Παναγιώτης Μαυροειδής
Αφιέρωμα ένας χρόνος πολέμου στην Ουκρανία
Σήμερα, στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, ο ανταγωνισμός απογειώνεται. Στο πλαίσιο αυτό, εξελίσσονται και τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων πολέμων του κεφαλαίου
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε με επίθεση της Αυστροουγγαρικής αυτοκρατορίας στη Σερβία. Αν υπήρχε ένας ορισμός του δίκαιου εθνικού πολέμου, αυτός ταίριαζε στην περίπτωση της Σερβίας. Ο Λένιν, ωστόσο, σημείωνε: «Η μαρξιστική διαλεκτική […] αποκλείει κάθε μεμονωμένη εξέταση ενός θέματος […]. Το εθνικό στοιχείο στον Σερβοαυστριακό πόλεμο δεν έχει και δεν μπορεί να έχει καμία σοβαρή σημασία στον γενικό ευρωπαϊκό πόλεμο […]. Για τη Σερβία, δηλαδή, ίσως για το ένα τοις εκατό περίπου των συμμετεχόντων στον παρόντα πόλεμο, ο πόλεμος είναι μια “συνέχεια της πολιτικής” του αστικοαπελευθερωτικού κινήματος. Για το υπόλοιπο ενενήντα εννέα τοις εκατό, ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής του ιμπεριαλισμού, δηλαδή της αστικής τάξης, που είναι ικανή μόνο να βιάσει έθνη, όχι να τα απελευθερώσει».
Οι Σέρβοι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες καταψήφισαν τις πολεμικές πιστώσεις στο κοινοβούλιο της χώρας. Ο σοσιαλιστής Ντούσαν Πόποβιτς, απαντώντας στο ερώτημα «μα γιατί καταψηφίζετε την πολεμική προετοιμασία για ένα δίκαιο για τη χώρα πόλεμο;», απάντησε: «Σωστό είναι αυτό, όμως ο πόλεμος δεν γίνεται γι’ αυτό». Επεξήγησε αργότερα: «[…] για εμάς, το αποφασιστικό γεγονός είναι ότι ο πόλεμος μεταξύ Σερβίας και Αυστρίας ήταν μόνο ένα μικρό μέρος ενός συνόλου, απλώς ο πρόλογος του παγκόσμιου, ευρωπαϊκού πολέμου, και αυτός ο τελευταίος –ήμασταν βαθιά πεπεισμένοι γι’ αυτό– είχε ξεκάθαρα ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα».
Ο γενικός χαρακτήρας του πολέμου που κλιμάκωσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν σχετίζεται με την «προστασία των Ρωσόφωνων στο Ντονμπάς», παρότι είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός η δράση των ναζιστικών ταγμάτων εκεί. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να γίνει αυτό από μεριάς μιας στρατιωτικής μηχανής που ισοπεδώνει εκτός από στρατιωτικούς στόχους και ολόκληρες πόλεις και πολιτικές υποδομές, με παράλληλη δράση εθνικιστικών οργανώσεων με βαρύνοντα ρόλο, με όνομα «Λύκοι του Τσάρου».
Ούτε για τον Ζελένσκι και το ΝΑΤΟ ο πόλεμος συνιστά «προστασία της εθνικής ανεξαρτησίας της Ουκρανίας», παρά το γεγονός ότι η πολιτική εδαφικής κατάκτησης και προσάρτησης από μεριάς της Ρωσίας παραπέμπει σε κλασική ιμπεριαλιστική αρπαγή. Από τη στιγμή που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο έδαφός της Ουκρανίας δοκιμάζονται τα όπλα όλων των χωρών του ΝΑΤΟ και δεκάδων άλλων κρατών υποτακτικών των ΗΠΑ, λύνουν και δένουν οι μυστικές υπηρεσίες τους, αξιωματικοί και κομάντος, ενώ η ίδια η ουκρανική γη είχε ήδη πωληθεί στη Μοσάντο και άλλες πολυεθνικές, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για «δίκαιο πόλεμο για ελευθερία και ανεξαρτησία».
Οι ΗΠΑ, έως τώρα στην ηγεσία του καπιταλιστικού κόσμου, διατηρούν στρατιωτική υπεροπλία, ελέγχουν τις χρηματοπιστωτικές ροές, όμως έχουν χάσει την πρότερη δυναμική τους στην οικονομία και βρίσκονται μπροστά σε ορατό κίνδυνο να χάσουν την παγκόσμια ηγεμονία από την Κίνα. H τελευταία διαθέτει μια τεράστια μηχανή παραγωγής, κατέχει το μεγαλύτερο μέρος των σπάνιων μετάλλων που είναι απαραίτητα για πλήθος εφαρμογών νέας τεχνολογίας, ενώ έχει και τα μεγάλα «ατού» του χαμηλού εργατικού κόστους και της ανυπαρξίας στοιχειωδών πολιτικών ελευθεριών του εργατικού δυναμικού της.
