Μπάμπης Συριόπουλος
Ο Έντσο Τραβέρσο στο τελευταίο του βιβλίο συγκρίνει, ανατέμνει τις επαναστάσεις όχι σαν προϊόντα αντικειμενικής νομοτέλειας, αλλά σαν δημιουργήματα πραγματικών ανθρώπων στο δρόμο της κοινωνικής απελευθέρωσης. Στο κέντρο είναι ο κομμουνισμός με το ισχυρό επαναστατικό του πυρήνα, τις ιστορικές του εκφράσεις, τις αντιφάσεις του – και, πάνω απ’ όλα, η επανάσταση του Οκτώβρη.
Ψηφίδες και «στιγμιότυπα» επαναστάσεων δύο αιώνων
Ο Έντσο Τραβέρσο είναι γνωστός ιστορικός και συγγραφέας πολλών βιβλίων όπως Αριστερή μελαγχολία, Τι απέγιναν οι διανούμενοι;, Τα νέα πρόσωπα του φασισμού κ.α. Το έργο του αναφέρεται στις κορυφαίες στιγμές των βίαιων πολιτικών συγκρούσεων του 20ου αιώνα, στα αίτια και τις εκδηλώσεις της ναζιστικής βίας, καθώς και τις ελπίδες και διαψεύσεις από το επαναστατικό κίνημα. Βλέπει τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις από την έκβαση των ιστορικών συγκρούσεων στο παρόν, είναι πάντα δέσμιος κι ο ίδιος της «αριστερής μελαγχολίας» που ανατρέχει στις επαναστατικές στιγμές και τις «ουτοπίες» οι οποίες συγκλόνισαν τον κόσμο, εκτιμώντας ότι χωρίς αυτές είναι λειψοί και οι αγώνες του σήμερα.
Το τελευταίο του βιβλίο, από τις «Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου», γραμμένο την περίοδο της καραντίνας, έχει τίτλο Επανάσταση, διανοητική και πολιτισμική ιστορία. Σε αυτό θέτει στο κέντρο τις επαναστάσεις ξεκινώντας από το γαλλικό 1789 και διατρέχοντας τους δύο προηγούμενους αιώνες. Αναφέρεται στις επαναστάσεις και τις εξεγέρσεις που ήθελαν να ανατρέψουν την κοινωνία και όχι απλά μια κυβέρνηση ή ένα πολιτικό καθεστώς, στις κοινωνικές επαναστάσεις με ρητό ή υπόρητο σοσιαλιστικό περιεχόμενο.
Ευνόητο είναι ότι το βιβλίο δεν αποτελεί μια εξιστόρηση όλων των επαναστάσεων – εξάλλου κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο για ένα μόνο βιβλίο – αλλά, όπως υπαινίσσεται και ο υπότιτλος, είναι μια «συναρμολόγηση των διανοητικών και υλικών θραυσμάτων ενός διάσπαρτου και συχνά λησμονημένου επαναστατικού παρελθόντος», ένα σύνολο από ψηφίδες όπως ατμομηχανές, σώματα, αγάλματα, στήλες, οδοφράγματα, σημαίες, τοποθεσίες, ζωγραφικούς πίνακες, αφίσες, ημερομηνίες, ξεχωριστές ζωές κτλ. Το αποτέλεσμα είναι ένα εντυπωσιακό πανόραμα των «εφόδων στον ουρανό».
Η μεγάλη περιπέτεια της απελευθέρωσης
Οι επαναστάσεις είναι αποκλίσεις, ρήξεις, από τον «ορθολογικοποιημένο και τυποποιημένο χρόνο της συσσώρευσης του κεφαλαίου», προϊόν της ανθρώπινης δράσης και «όχι αποτέλεσμα μιας αναπόφευκτης οικονομικής κίνησης». Παρά την θεώρηση αυτή των Μαρξ και Ένγκελς ο συγγραφέας σημειώνει την ένταση και συχνά την αντίφαση ανάμεσα σε έναν μαρξικό ιστορικό ντετερμινισμό και σε έναν, επίσης μαρξικό, δημιουργικό και βολονταριστικό στρατηγικό λόγο. Οι επαναστάσεις δεν πραγματοποιούνται από κάποιον όχλο, από το πλήθος, αλλά από το «λαό που συγκροτείται σε ενιαίο συλλογικό σώμα και ενεργεί με πλήρη συνείδηση για να αλλάξει την ιστορία» (σελ 107). Εντούτοις, περιέχουν στιγμές άτακτων, αυθόρμητων, λαϊκών βιαιοτήτων, εκρήξεις απελευθερωτικής «θεϊκής βίας» σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν. Ο Έντσο Τραβέρσο συνειδητά δεν αφιερώνει κάποιο ιδιαίτερο κεφάλαιο στο ζήτημα της βίας, καθώς «οι επαναστάσεις δεν θα μπορούσαν, χωρίς να καταρρεύσουν, να αποφύγουν τον εξαναγκασμό» (σελ. 44).
