Μαριάννα Τζιαντζή
Δυο εικόνες, σε απόσταση αναπνοής η μία από την άλλη, συμβολίζουν τον «πολιτιστικό πατριωτισμό» της εξουσίας: ένα ρημαγμένο σπίτι και μια σιδερόφραχτη πλατεία. Δεν είναι μόνο το Άστορ και το Ιντεάλ, είναι πλήθος οι κινηματογράφοι που έκλεισαν και οι χώροι πολιτισμού που χάνονται.
Να ‘ταν μόνο το Ιντεάλ, να ‘ταν μόνο το Άστορ, που κινδυνεύουν όχι να κατεδαφιστούν αλλά να πάψουν να είναι κινηματογράφοι, να αλλάξει η χρήση τους, ώστε στο μέλλον να λειτουργήσουν σαν εξάρτημα του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Τα θύματα των ιδιωτικών επενδύσεων ή των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στον πολιτισμό είναι πολλά και τα περισσότερα από αυτά τα θύματα –που δεν είναι μόνο οι κινηματογραφικές αίθουσες– πήγαν άκλαυτα και σήμερα μένουν βουβά. Εκατοντάδες είναι οι κινηματογράφοι (ιστορικοί και μη) σε όλη την Ελλάδα που έβαλαν λουκέτο, που μετατράπηκαν σε σουπερμάρκετ ή πάρκινγκ. Κάτι σαν την αλήστου βόμβα νετρονίου: τα κτίρια μένουν ανέπαφα, αλλά οι άνθρωποι πεθαίνουν, όπως τώρα αργοπεθαίνει η ψυχή του κινηματογραφικού (και όχι μόνο) πολιτισμού.
Κάποτε οι καραγκιοζοπαίχτες, που τα καλοκαίρια ξεχύνονταν στα χωριά δίνοντας παραστάσεις, θρηνούσαν λέγοντας «μας ρημάξανε κινηματογράφοι διαβατικοί», εννοώντας τις υπαίθριες προβολές που γίνονταν υπό κυβερνητική αιγίδα σε όλη την επικράτεια, ακόμα κι εκεί όπου δεν είχε φτάσει το ηλεκτρικό ρεύμα. Εδώ και χρόνια τα σινεμά ρημάζουν, όπως ρημάζουν και τα παραδοσιακά βιβλιοπωλεία.
«Είμαι σίγουρος ότι η κ. Μενδώνη έχει πολιτιστικό πατριωτισμό και θα σώσει τις αίθουσες». Αυτό το μήνυμα έστειλε ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς στην πρόσφατη συνέντευξη Τύπου που δόθηκε για τη σωτηρία των δύο αιθουσών. Όμως αυτό που έχουμε γνωρίσει τα τελευταία χρόνια από τα υπουργεία Πολιτισμού ή και Ανάπτυξης είναι ο πολιτιστικός ραγιαδισμός και νεοπλουτισμός (βλ. υπόθεση Συλλογής Στερν ή τσιμέντωμα πέριξ του Παρθενώνα). Εύγλωττο δείγμα «πολιτιστικού πατριωτισμού» είναι και το υπό ανέγερση τερατούργημα στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού, με το καζίνο και τον ουρανοξύστη που θα ξεπερνά σε ύψος την Ακρόπολη.
Δολοφόνοι της μνήμης, της ιστορίας και του πολιτισμού αφήνουν την κατοικία του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη να ρημάζει
Δύο εικόνες, σε απόσταση αναπνοής η μία από την άλλη, συμβολίζουν το πολιτιστικό ήθος, τον πολιτιστικό πατριωτισμό των κυβερνήσεων και των δημοτικών αρχών των τελευταίων δεκαετιών: η πρώτη είναι η ερειπωμένη κατοικία του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στα Εξάρχεια. Νυχτερίδες κι αράχνες, μπάζα και αγριόχορτα. Ένα πανέμορφο κτίριο που το βλέπεις και απορείς πώς δεν έχει γκρεμιστεί ακόμα, πώς δεν έχει αυτοκατεδαφιστεί, δεν έχει καταρρεύσει: τρύπια στέγη, σκουριασμένες σκαλωσιές, ξηλωμένα παντζούρια, κουρελιασμένες λινάτσες στην πρόσοψη, έτσι που το ρημάδι αυτό θυμίζει το συγκλονιστικό διήγημα του Μητσάκη Θεάματα του Ψυρρή, όπου ένας βαριά τραυματισμένος σκύλος τρέχει αλαλιασμένος στην αγορά της Αθήνας, με τα έντερά του να ξεχύνονται έξω και το πλήθος αλαλάζον να ακολουθεί το ταλαίπωρο ζώο, προτρέποντάς το «ψόφησε ρε, ψόφησε».
