (π.χ. Λαδόπουλος) ή το παραλιακό μέτωπο. Αυτή η πολιτική καλείται να διαχειριστεί κρίσιμες υποδομές (απορρίμματα, ύδρευση-αποχέτευση, συγκοινωνίες), οι οποίες παραμένουν εξαιρετικά υποβαθμισμένες ακόμα και σήμερα, με σοβαρές επιπτώσεις ιδιαίτερα στα πιο φτωχά στρώματα κατοίκων της πόλης, που συγκεντρώνονται στις αποκεντρωμένες συνοικίες. Αυτή την αντιλαϊκή πολιτική στηρίζουν παραδοσιακά οι αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις που διαχειρίστηκαν στο δήμο στο παρελθόν, ή που διεκδικούν τώρα την δημοτική αρχή (παρατάξεις ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και δήθεν ανεξάρτητοι).
Η μετατροπή των δήμων σε μακρύ χέρι του κεντρικού κράτους, χωρίς δυνατότητα παρέκκλισης από την πολιτική που ορίζει η ΕΕ και οι εκάστοτε κυβερνήσεις, η πλήρης εξάρτηση από το ΕΣΠΑ με την παράλληλη αποστράγγιση των δήμων από κρατικούς πόρους και προσωπικό, έχει μετατρέψει τους δήμους σε βασικό ενορχηστρωτή αυτής της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Η εκλογή της Λαϊκής Συσπείρωσης στον δήμο της Πάτρας το 2014, σε μια περίοδο που η τοπική κοινωνία βίωνε με σφοδρότητα τις συνέπειες των μνημονίων, βασίστηκε σε ένα ρεύμα καταδίκης αυτών των πολιτικών και της προηγούμενης διαχείρισης που υπήρχε στη πόλη. Η ΛΑΣΥ υποσχόταν τη δημιουργία μιας «απείθαρχης» δημοτικής αρχής, που θα «εναντιωνόταν στον Καλλικράτη, στην πολιτική των μνημονίων, της ΕΕ και της κυβέρνησης». Παράλληλα μέσα από το μοντέλο της «χρηστής διαχείρισης», διαμόρφωσε το αφήγημα του «δήμου στην υπηρεσία του λαού», χωρίς όμως να αναφέρει τις συνολικές πολιτικές προϋποθέσεις για να γίνει αυτό, δηλαδή την διαμόρφωση ενός κινήματος ρήξης και ανατροπής με το πλαίσιο τοπικού/κεντρικού κράτους-ΕΕ.
Αυτό το μοντέλο ήρθε γρήγορα αντιμέτωπο με τους κανόνες της σφιχτής ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας, της ανταποδοτικότητας στην παροχή υπηρεσιών, τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, το πλαίσιο δηλαδή του ευρωμνημονιακού τοπικού κράτους. Παρά την καταγγελία αυτής της πολιτικής, φάνηκε στην πράξη πως η ΛΑΣΥ έχει αποδεχtεί την αστική στρατηγική στη πόλη, ενώ παράλληλα καλλιεργεί αυταπάτες για τα χαρακτηριστικά ενός «φιλολαϊκού» δήμου, ο οποίος περιορίζεται σε ορισμένες δράσεις που παρουσιάζονται ως ανάσες ανακούφισης. Η μετατροπή της πόλης σε ένα «τεράστιο εργοτάξιο», βασίζεται εξολοκλήρου στα χρηματοδοτικά προγράμματα της ΕΕ (ΕΣΠΑ, Ταμείο Ανάκαμψης), χωρίς την παραμικρή απειθαρχία στις ιεραρχήσεις τους.
Δεν μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή πολιτική χωρίς κίνημα σύγκρουσης και ρήξης με το ευρωμνημονιακό πλαίσιο λειτουργίας του τοπικού κράτους
Αυτή η πολιτική δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως φιλολαϊκή όταν έχει μεγάλη αναποτελεσματικότητα στα μεγάλα λαϊκά προβλήματα (συγκοινωνίες, σχολική στέγη, δημόσιοι χώροι, κ.α.). Καταλήγει να εξωραΐζει τον χαρακτήρα την πολιτικής της ΕΕ, αντί να αποκαλύπτει τον βαθιά ταξικό και αντιδραστικό τους ρόλο.
Σε αυτό το πλαίσιο αν δεν συγκρουστείς αποφασιστικά, οδηγείσαι σε συμβιβασμό με ολέθριες συνέπειες για το λαϊκό κίνημα. Ορισμένα παραδείγματα από την προηγούμενη θητεία μιλούν από μόνα τους:
- Η δημοτική αρχή στην Πάτρα αποδέχεται συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), δηλαδή έμμεσες ιδιωτικοποιήσεις. Παραχώρησε το 2019 στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος τον χώρο του παλιού εργοστασίου του Λαδόπουλου για να προχωρήσει η ανάπλαση του με το πρόγραμμα «Φιλόδημος» για να στεγαστούν κυρίως τοπικοί κρατικοί φορείς (περιφέρεια, ΥΠΕ κ.λπ.) και όχι για την δημιουργία ενός πραγματικού δημόσιου χώρου. Όταν η περιφερειακή διοίκηση Φαρμάκη, άλλαξε το καθεστώς χρηματοδότησης της ανάπλασης σε ΣΔΙΤ, , όχι μόνο δεν αντέδρασε αλλά συνεχίζει να υποστηρίζει το έργο και το αξιοποιεί ως παράδειγμα.