Εκτός από το «ενιαίο συλλογικό σώμα», ιδιαίτερη μνεία γίνεται στους συγκεκριμένους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, στην ένταση ανάμεσα στη σεξουαλική επανάσταση και απελευθέρωση και στον «πουριτανικό ασκητισμό» και «σεξουαλικό Θερμιδόρ» του Στάλιν. Η καταγωγή συμβόλων όπως η κόκκινη σημαία και το νόημά της, η αισθητική παρουσία πασίγνωστων ζωγραφικών πινάκων του Ντιέγκο Ριβέρα, η πραγματική και συμβολική αξία των οδοφραγμάτων στις εξεγέρσεις διατρέχουν ένα κεφάλαιο του βιβλίου.
Ο συγγραφέας διαχωρίζει την ελευθερία σαν κατάσταση με ποικιλώνυμες ερμηνείες (ελευθερία της ιδιοκτησίας, ελευθερία του κράτους, ελευθερία «κάτω από το θεϊκό χέρι», ελευθερία χωρίς ρήξη) από την πραγματική απελευθέρωση, το σπάσιμο των αλυσίδων, τους μαύρους Γιακωβίνους της Αϊτής και την απελπισμένη εξέγερση των επαναστατών Εβραίων στο γκέτο της Βαρσοβίας το 1943 που δεν απέβλεπε παρά σε ένα θάνατο με αξιοπρέπεια στη μάχη. Κάνει διεισδυτική κριτική στον Μισέλ Φουκώ και στη Χάνα Άρεντ από αυτή τη σκοπιά.
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στον κομμουνισμό, όπως εμφανίστηκε σε «4 αδρές μορφές» συνδεδεμένες αλλά και συχνά αντιτιθέμενες μεταξύ τους, τον κομμουνισμό σαν «επανάσταση», σαν «καθεστώς», σαν «αντιαποικιοκρατία» και τέλος σαν «μορφή της σοσιαλδημοκρατίας» με κέντρο πάντα την επανάσταση του Οκτώβρη. Δεν κρύβει τίποτα κάτω από το χαλί όπως την εξέλιξη του σοβιετικού καθεστώτος με τις εκκαθαρίσεις του 1936-1938, υπογραμμίζοντας ότι ενώ στη Σοβιετική Ένωση ο Στάλιν αποφάσιζε να εξοντώσει την παλιά φρουρά των μπολσεβίκων […] οι κομμουνιστές καθοδηγούσαν κινήματα αντίστασης ενάντια στο φασισμό στη Δυτ. Ευρώπη και προετοίμαζαν επαναστάσεις στην Ασία που έμελλε να αλλάξουν την όψη του 20ου αιώνα» (σελ 433). Ο Τραβέρσο τελειώνει το βιβλίο υποστηρίζοντας τη «διάσωση του επαναστατικού πυρήνα του κομμουνισμού», καθώς «οι επαναστάσεις δεν μπορούν να προγραμματιστούν , έρχονται πάντα απρόσμενες».
Η επανάσταση την εποχή του ΤΙΝΑ
Η σημερινή αριστερά, οι μάταιες προσπάθειες και η ανάγκη της κομμουνιστικής ελπίδας
Η διαρκής επαναστατική απειλή, το φάντασμα του Οκτώβρη, διαμόρφωνε την πραγματικότητα, τάραζε τον ύπνο των αρχουσών τάξεων αναγκάζοντάς τες σε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις.
Οι επαναστάσεις ποτέ δεν αποτελούσαν τον κανόνα και η επαναστατική τάση στο εργατικό κίνημα συνήθως ήταν μειοψηφική. Αυτό που κυριαρχούσε ήταν η λογική των σταδίων, η επιδίωξη συμμαχίας με το ένα ή το άλλο αστικό κόμμα στο όνομα ειδικών συνθηκών, η κατάκτηση θέσεων στο κοινοβούλιο ή σε δημοτικά συμβούλια, ο εγκλωβισμός στην αστική δημοκρατία και ομαλότητα και συχνά οι κυβερνητικές φιλοδοξίες. Ωστόσο, οι επαναστάσεις που γίνονταν, ακόμα κι αν ηττούνταν, φώτιζαν σαν αστραπές τις δυνατότητες για έναν κόσμο χωρίς κεφάλαιο και εκμετάλλευση. Αν και ο ρεφορμισμός κυριαρχούσε, ρητός ή υπόρρητος, σοσιαλδημοκρατικός ή και εκπορευόμενος από ΚΚ (ιδίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Δυτική Ευρώπη), η διαρκής επαναστατική απειλή, το φάντασμα του Οκτώβρη, διαμόρφωνε την πραγματικότητα, τάραζε τον ύπνο των αρχουσών τάξεων, αναγκάζοντάς τες σε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Οι επαναστάσεις ήταν οι εξαιρέσεις που διαμόρφωναν τον κανόνα, τα «κοινωνικά συμβόλαια» του μεταπολεμικού κόσμου.
