του Γιώργου Παυλόπουλου
Προσπάθειες πρόκλησης πολιτικής αναταραχής» διέγνωσε πριν μερικές μέρες η κυβερνητική εκπρόσωπος, Όλγα Γεροβασίλη, σχολιάζοντας τις αγροτικές κινητοποιήσεις. Μπίνγκο! Λες και χρειάζεται ιδιαίτερη …οξυδέρκεια για να καταλάβει κανείς ότι αναταραχή υπάρχει μπόλικη αυτή την περίοδο σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, με ποικίλες αφορμές, αλλά μία και μοναδική αιτία: την πολιτική της «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., η οποία ετοιμάζεται να σαρώσει ό,τι έχει απομείνει από την ασφάλιση και τα υπόλοιπα «κεκτημένα» του λαού, προχωρώντας ακόμη και εκεί που οι Σαμαρο-Βενιζέλοι δεν είχαν τολμήσει. Αυτή είναι η αιτία για τη μαζική συμμετοχή στην απεργία της Πέμπτης και για τα μαζικότατα μπλόκα των αγροτών. Αυτή και για το «ξύλο» που τρώνε υπουργοί, βουλευτές και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ όπου και όταν εμφανίζονται – καταφέρνοντας μέσα σε λίγους μήνες κάτι που στους δεξιούς και τους πασόκους πήρε χρόνια. Αυτή είναι η αιτία και για το γεγονός ότι η ψήφιση του συγκεκριμένου ασφαλιστικού νομοσχεδίου μοιάζει να γίνεται καθημερινά πιο δύσκολη και αμφίβολη για την κυβέρνηση. Αν όμως αυτό ισχύει για τα κίνητρα των εκατοντάδων χιλιάδων (ή των περισσότερων εξ αυτών) που απεργούν, διαδηλώνουν και κλείνουν τους δρόμους, αξίζει να αναρωτηθούμε ποιες είναι οι επιδιώξεις των υπολοίπων οι οποίοι συμβάλουν στη δημιουργία μιας εικόνας πολιτικής ασφυξίας: των κομμάτων της μνημονιακής αντιπολίτευσης που δεν ψηφίζουν το ασφαλιστικό και ζητούν την απόσυρσή του, των Ευρωπαίων «εταίρων» και του ΔΝΤ που ζητούν διαρκώς νέα μέτρα, ακόμη και του Σόιμπλε ο οποίος επανέφερε το ζήτημα του Grexit. Είναι άραγε η διενέργεια πρόωρων εκλογών; Ίσως μια διαφορετική κυβερνητική συμμαχία, ενδεχομένως και οικουμενική, που θα προκύψει από αυτή τη βουλή – κι αν ναι, με ή χωρίς Τσίπρα και Μητσοτάκη; Ή μήπως είναι όλα συμφωνημένα, έτσι ώστε το τελικό «πακέτο» που θα ψηφιστεί να μοιάζει ήπιο και το Μαξίμου να ισχυριστεί πως διαπραγματεύτηκε σκληρά και πέτυχε το καλύτερο δυνατό;
Όσον αφορά τα σενάρια περί προσφυγής στις κάλπες, είναι αλήθεια ότι μια μερίδα εκδοτών και καναλαρχών τα προβάλει εμφατικά. Όπως, για παράδειγμα, το αφεντικό του (καταχρεωμένου) ΔΟΛ, Ψυχάρης, ο οποίος επέλεξε ως τίτλο για το κύριο άρθρο στο Βήμα της περασμένης Κυριακής το «Εκλογές; Γιατί όχι;», ενώ ανάλογη θέση διατύπωσε την επόμενη μέρα από τα Νέα και ο βασικότερος αρθρογράφος του συγκροτήματος, Πρετεντέρης. Μπορούμε, ωστόσο, να ισχυριστούμε βάσιμα ότι στο συγκεκριμένο σινάφι – των ιδιοκτητών και μεγαλομετόχων των ΜΜΕ, που ταυτόχρονα ανήκουν στην αφρόκρεμα της ολιγαρχίας – αυτή η άποψη δεν είναι προς το παρόν πλειοψηφική και πως η εμμονή του ΔΟΛ οφείλεται στις ανησυχίες που έχει αυτή την περίοδο, λόγω των κυοφορούμενων ανακατατάξεων στον κλάδο και γενικότερα. Ούτε όμως στις τάξεις των πολιτικών κομμάτων φαίνεται πως υπάρχει ιδιαίτερη βιασύνη για μια πρόωρη εκλογική αναμέτρηση. Για την ακρίβεια, τα περισσότερα δείχνουν να την απεύχονται ή ακόμη και να την …ξορκίζουν όπως ο διάολος το λιβάνι. «Εγώ δεν βιάζομαι να γίνω πρωθυπουργός», δήλωσε χαρακτηριστικά στον Σκάι ο νέος πρόεδρος της ΝΔ, Μητσοτάκης, έχοντας