της Ειρήνης Κοσμά
Συνεχίζεται η σφαγή από το καθεστώς Ερντογάν στη νοτιοανατολική Τουρκία, προκαλώντας νέο προσφυγικό κύμα. Κάτοικοι της περιοχής, κουρδικής καταγωγής στη μεγάλη πλειοψηφία τους, αναγκάζονται να αφήσουν τις εστίες τους υπό τον ήχο πυρών, εκρήξεων και ελικοπτέρων της αστυνομίας. Η επιχείρηση «εκκαθάρισης» που εξαπολύεται τους τελευταίους μήνες περιλαμβάνει, εκτός από δολοφονικές επιθέσεις του στρατού, εισβολές σε σπίτια και γραφεία και ανελέητες διώξεις αγωνιστών. Δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας σκότωσαν 20 κούρδους αντάρτες μόνο την Τετάρτη, ενώ τρεις στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια συγκρούσεων, ανακοίνωσε το τουρκικό γενικό επιτελείο. Εντωμεταξύ, οι αρχές επέκτειναν την απαγόρευση κυκλοφορίας και σε άλλες συνοικίες της μεγαλύτερης πόλης, Ντιγιάρμπακιρ. Στην ευρύτερη περιοχή, μαίνεται το χειρότερο κύμα βίας των τελευταίων δύο δεκαετιών, μετά την κατάρρευση της εκεχειρίας που διαρκούσε δυόμισι χρόνια ανάμεσα στο Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν (PKK) και το τουρκικό κράτος, τον περασμένο Ιούλιο και την αναζωπύρωση ενός πολέμου, ο οποίος έχει στοιχίσει τη ζωή σε 40.000 ανθρώπους από το 1984.
Σύμφωνα με τον τουρκικό στρατό, έντεκα μέλη του PKK σκοτώθηκαν στην πόλη Τσιζρέ, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, και άλλα εννέα στη Σουρ στα μέσα της εβδομάδας, αυξάνοντας τον συνολικό αριθμό των νεκρών στις τάξεις των ανταρτών αφότου άρχισαν οι επιχειρήσεις στις δύο πόλεις, τον περασμένο μήνα, σε 600. Η παλιά πόλη της Σουρ, που περιβάλλεται από αρχαία ρωμαϊκά τείχη, έχει υποστεί εκτεταμένες ζημιές στις μάχες, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος της επιβάλλεται 24ωρη απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 2 Δεκεμβρίου. Το γραφείο του κυβερνήτη του Ντιγιάρμπακιρ ανακοίνωσε ότι η απαγόρευση κυκλοφορίας θα επεκταθεί σε άλλες πέντε συνοικίες, επικαλούμενος την ανάγκη οι δυνάμεις ασφαλείας να εξουδετερώσουν εκρηκτικούς μηχανισμούς, να απομακρύνουν οδοφράγματα και να καταστρέψουν τα χαρακώματα που έχουν σκάψει οι αντάρτες.
Η Τουρκία, οι ΗΠΑ και η ΕΕ έχουν χαρακτηρίσει το PKK, το οποίο υπερασπίζεται την αυτονομία της κουρδικής μειονότητας, ως τρομοκρατική οργάνωση. Την ίδια ώρα, ολοένα περισσότερες διεθνείς οργανώσεις και κάτοικοι της πολύπαθης περιοχής εκφράζουν ανησυχία για τον αυξανόμενο αριθμό των αμάχων, μεταξύ των θυμάτων, κατά τις επιχειρήσεις του στρατού και της αστυνομίας. Το Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών (HDP), το οποίο εκπροσωπεί την κουρδική μειονότητα, εκτιμά πως οι άνθρωποι που έχουν χάσει τη ζωή ξεπερνά τους 120. Πρόσφατα, δημοσιοποιήθηκε η τραγική ιστορία 28 κατοίκων της περιοχής, που αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε κελάρι στην πόλη Τσιζρέ: τέσσερις από αυτούς πέθαναν και τρεις παραμένουν σε κρίσιμη κατάσταση, σύμφωνα με στοιχεία του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch, HRW).
Παράλληλα, πληθαίνουν οι διεθνείς οργανώσεις που καταγγέλλουν την αδυναμία πρόσβασης σε ιατρική περίθαλψη, κάνοντας λόγο για κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ενώ απευθύνουν έκκληση για λήψη άμεσων μέτρων, προκειμένου να μην χαθούν περισσότερες ζωές. Στο Ντιγιάρμπακιρ, οργανώσεις εργαζομένων στην υγεία, περιλαμβανομένης της ένωσης γιατρών, κάλεσαν να επιτραπεί από τις αρχές η πρόσβαση ασθενοφόρων στην Τσιζρέ, καθώς οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες και η απαγόρευση κυκλοφορίας δεν επιτρέπουν σε τραυματίες και ασθενείς να μετακινηθούν για να δεχτούν ιατρική φροντίδα. Ωστόσο το αυτί του Ερντογάν δεν …ίδρωσε. Αντιθέτως, το καθεστώς, εντείνει διαρκώς την επιχείρηση «σκούπα» κατά της κουρδικής μειονότητας, όσο οι διεθνείς δυνάμεις τηρούν σιγή για τη σφαγή που βρίσκεται σε εξέλιξη. Ταυτόχρονα στο εσωτερικό, επιχειρεί να επιβάλλει σιωπή, συλλαμβάνοντας και φυλακίζοντας ακαδημαϊκούς και δημοσιογράφους που αποκαλύπτουν την εγκληματική κυβερνητική πολιτική.