Αντίστοιχα, η υποχώρηση της κομμουνιστικής ελπίδας και της επαναστατικής απειλής, με συμβολικό ορόσημο το 1989, είχε καταστροφικές επιπτώσεις όχι μόνο στην επαναστατικές τάσεις, αλλά και στον ρεφορμισμό ο οποίος κατέρρευσε με πάταγο εξίσου εκκωφαντικό με τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης. Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις εντός του αστικού θεσμικού πλαισίου (κοινωνικά αγαθά, δημόσιες δωρεάν υπηρεσίες κτλ.) αποδείχθηκε πως δεν ήταν παρά «σκιές» των επαναστατικών κυμάτων. Η έκλειψη των τελευταίων έφερε όχι μόνο υλικά και πολιτικά μακροσκοπικά αποτελέσματα, αλλά μετέβαλε και την κλίμακα των αξιών και των ιδεών. Υποχώρησαν η ταξική συνείδηση, η εργατική συλλογικότητα, η αλληλεγγύη και κυριάρχησαν ο ατομικισμός, η λατρεία του εαυτού και της εικόνας του. Οι άνθρωποι «μίκρυναν» γιατί μίκρυναν οι σκοποί τους. Αντί για τις «μεγάλες αφηγήσεις» κυριαρχεί το πρόταγμα και η υπεράσπιση της «ταυτότητας» καθενός και καθεμιάς, της εθνότητας, της θρησκείας, της «φυλής», του φύλου, της γενιάς κτλ. Πιο εύκολα προτάσσει σήμερα κανείς αυτό που είναι, παρά αυτό που είναι αναγκαίο να γίνει.
Βέβαια, η ταξική πάλη συνεχίζεται, οι εργατικοί και οι κοινωνικοί αγώνες ποτέ δεν σταμάτησαν, αντλούν δυνάμεις από τις σύγχρονες δυνατότητες για ζωή με λιγότερη δουλειά και αξιοπρέπεια για όλους, χρωματίζουν το γκρίζο τοπίο της καπιταλιστικής κανονικότητας, συγκροτούνται κινήματα, γίνονται κοινωνικές εκρήξεις και εξεγέρσεις. Ωστόσο, η κοινωνική δυσαρέσκεια δύσκολα μετασχηματίζεται σε κινήματα ανατροπής, σε συνειδητή επίθεση στην ατομική ιδιοκτησία και το κέρδος και δύσκολα συνδέεται με τις επαναστατικές απόπειρες του παρελθόντος. Το να ξεκινάς από το μηδέν σε ξαλαφρώνει από το βάρος της ήττας, αλλά στερείσαι την αίσθηση της συνέχειας, την πείρα από τις νίκες και τις ήττες, την ένταξη σε ένα κίνημα που έρχεται από πολύ μακριά και πηγαίνει πολύ πιο μακριά.
Στην εποχή της κυριαρχίας του «δεν υπάρχει εναλλακτική» (ΤΙΝΑ) και του καπιταλιστικού μονόδρομου, όταν η επανάσταση δεν είναι στην ημερήσια διάταξη, όταν ο κόσμος του κεφαλαίου – αλαζονικός και σίγουρος για τον εαυτό του – επιτίθεται και συνήθως νικάει, ποιο είναι το νόημα και η αξία για μια πολιτική δύναμη να είναι – ή να επιδιώκει να είναι – επαναστατική; Η απάντηση που κυριαρχεί στην Αριστερά είναι ότι δεν έχει νόημα η επαναστατική πολιτική σε μη επαναστατικούς καιρούς. Μάλιστα, θεωρείται ανεπίκαιρη και αναχρονιστική η διάκριση ανάμεσα σε επαναστατική και ρεφορμιστική Αριστερά. Η κατάργηση του περίφημου «αριστερόμετρου» αργά ή γρήγορα φτάνει μέχρι την κατάργηση ή το θόλωμα της διάκρισης Αριστεράς και Κέντρου και ούτω καθεξής.