Σε απόσταση αναπνοής από το σπίτι του ποιητή, διμοιρίες των ΜΑΤ, πάνοπλοι αστυνομικοί εδώ και μήνες φρουρούν τις λαμαρίνες που έχουν στηθεί στην πλατεία Εξαρχείων, εκεί όπου θα δημιουργηθεί ο σταθμός του μετρό, και δεν αφήνουν ούτε γάτα ούτε πουλί πετούμενο να περάσει από το σιδερόφραχτο τείχος. Δολοφόνοι της μνήμης, δολοφόνοι της Ιστορίας, δολοφόνοι του πολιτισμού είναι αυτοί που άφησαν και αφήνουν το σπίτι του Λαπαθιώτη να βογκά στους τέσσερις ανέμους. Το ίδιο κι εκείνοι που γκρέμισαν το θρυλικό εργοστάσιο της Columbia στον Περισσό, από το οποίο έχει απομείνει μόνο η μνημειακή πύλη του, χωρίς τα μεταλλικά στοιχεία που κάποτε την στόλιζαν (τις νότες και τα γράμματα).
Η κυβέρνηση έχει φροντίσει να καλλιεργήσει τον πολιτιστικό παχυδερμισμό ακόμα και στις πιο τρυφερές ηλικίες, αφού το 2020 συρρίκνωσε ή κατάργησε από το ωρολόγιο πρόγραμμα των δημόσιων σχολείων όλα τα μαθήματα καλλιτεχνικής παιδείας: εικαστικά, θέατρο, μουσική. Τι να τους κάνουμε τους δασκάλους των τεχνών (θεατρολόγους, μουσικούς, εικαστικούς), όταν υπάρχει το Διαδίκτυο; Όποιο παιδί θέλει μπορεί να μπει στο Λούβρο μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Όμως μέσα από εκείνα τα μαθήματα κάποιες, έστω λίγες, εφηβικές και παιδικές καρδιές σκιρτούσαν, κάποια ταλέντα έρχονταν στο φως. Τον μιθριδατισμό της άγνοιας, του «τι με νοιάζει εμένα;», έσπειρε αυτή η απόφαση που οι σκοτεινές επιπτώσεις της παραμένουν ανυπολόγιστες. Τη χαριστική βολή ήρθε να δώσει το περιβόητο ΠΔ 85 που υποβιβάζει τους ειδικευμένους καλλιτέχνες εκπαιδευτικούς σε ρόλο (και μισθό) ασπούδαχτου καντηλανάφτη.
Ναι, για όλα αυτά τα κατά συρροήν εγκλήματα υψώθηκαν και υψώνονται φωνές διαμαρτυρίας. Όμως, στην προεκλογική ατζέντα της όποιας Αριστεράς θα μπορούσε να χωρέσει μια τόση δα παράγραφος, μια δέσμευση για τη σωτηρία όχι μόνο των «ιστορικών» κινηματογράφων αλλά και της ιστορικής κατοικίας ενός σημαντικού ποιητή, που πέθανε στα χρόνια της Κατοχής πάμπτωχος και ταλαιπωρημένος, περίπου όπως ο σκύλος του Ψυρρή. Και το κτίριο να γίνει «Σπίτι της Ποίησης», μουσείο και χώρος ποιημάτων και τραγουδιών, αν και η ποίηση είναι ανέστια, δεν κατέχει τίτλους ιδιοκτησίας. Ακόμα ρε, δεν ψόφησε (το σκυλί); Ακόμα ρε, δεν γκρεμίστηκε το ρημάδι;
Εδώ το διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη, από το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου “Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία”. Αξίζει να ξεπεράσουμε το πρώτο σοκ της καθαρεύουσας και να το διαβάσουμε.