Μάκης Γεωργιάδης
▸ Τα πραγματικά ζητούμενα στη «μάχη της διαδοχής» και η αγωνία του ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει εναλλακτική του συστήματος
Στη «μετά Τσίπρα» εποχή έχει μπει για τα καλά ο ΣΥΡΙΖΑ, αγωνιώντας για τη μετεξέλιξή του, κάπου ανάμεσα στη διατήρηση του «χρίσματος» ως βασική εναλλακτική του συστήματος και τη μοιρασιά της επιρροής στο εσωτερικό του. Για τις αιτίες που οδήγησαν στην παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα κυριαρχεί μία αίσθηση «θολούρας». Με θεωρίες που βασίζονται σε «κακά επιτελεία», «επικοινωνιακά λάθη» ή την εξήγηση πως το αλάνθαστο «πολιτικό του ένστικτο» εγκλωβίστηκε από την εσωκομματική γραφειοκρατία κάθε απόχρωσης.
Οι πραγματικοί λόγοι φαίνεται να εστιάζονται στο ότι ένα τμήμα του εγχώριου επιχειρηματικού κατεστημένου, το οποίο κάνει «διασπορά μετοχών» στα πολιτικά κόμματα, έκρινε πως στην παρούσα περίοδο η «επένδυση» στον μέχρι πρόσφατα πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον επισφαλής, παρά το γεγονός πως ο αντιπολιτευόμενος ΣΥΡΙΖΑ επί της ηγεσίας του έδωσε σαφέστατα διαπιστευτήρια με την εμμονή στην πολιτική εντός ευρωπαϊκού μονόδρομου. Όπως φάνηκε και πιο συγκεκριμένα, όπως με την ψήφιση του νομοσχεδίου για το Ελληνικό, τη στήριξη της αγοράς των Rafale, τη διαμόρφωση αγαστής σχέσης με τον διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα, την υπερψήφιση του μισού νομοθετικού έργου της ΝΔ κ.ά.
Όπως όλα δείχνουν, κρίθηκε ότι ο Αλέξης Τσίπρας «ξέμεινε» –μετά τη μνημονιακή διακυβέρνηση– από αφήγημα αλλά και πολιτική επιρροή. Άρα και από την δυνατότητα να αποτελέσει την εναλλακτική εγγύηση απορρόφησης των κοινωνικών κραδασμών κι επιβολής της «κοινωνικής ειρήνης». Των κραδασμών δηλαδή που θα δημιουργήσει ο κυνικός κι επιθετικός τρόπος με τον οποίο η ΝΔ θα επιχειρήσει να εφαρμόσει τις βασικές προτεραιότητες του κεφαλαίου. Η συνυφασμένη με την «πρώτη φορά Αριστερά» πορεία του Αλέξη Τσίπρα, όπως και η μικρή συγκριτικά ηλικία του, φαίνεται πως του διασφαλίζει, ωστόσο, μια θέση στην εφεδρεία. Εξ ου και τα σενάρια που τον θέλουν να παίζει δυνητικά στο άμεσο μέλλον έναν «ενωτικό ρόλο» στον χώρο της «κεντροαριστεράς». Πλέον αυτό που αναζητείται για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι το «νέο πρόσωπο» κατά προτίμηση με άνευρο και ασαφές ιδεολογικό-πολιτικό προφίλ, ώστε σαν tabula rasa να «χτιστεί» ως η νέα εναλλακτική.
Σε αυτές τις κατευθύνσεις αναμένεται να κινηθεί συνολικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Όπως προκύπτει από τις εξελίξεις στο εσωτερικό του, πλέον αντιμετωπίζει τον (διατασικό) τρόμο τού να μπει σε μία πορεία πολιτικής απαξίωσης και σταδιακά να αντικατασταθεί από το ΠΑΣΟΚ στη θέση του εναλλακτικού πόλου διακυβέρνησης. Ιδίως από τη στιγμή που έχει μπροστά του δύο εκλογικές αναμετρήσεις: Τις τοπικές εκλογές του Οκτωβρίου, που με τα μέχρι σήμερα δεδομένα δύσκολα θα αποφύγει την τρίτη θέση και τις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2024, που θα είναι καθοριστικές.
Ως εκ τούτου, (διατασικά πάντα) φαίνεται αποφασισμένος να υπερασπιστεί την ιδιότητά του ως «κόμμα εξουσίας». Αυτή που στην πραγματικότητα μεταφράζεται σε «κόμμα αστικής διαχείρισης» και μάλιστα εντός ευρωπαϊκού πλαισίου. Επ’ αυτού όχι απλά δεν προβλέπεται εσωκομματικός διάλογος αλλά… απαγορεύεται «διά ροπάλου» ως υπονομευτικός της ενότητας.