προφανώς συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει κανένα λόγο να πάρει στα χέρια του την καυτή πατάτα, καθώς εάν ήταν αυτός στη θέση του Τσίπρα και προσπαθούσε να περάσει τα συγκεκριμένα μέτρα, κυριολεκτικά θα καιγόταν το …πελεκούδι, από άκρου εις άκρον της χώρας. Όσο για τα μικρότερα κόμματα του «μνημονιακού τόξου» (Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ-Συμπαράταξη και Ένωση Κεντρώων), αποφεύγουν επιμελώς να θέσουν θέμα εκλογών, μιας και φοβούνται – κυρίως το «κίνημα» Θεοδωράκη – ότι θα υποστούν συντριβή και ίσως μείνουν εκτός βουλής. Μάλιστα, οι επικεφαλής και τα κορυφαία στελέχη τους διαμηνύουν στην κυβέρνηση πως θα είναι μόνη της στη βουλή και δεν πρόκειται να βρει καμία στήριξη, ειδικά στο ασφαλιστικό. Εμείς, παρ’ όλα αυτά, ας κρατάμε μικρό καλάθι… Αν και είναι λογική η υπαρξιακή αγωνία όλων αυτών των παραπληρωματικών δυνάμεων μήπως χρεωθούν τη λαϊκή κατακραυγή και αναμενόμενη η επιδίωξή τους να την εισπράξει μόνη της η κυβέρνηση, σε περίπτωση που η ισχνή πλειοψηφία των 153 αρχίσει να φυλλορροεί, τότε τα δεδομένα θα αλλάξουν άρδην. Χωρίς να αποκλείεται, σε αυτή την περίπτωση (κάθε άλλο), να δεχτούν ξαφνικά μια κλήση …εξωτερικού, που θα τους αναγκάζει να πιουν το πικρό ποτήρι, προκειμένου να περάσει ο νόμος-έκτρωμα – κάτι που, με τη σειρά του, θα οδηγήσει αναγκαστικά σε ανακατατάξεις, ακόμη και σε κυβερνητικό επίπεδο.
Ούτως ή άλλως, οι «δανειστές» είναι αυτοί που κρατούν στα χέρια τους τα κλειδιά του πολιτικού σκηνικού και των περισσότερων κομμάτων – της κυβέρνησης συμπεριλαμβανομένης, μιας και είναι σαφές ότι εάν θελήσουν πράγματι να τη στριμώξουν, τότε θα «σκάσει» πολύ γρήγορα. Οπότε, λογικά, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Τι σκέφτονται και τι θέλουν η ΕΕ, η ΕΚΤ, το ΔΝΤ και, πάνω και πρώτα από όλους, το Βερολίνο; Η πιο σύντομη απάντηση που θα μπορούσε να δώσει κανείς δεν είναι άλλη από το γνωστό απόφθεγμα του Ντενγκ Χσιαοπίνγκ: δεν έχει σημασία εάν η γάτα είναι άσπρη ή μαύρη, αρκεί να πιάνει ποντίκια. Με άλλα λόγια, δεν τους νοιάζει ιδιαιτέρως το χρώμα που έχουν οι σημαίες των κομμάτων που κυβερνούν, αρκεί να υλοποιούν την πολιτική που έχει χαραχθεί. Έτσι ώστε να σταλεί, εκτός των άλλων, σαφές μήνυμα προς κάθε γωνιά της Ευρώπης – όπως στην Ισπανία που αναζητά κυβέρνηση, την Πορτογαλία όπου επέστρεψε η τρόικα και την Ιρλανδία που οδεύει σε εκλογές εντός του μήνα – ότι κανείς δεν επιτρέπεται ούτε μπορεί να λοξοδρομήσει. Βεβαίως, είναι γεγονός ότι οι Γερμανοί δεν αρκούνται στη στροφή και τη δήλωση υποταγής του Τσίπρα και, εφόσον τους δοθεί η ευκαιρία, θα επιχειρήσουν κυριολεκτικά να τον «λιώσουν», απλώς και μόνο επειδή κάποια στιγμή τους έβγαλε γλώσσα. Παρ’ όλα αυτά, γνωρίζουν ότι το διακύβευμα είναι αρκετά μεγάλο ώστε να τον ανεχθούν ή και να τον στηρίξουν για όσο διάστημα βγάζει τη βρώμικη δουλειά που έχει αναλάβει. Κάτι ανάλογο, άλλωστε, κάνει και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής ολιγαρχίας, που δεν εκτιμά ότι υπάρχει λόγος να τραβήξει εδώ και τώρα το χαλί κάτω από τα πόδια της κυβέρνησης – εκτός, φυσικά, από τα τμήματα που αισθάνονται ότι απειλούνται με εξαφάνιση λόγω του βίαιου ανταγωνισμού στο εσωτερικό της.