- Έχει αποδεχτεί πλήρως το άθλιο καθεστώς των συμβασιούχων στον δήμο, προβάλλοντας μια τεχνοκρατική αντίληψη διασφάλισης της οικονομικής βιωσιμότητας του δήμου, η οποία εσχάτως αρνείται ακόμα και την στήριξη τους στα δικαστήρια κατά την εκδίκαση ασφαλιστικών μέτρων. Όχι μόνο υποτάχθηκε στη νομιμότητα των υπεραντιδραστικών ρυθμίσεων που υποχρεώνει δημάρχους να ασκούν έφεση σε αποφάσεις δικαστηρίων, αλλά στην πράξη δεν πήρε καμία πρωτοβουλία για τη συγκρότηση πραγματικού κινήματος διεκδίκησης μόνιμης και σταθερής δουλειάς. Σε μία πόλη που το ΚΚΕ ελέγχει Δήμο και Εργατικό Κέντρο, το μόνο που έχει να παραθέσει ως αγωνιστικό μέσο πάλης η δημοτική αρχή είναι οι «μακρινές» πορείες ενάντια στην ανεργία.
- Στο επίπεδο της διαχείρισης των απορριμμάτων/ανακύκλωσης, πέραν του ότι συνεχίζει η λειτουργία του ΧΥΤΑ Ξερόλακκας με σοβαρούς περιβαλλοντικούς και υγειονομικούς κινδύνους, η δημοτική αρχή προχώρησε σε ανανέωση της εργολαβίας με την ΕΕΑΑ Α.Ε. το 2022, διαιωνίζοντας τη συνθήκη όπου η ανακύκλωση συνεχίζει να βρίσκεται εξολοκλήρου στα χέρια ιδιωτικής εταιρείας.
- Το προεκλογικό επιχείρημα της μέγιστης δυνατής αξιοποίησης των δυνατοτήτων του δήμου-εργαλείου του τοπικού κράτους («το ένα ευρώ γίνεται δέκα»), πέραν του ότι δεν βρίσκει πεδίο εφαρμογής στα μεγάλα ζητήματα, υποτιμά σοβαρές αναδιαρθρώσεις που θα φέρει η κυβέρνηση το επόμενο διάστημα (ιδιωτικοποίηση του νερού, ΣΔΙΤ για την ανάπλαση του παραλιακού μετώπου, νέος νόμος Κεραμέως), ενώ αρνείται πεισματικά ακόμα και τώρα να θέσει την ανάγκη συγκρότησης κινήματος και αγώνα ανατροπής.
Το παράδειγμα της διαχείρισης της ΛΑΣΥ στη Πάτρα αποδεικνύει πως δεν μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή πολιτική, χωρίς κίνημα σύγκρουσης και ρήξης με το ευρωμνημονιακό πλαίσιο λειτουργίας του τοπικού κράτους και του επιχειρηματικού κατεστημένου. Αντιθέτως, οδηγεί στη βαθύτερη ενσωμάτωση του λαϊκών προσδοκιών, με οριακές δυνατότητες διαπραγμάτευσης ακραίων πλευρών της αντιλαϊκής πολιτικής (π.χ. υπογειοποίηση του τρένου).
Αποδεικνύει παράλληλα πως δεν μπορεί να υπάρξει εργατική λαϊκή αντιπολίτευση απέναντι στις προσταγές κυβέρνησης-ΕΕ-κεφαλαίου η όποια θα περνά μέσα από την διοίκηση του τοπικού κράτους, με το κίνημα σε ρόλο «κομπάρσου». Χωρίς την ανάπτυξη του κινήματος στη γειτονιά, λαϊκών συνελεύσεων και των συλλογικών μορφών διεκδίκησης και επιβολής των εργατικών λαϊκών συμφερόντων, δεν μπορεί να υπάρξει διεύρυνση των λαϊκών αναγκών. Η ανάθεση στην «αγωνιστική» δημοτική αρχή και ο δημαρχοκεντρισμός, έχει συμβάλει σημαντικά στον ακρωτηριασμό του κινήματος στην πόλη, μια κατάσταση που συνδέεται με τη συνολικότερη πολιτική του ΚΚΕ στο μαζικό κίνημα.
Μπροστά στην προώθηση των αντιλαϊκών σχεδίων στην πόλη, η παρέμβαση των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων έχει σοβαρή ευθύνη να δράσει καταλυτικά για την συγκρότηση μαχητικού ανατρεπτικού κινήματος στις γειτονιές, φέρνοντας στο προσκήνιο τις πραγματικές λαϊκές ανάγκες. Να ανεβάσει τον πολιτικό πήχη της διαπάλης και των διεκδικήσεων για την πόλη των αναγκών μας ενάντια στις επιδιώξεις του κεφαλαίου.