Ενδεικτικό της κατάστασης αυτής είναι το ότι στη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας η Κίνηση Μελών (Σπίρτζης, Παππάς κ.ά.), που το 2019 ήταν υπέρμαχοι του να μην γίνουν διεξοδικές αναλύσεις της εκλογικής ήττας αλλά να υπάρξει «φυγή προς τα εμπρός», ζητούν τώρα αργές και μακρόσυρτες συνεδριακές διαδικασίες προκειμένου να διασφαλίσουν την εσωκομματική τους ισχύ. Αντίστοιχα η «Ομπρέλα», που ήταν οπαδός τέτοιου είδους διαδικασιών, ζήτησε… ταχύτατη εκλογή προέδρου από τη βάση μέσα στον Ιούλιο προσδοκώντας τον συμβιβασμό σε μία υποψηφιότητα όπως αυτή της Έφης Αχτσιόγλου και στη δυνατότητα να αυξήσει την επιρροή της. Μάλιστα οι εντάσεις είναι τέτοιες που ήδη από τη Δευτέρα ο Χρήστος Σπίρτζης έχει διαχωρίσει τη θέση του από την Κίνηση Μελών ζητώντας παραίτηση των γραμματέων του ΣΥΡΙΖΑ (Σβίγκου, Βασιλειάδη) προκειμένου να εναρμονιστούν τα πρόσωπα που κατέχουν αξιώματα με τους συσχετισμούς του 2ο Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ τον Απρίλιο του 2022, όπου η Κίνηση Μελών πλειοψηφεί. Αυτά ενώ συνολικά το μέρος του ΣΥΡΙΖΑ που συμμετέχουν και οι προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή η Κίνηση Μελών και η Ριζοσπαστική Ενότητα (Φάμελλος, Ρήγας, Κοτσακάς κ.ά) αναζητά πρόσωπο που να ικανοποιεί τα κριτήρια που προαναφέρθηκαν όμως δυσκολεύεται να το βρει.
Αντιθέτως, «ανοδικό ρεύμα» στη φάση αυτή φαίνεται να είναι η τάση των νεότερων ηλικιακά στελεχών (Αχτσιόγλου, Χαρίτσης, Ηλιόπουλος κ.λπ). Παρότι δεν διαθέτει ισχυρή πλειοψηφία στα όργανα (Πολιτική Γραμματεία και Κεντρική Επιτροπή), διαθέτει τα πρόσωπα που μπορούν να διασφαλίσουν την αίσθηση της «ανανέωσης» και ταυτόχρονα την απαραίτητη προθυμία να λειτουργήσουν εντός του αστικού πλαισίου. Η συμμαχία Αχτσιόγλου-Χαρίτση μάλιστα έχει ομοιότητες με την ξεχασμένη σήμερα «κίνηση των τεσσάρων» του ΠΑΣΟΚ (Σημίτης, Πάγκαλος, Β. Παπανδρέου και Αυγερινός) που ξεκίνησε ως εσωκομματική αντιπολίτευση και κατάφερε να κυριαρχήσει στην πράσινη κούρσα της διαδοχής. Καθαρό φαβορί αναδεικνύεται η Εφη Αχτσιόγλου που αναμένεται να ανακοινώσει την υποψηφιότητα της την Τετάρτη ενώ αναμένεται να συνοδεύσει την υποψηφιότητά της με πολιτική πλατφόρμα.
Ο Αλέξης Χαρίτσης έχει ανάλογο «τεχνοκρατικό» προφίλ που, χωρίς να είναι χαρισματικός επικοινωνιακά, υπόσχεται –ως μέρος μιας άτυπης δυαρχίας– ότι μπορεί να διασφαλίσει μια σταθερότητα και συνέχεια. Η κύρια διαφορά είναι ότι το ΠΑΣΟΚ τότε ήταν ήδη κυβέρνηση και πολιτικά κυρίαρχο, σε μια πολύ διαφορετική οικονομική συγκυρία, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα εμφανίζει εικόνα διάλυσης και ιδεολογικής σύγχυσης.
Ο Διονύσης Τεμπονέρας –που ήδη ξεκαθάρισε ότι δεν θα είναι υποψήφιος είναι ο μόνος που κατέθεσε ένα –δεξιόστροφο– σχέδιο για «ενιαίο δημοκρατικό μέτωπο» που να εκφράζει όχι μόνο τα λαϊκά συμφέροντα αλλά και τα συμφέροντα κοινωνικών τάξεων «που δεν κοιτάνε στην ίδια κατεύθυνση». «Αυτή η αριστερή εκδοχή, δίχως αρχή, μέση και τέλος», υποστήριξε ο Διονύσης Τεμπονέρας, «έχει ήδη καταδικαστεί στη συνείδηση των πολιτών και πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δεν επιδέχεται διόρθωση, ούτε και “ανασυγκρότηση”».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πλαίσιο της συνολικής συντηρητικής μετατόπισης του πολιτικού συστήματος ενισχύονται οι τάσεις και οι φωνές μέσα στην Κουμουνδούρου που προκρίνουν περαιτέρω ενίσχυση της διαχειριστικής, σοσιαλδημοκρατικής φυσιογνωμίας.