του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Την ίδια χρονική περίοδο που οι δανειστές ζητούν νέα εξοντωτικά μέτρα για το λαό ισόποσα με το 10% του ΑΕΠ της χώρας και ετοιμάζεται η νομοθέτηση ακραία αντεργατικών μέτρων στην κοινωνική ασφάλιση και την φορολογία, η κυβέρνηση προωθεί την είσοδο νέων, φίλιων επιχειρηματιών στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, κίνηση που θέλει να παρουσιάσει ως …σύγκρουση με το κατεστημένο.
Μόνον τυχαία δεν είναι η συγκυρία στην οποία επιλέχθηκε να περάσει η τροπολογία του υπουργείου Επικρατείας που δίνει την δυνατότητα για την έναρξη της δημοπράτηση 4 τηλεοπτικών αδειών. Οι κυβερνώντες επιχειρούν να χτυπήσουν με «έναν σμπάρο δυο τρυγώνια». Αφενός να ενισχύσουν τα καθεστωτικά τους χαρακτηριστικά με κανάλια που θα στηρίζουν τις κυβερνητικές θέσεις, αφετέρου να ισοσκελίσουν επικοινωνιακά την ολομέτωπη επίθεση που έχουν εξαπολύσει στα λαϊκά στρώματα. Αυτήν ακριβώς την σκοπιμότητα εξυπηρέτησε άλλωστε και η άτυπη όσο και εκτός κοινοβουλευτικού κανονισμού, προ ημερησίας διάταξης συζήτηση πολιτικών αρχηγών που έγινε την Πέμπτη το βράδυ, αφού η επίμαχη τροπολογία κατατέθηκε σε κύρωση σύμβασης για τις εμπορικές σχέσεις …Ελλάδας-Λευκορωσίας.
Ενδεικτική ήταν η τοποθέτηση στην Βουλή του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος δεν επικαλέστηκε τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου αλλά τις εκλογές τις 25ης Ιανουαρίου του 2015, λέγοντας πως «έναν χρόνο πριν, ο λαός μάς έδωσε σαφή εντολή και στήριξη σε μία νέα Κυβέρνηση, προκειμένου να συγκρουστεί με τα συμφέροντα και με αυτό το κατεστημένο». Παράλληλα αποσαφήνισε την υποκριτική προσπάθεια της κυβέρνηση να παρουσιαστεί ως …συγκρουόμενη με την διαπλοκή λέγοντας ότι η αντιπαράθεσή της με την Ν.Δ και το ΠΑΣΟΚ «αποδεικνύει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ποιοι είναι αυτοί που επιδιώκουν να μπει επιτέλους μια τάξη στην κοινώς διαπιστωμένη ασυδοσία και ανομία στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο της χώρας και ποιοι είναι αυτοί οι οποίοι επιχειρούν να εμποδίσουν την Κυβέρνηση να τηρήσει τις δεσμεύσεις της και να προχωρήσει στον διαγωνισμό για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών Μέσων Ενημέρωσης». Ο πρωθυπουργός παράλληλα περιέγραψε την διαπλοκή μιλώντας για «μέσα ενημέρωσης που έχουν μόνο ζημιές και όχι κέρδη, που συντηρούνται και δανειοδοτούνται από τράπεζες με μοναδικό στόχο να στηρίζουν πολιτικά χρεοκοπημένες κυβερνήσεις».
Από την συζήτηση στην Βουλή έγινε σαφές ότι όποια αλλαγή στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο θα πραγματοποιηθεί κάτω από την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τους δικούς της κανόνες και προτεραιότητες. Χαρακτηριστική ως προς αυτό ήταν η τοποθέτηση ενός από τους βασικούς συντάκτες του νομοσχεδίου για την αδειοδότηση, του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Σπ.Λάππα. Απευθυνόμενος σε Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ επικαλέστηκε επιστολή του εκπροσώπου της Κομισιόν Κ.Σχοινά στην οποία αναφέρεται ότι «στο μνημόνιο η ελληνική Κυβέρνηση δεσμεύεται να προκηρύξει ένα διεθνή διαγωνισμό» για να τονίσει πως «είναι και μία μνημονιακή υποχρέωση, την οποία ψηφίσατε κι εσείς και είναι υποκριτικό σήμερα να την αρνείστε». Μάλιστα ξεκαθάρισε ότι στην συμφωνία προβλέπεται η κυβέρνηση «να χρησιμοποιήσει τα έσοδα για δημοσιονομικούς λόγους».
‘Οσον αφορά την Νέα Δημοκρατία, ξεκαθάρισε ότι εξοφλά γραμμάτια του παρελθόντος στηρίζοντας του υφιστάμενους καναλάρχες παράλληλα με την προσπάθειά της να εμποδίσει την κυβέρνηση να «βάλει πόδι» στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. «Θέλετε να καταστήσετε τον κ. Παππά, τον Υπουργό Επικρατείας, τον απόλυτο κυρίαρχο των μέσων ενημέρωσης. Αυτό θέλετε να κάνετε, και αφού προηγουμένως έχετε φροντίσει να αδρανοποιήσετε πλήρως το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης», επισήμανε χαρακτηριστικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, υποστηρίζοντας πως «δεν υπάρχει κανείς ουσιαστικός τεχνικός περιορισμός στον αριθμό των αδειών». Παράλληλα τάχθηκε υπέρ της ασυδοσίας της αγοράς, θέτοντας το ερώτημα προς την κυβέρνηση: «Γιατί δεν ορίζετε κιόλας ανώτατο αριθμό κινηματογράφων, σούπερ μάρκετ, εστιατορίων, κομμωτηρίων; Έτσι αντιλαμβάνεστε τη λειτουργία της αγοράς;»
Προκλητική στήριξη στο υφιστάμενο μιντιακό κατεστημένο παρείχε το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι με τον Ευάγγελο Βενιζέλο να προβλέπει ότι «ο νόμος δεν θα εφαρμοστεί», επικαλούμενος αντιδράσεις της Κομισιόν και τον Ανδρέα Λοβέρδο σε διατεταγμένη υπηρεσία υπεράσπισης των συμφερόντων των καναλαρχών.