Η αριστερή πολιτική συνήθως είναι μια λάιτ εκδοχή νεοφιλελευθερισμού, αλλιώς φιλοδοξεί στην καλύτερη περίπτωση να αναστήσει την σκιά του κομμουνισμού χωρίς τον ίδιο τον κομμουνισμό. Περιλαμβάνει ρεφορμιστικές διεκδικήσεις χωρίς κανένα επαναστατικό δρόμο ούτε καν διακηρυκτικά, θέλει να αναστήσει το «κράτος πρόνοιας» χωρίς τις συνθήκες που το δημιούργησαν, να κερδίσει την ανοχή ή και την ευμένεια της αστικής τάξης χωρίς πολιτικό εκβιασμό, να πάρει ψίχουλα χωρίς να ζητήσει το καρβέλι, να πολεμήσει την Ακροδεξιά και τον φασισμό χωρίς ταξική συνείδηση και πάλη. Ως γνωστόν, αυτές οι προσπάθειες αποτυγχάνουν και το «μικρότερο κακό» οδηγεί στο μεγαλύτερο.
Η ανασύσταση της κομμουνιστικής ελπίδας και της επαναστατικής απειλής είναι μονόδρομος όχι μόνο για την πραγμάτωση των «τελικών σκοπών» αλλά και για την ύπαρξη νικών και κατακτήσεων σήμερα. Σε καιρούς υποχώρησης η εκκίνηση δεν μπορεί παρά να είναι η άρση των αιτίων που την προκάλεσαν. Το κομμουνιστικό πρόγραμμα των «τελικών σκοπών» είναι αναγκαίο όχι σαν μακρινή επαγγελία και συμβολική υπόσχεση, αλλά σαν οδηγός για δράση απέναντι στην καπιταλιστική πραγματικότητα, σαν ρυθμιστική αρχή αποτίμησης οποιουδήποτε κινήματος και αιτήματος. Στη λαϊκά κατανοητή πτυχή του, σαν αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, γεφυρώνει την απόσταση ανάμεσα στους σημερινούς δυσμενείς συσχετισμούς και την επανάσταση.
Εξίσου αναγκαία είναι η επαναθεμελίωση της επαναστατικής Αριστεράς, η συγκρότηση κομμουνιστικής οργάνωσης, όχι ως αυτοσκοπός αλλά ως το αναγκαίο μέσο. Η σχέση με το παρελθόν του «ιστορικού κομμουνισμού» δεν μπορεί παρά «να διασώζει τον επαναστατικό του πυρήνα», τον απελευθερωτικό του χαρακτήρα, να διδάσκεται από τις εμπειρίες εργατικής εξουσίας και δημοκρατίας καθώς και από τις εκτροπές και μεταλλάξεις που ακύρωσαν την ουσία του οδηγώντας στην ατιμωτική του κατάρρευση.
Ο επαναστατικός δρόμος υπόθεση του σήμερα
Οι επαναστάσεις τιμώνται, οι βιογραφίες των πρωταγωνιστών τους μνημονεύονται σε επετείους και αφιερώματα. Ωστόσο, ανάγονται κυρίως στην ιστορική και συμβολική τους σημασία, θεωρούνται κατάλληλες για να συζητιούνται σε ακαδημαϊκούς κύκλους και συνέδρια.
Αντίθετα, ο επαναστατικός δρόμος δεν συζητιέται συνήθως σαν αναγκαία πλευρά της σημερινής πάλης απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου. Η αλήθεια είναι ότι οι επαναστάσεις δεν γίνονται κατά παραγγελία, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας αυθαίρετης υποκειμενικής βούλησης και απόφασης. Παρ’ όλα αυτά, δεν προκύπτουν μόνο από την ωρίμανση των αντικειμενικών συνθηκών, ούτε τις γεννάει κάποια απρόσωπη «ιστορία χωρίς υποκείμενο». Γίνονται συνειδητά από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της και προετοιμάζονται συνειδητά από τις επαναστατικές πρωτοπορίες και μάλιστα στους καιρούς της υποχώρησης και της ήττας.
Δεν αρκούν ούτε η επίκληση του κομμουνισμού και της ιστορίας του, ούτε η απόρριψη του κοινοβουλευτικού δρόμου και του κυβερνητισμού, ούτε οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι για τα κομματικά προγράμματα και το κίνημα. Η πολιτική έχει κέντρο την κρατική εξουσία και η επαναστατική πολιτική υπονομεύει το αστικό κράτος από τώρα. Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης δεν είναι κυβερνητικό πρόγραμμα ούτε οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι κατατίθενται ως νομοσχέδια στη Βουλή. Διεκδικούνται από ένα ανατρεπτικό εργατικό κίνημα και κατακτούνται με μαζικό πολιτικό εκβιασμό. Απέναντι στο αστικό κράτος ορθώνονται όργανα εργατικής πολιτικής, φύτρα εργατικής εξουσίας που θα το ανατρέψουν.
Η λογική και τα μέσα της εξωκοινοβουλευτικής επαναστατικής πάλης ξεκινάνε από σήμερα, ο επαναστατικός δρόμος κατεβαίνει από τα ιστορικά βιβλία στη ζωή γιατί είναι ο μοναδικός δρόμος όχι για το μικρότερο κακό αλλά για πραγματικές νίκες.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (29.7.23)