Από τη στιγμή, όμως, που θα αποδειχθεί ότι η μηχανή κλάταρε και προκληθεί αδιέξοδο, τότε θα αναζητήσουν εναλλακτική λύση. Και αυτομάτως, θα αλλάξουν τακτική και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, οδηγώντας στον σχηματισμό (με ή χωρίς εκλογές) της επόμενης «κυβέρνησης μίας χρήσης».
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται να υπάρξει καμία ουσιαστική αλλαγή υπέρ των συμφερόντων της λαϊκής πλειοψηφίας εάν η κυβέρνηση και αυτοί που τη στηρίζουν ή την ανέχονται δεν αισθανθούν να απειλούνται. Εάν, δηλαδή, η «κοινωνική αναταραχή» δεν μετατραπεί σε ένα οργανωμένο και ρωμαλέο κίνημα το οποίο θα εκβιάσει με κάθε τρόπο τους «πάνω», με ξεκάθαρο στόχο την ακύρωση αυτής της πολιτικής. Επιδιώκοντας, πρώτα από όλα, να μην κατατεθεί ποτέ αυτό το αντιασφαλιστικό έκτρωμα στη Βουλή, αλλά και κανένα επόμενο κυβερνητικό σχήμα να μην τολμήσει κάτι ανάλογο.
Προφανώς, τέτοιο στόχο δεν μπορεί ούτε θέλει να τον υπηρετήσει η ΝΔ, έστω κι αν δήλωσε πως δεν ψηφίζει το ασφαλιστικό και οι δεξιοί αγροτοπατέρες έχουν …απασφαλίσει. Άλλωστε, ο Μητσοτάκης ξεκαθάρισε ότι έχει απαγορεύσει στους βουλευτές του να πηγαίνουν στα μπλόκα, γνωρίζοντας πως την ίδια ακριβώς πολιτική πρεσβεύει ο ίδιος και ενδεχομένως να κληθεί κάποια στιγμή να την εφαρμόσει. Ούτε το ΚΚΕ έχει όμως τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στην ανάγκη της εποχής, μιας και για την ηγεσία του, οι (ελεγχόμενες) απεργιακές κινητοποιήσεις συνιστούν απλώς τον αναγκαίο δρόμο για τη «συνειδητοποίηση των μαζών» και την ενίσχυση του κόμματος και όχι μια αποφασιστική μάχη η οποία μπορεί, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να οδηγήσει σε νίκες και άμεσες κατακτήσεις. Όσο για τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, είναι οριστικά καμένες στη συνείδηση του κόσμου της εργασίας και ειδικά της νέας βάρδιας, η οποία τους θεωρεί – δικαίως – συνένοχες στο έγκλημα.
Σε αυτό το σκηνικό, η αντικαπιταλιστική Αριστερά και το μαχόμενο τμήμα του κινήματος έχουν καθήκον να παρουσιάσουν μια διέξοδο αγώνα διαρκείας και προοπτικής, μαζί φυσικά με την «ψυχή» τους. Η πρόταση συντονισμού και κοινής δράσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αναμφίβολα ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Όμως, οι πάντες οφείλουν επιτέλους να συνειδητοποιήσουν ότι πέρασε ανεπιστρεπτί η εποχή του «politics as usual» (πολιτική ως συνήθως).
Ο μικρόκοσμός μας ήρθε η ώρα να δοκιμαστεί στο μεγάλο γήπεδο της ταξικής πάλης. Και για να έχει ελπίδες, οφείλει να τολμήσει τομές.