Η Ρωσία δεν βρίσκεται πλέον στην εποχή του Γιέλτσιν. Μια νέα «εθνική» αστική τάξη πατάει στα δικά της πόδια, ανεβαίνει στρατιωτικά και τεχνολογικά, αναβαθμίζει την ένταξή της στη διεθνή οικονομία, επαναπροσανατολίζει τις συμμαχίες της. Συνειδητοποιεί το ατού των ενεργειακών πόρων της σε μια εποχή που η παγκόσμια οικονομία διψάει για αυτούς, ενώ ποντάρει στην υπερ-ανάπτυξη πολεμικής τεχνολογίας (σε εξωφρενική αναντιστοιχία με την οικονομική της ανάπτυξη). Μπορεί να προμηθεύει πολλά ορυκτά σε παγκόσμια κλίμακα που είναι απαραίτητα για εφαρμογές που σχετίζονται με την αεροδιαστημική, την κατασκευή τσιπς, τα λέιζερ, την πυρηνική ενέργεια, τα ηλεκτρονικά και τα όπλα. Στο πλαίσιο αυτό, η Ουκρανία –χώρα με στρατηγική σημασία και σταυροδρόμι ενεργειακών δρόμων– «έπρεπε» να ενσωματωθεί στον «ρωσικό κόσμο» και όχι στην ΕΕ, που επίσης τη διεκδικούσε με κάθε τρόπο.
Μέσω της πολιτικής θεωρίας για «αντικατάσταση του μονοπολικού κόσμου από ένα νέο πολυπολικό (αδύνατη συνθήκη στον καπιταλισμό)», Κίνα και Ρωσία διεκδικούν την παγκόσμια ηγεμονία και κατ’ ελάχιστον την ανατροπή της αμερικανικής. Νέες καπιταλιστικές οικονομίες αναδύονται και διεκδικούν το δικό τους αυτοτελή ρόλο θέτοντας σε κρίση τους ως τώρα (ανισότιμους) δεσμούς που είχαν με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, με κλασικά παραδείγματα αυτά των BRICS, της Σαουδικής Αραβίας και της Ινδίας.
Η σημερινή τάση προς πολεμικές αναμετρήσεις σχετίζεται με την παγκόσμια υπερ- ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων και τη συνακόλουθη άνοδο του ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστικών κέντρων. Ο ιμπεριαλισμός, όπως τον περιέγραψε ο Λένιν, δεν αφορούσε αόριστα τη ληστεία (με πόλεμο ή όχι) μικρών χωρών από μεγάλες, αλλά ακριβώς ένα νέο στάδιο εξέλιξης του καπιταλισμού ως παγκόσμιο σύστημα και μια νέα ποιότητα του ενδο-καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, ο ανταγωνισμός απογειώνεται. Στο πλαίσιο αυτό, εξελίσσονται και τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων πολέμων του κεφαλαίου, με πιο ορατή πλέον διασύνδεση με τα «γυμνά» οικονομικά συμφέροντα. Ταυτόχρονα, η τεχνολογική πρόοδος σε καπιταλιστικές συνθήκες είναι αλληλένδετη με την εξέλιξη της πολεμικής τεχνολογίας και τελικά της τεχνολογίας θανάτων μεγάλης κλίμακας.
Η τάση για διαμόρφωση μπλοκ σε παγκόσμιο επίπεδο είναι σαφής, παρότι αυτά δεν έχουν ακόμη διαμορφωθεί οριστικά.
Η τάση για διαμόρφωση μπλοκ είναι σαφής, παρ’ ότι αυτά δεν έχουν διαμορφωθεί οριστικά. Από τη μια, το στρατόπεδο των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ, Αυστραλίας κ.α. και από την άλλη, ο άξονας Κίνας-Ρωσίας με την παράλληλη ικανότητα του τελευταίου να εξασφαλίζει στηρίγματα σε ετερόμορφες δυνάμεις (BRICS και άλλοι). Δεν πρόκειται φυσικά για κάποια αντίθεση μεταξύ της «Δύσης της ελευθερίας» και του «Ασιατικού δεσποτισμού». Πολλές σκοταδιστικές πετρομοναρχίες του Περσικού Κόλπου βρίσκονται στο πρώτο μπλοκ, ενώ η μεγαλύτερη αστική δημοκρατία του κόσμου (Ινδία), φλερτάρει με τη Ρωσία κατά το συμφέρον της.
Όταν συναντιούνται οι «τεκτονικές πλάκες» των νέων καπιταλιστικών πόλων, επέρχονται αναπόφευκτα «σεισμοί». Η Αριστερά «οφείλει» να αποδειχθεί ικανή να προτείνει επαναστατική απελευθερωτική διέξοδο, κινούμενη ξεκάθαρα αντικαπιταλιστικά, αντιπολεμικά και διεθνιστικά, αναζητώντας μια νέα προοπτική σοσιαλισμού/κομμουνισμού. Διαφορετικά, η ριζοσπαστικοποίηση της αστικής πολιτικής (με μία μόνο όψη της να είναι η ανερχόμενη ακροδεξιά σε όλο τον κόσμο), υπάρχει κίνδυνος να κερδίζει διαρκώς την πολιτική μάχη ενάντια στην εργατική τάξη και τους λαούς. «Κενά» στον πολιτικό χρόνο δεν υπάρχουν.