Μπάμπης Συριόπουλος
Η πάλη της εργατικής τάξης στην οικονομική σφαίρα και η ταξική της ανεξαρτησία από το κεφάλαιο δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς την πολιτική της ανεξαρτησία από την αστική πολιτική στο σύνολό της. Η σημερινή τάση προσκόλλησης σε σοσιαλδημοκρατικά σχέδια ούτε τη μαζικοποίηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς βοηθάει, ούτε την ικανοποίηση των άμεσων λαϊκών αναγκών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την κυβέρνηση Λούλα.
ΑΝΤΑΡΣΥΑ ενάντια στο κυρίαρχο ρεύμα της ήττας
Αυτό το Σαββατοκύριακο 21-22 Γενάρη διεξάγεται η 5η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η ίδια η ύπαρξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως η παρούσα μορφή του πολιτικού αντικαπιταλιστικού μετώπου, αλλά και η συζήτηση και αντιπαράθεση απόψεων και γραμμών στο εσωτερικό της δεν απαντούν μόνο σε ερωτήματα που τίθενται στη σημερινή συγκυρία στην Ελλάδα. Δεν αφορά δηλαδή μόνο την ανατροπή της επίθεσης της κυβέρνησης της ΝΔ και της αστικής πολιτικής συνολικά με στόχο να πάρουν τη ρεβάνς από το κίνημα ενάντια στα μνημόνια, αλλά και να συντρίψουν τον εργατικό και λαϊκό ριζοσπαστισμό της εξέγερσης του Πολυτεχνείου του 1973 και της μεταπολίτευσης. Ταυτόχρονα, αυτά τα ερωτήματα είναι υποσύνολο μιας γενικότερης παγκόσμιας συζήτησης για την κομμουνιστική πολιτική σήμερα· σε στρατηγικό επίπεδο με την ύπαρξη κομμουνιστικού προγράμματος και οργάνωσης και στο επίπεδο της επαναστατικής τακτικής με την ανεξάρτητη παρουσία και εμφάνιση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με το δικό της αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης.
Εναπομείναντα Κομμουνιστικά Κόμματα, οργανώσεις της πρώην και νυν εξωκοινοβουλευτικής, επαναστατικής αριστεράς, παρά τις διαφορετικές προελεύσεις από ιστορικά ρεύματα και διασπάσεις του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος, παρά τις διαφωνίες για το τι έπρεπε να γίνει τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, σε ένα πράγμα συμφωνούν στην πράξη κατά πλειοψηφία: στην αυτολογοκρισία τους, στην, με τον ένα ή άλλο τρόπο, ένταξή τους σε κάποια πτέρυγα της αστικής πολιτικής, στην υποστήριξη μιας κάποιου τύπου -νέου ή παλιού- σοσιαλδημοκρατίας. Η διακηρυγμένη ή όχι επιδίωξη μιας τέτοιας γραμμής είναι ο κοινοβουλευτικός δρόμος ή/και η στήριξη – συμμετοχή σε κυβερνητικά σχήματα αστικής διαχείρισης.
Αυταπάτες και απάτες μετώπων ενσωμάτωσης
Η αστική τάξη δεν είναι ένα άθροισμα ιδιωτών καπιταλιστών, που ανταγωνίζονται μεταξύ τους στην καθημερινή οικονομική πραγματικότητα. Αντίθετα συγκροτείται μέσα από τη σχέση της με την κρατική εξουσία, γίνεται άρχουσα τάξη μέσω του κράτους της, εμφανίζοντας τα ιδιοτελή ταξικά της συμφέροντα ως συμφέροντα της κοινωνίας γενικά. Κατ’ αναλογία και η εργατική τάξη, παρόλο που εξαρχής έρχεται αντιμέτωπη με το κεφάλαιο στο πεδίο της παραγωγής, μπορεί να υπερβεί τους επιμέρους οικονομικούς αγώνες καθώς και τον ανταγωνισμό και τον κατακερματισμό στο εσωτερικό της, μόνο σε σχέση με την κρατική εξουσία, με τις διεκδικήσεις της απέναντι στο αστικό κράτος και τελικά με την επαναστατική ανατροπή του. Υποχρεώνεται κι αυτή να περάσει από τις επιμέρους οικονομικές διεκδικήσεις στους γενικούς πολιτικούς στόχους, να ξεδιπλώσει το δικό της πρόγραμμα όχι μόνο για οικονομικές διεκδικήσεις για τον άμεσο ή έμμεσο μισθό (κοινωνική ασφάλιση, κοινωνικές παροχές κτλ.) αλλά και για τα κοινωνικά προβλήματα γενικότερα, την εξωτερική πολιτική, τον πόλεμο και την ειρήνη, τη δημοκρατία και την ελευθερία, τις αξίες, την ηθική και την πάλη ενάντια στη θρησκεία, για τον πολιτισμό και την επιστήμη. Εξάλλου «κάθε ταξική πάλη είναι πολιτική πάλη» (Κομμουνιστικό Μανιφέστο).
Η ταξική ανεξαρτησία του προλεταριάτου ξεκινά στην οικονομική πάλη. Ο Μαρξ έλεγε για τα συνδικάτα στο Μισθός, Τιμή, Κέρδος ότι «αποτυχαίνουν γενικά, όταν περιορίζονται σε κλεφτοπόλεμο ενάντια στα αποτελέσματα του τωρινού συστήματος […] αντί να χρησιμοποιούν τις οργανωμένες τους δυνάμεις σαν μοχλό για την τελική χειραφέτηση της εργατικής τάξης, δηλαδή, για την τελική κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας». Αν στην οικονομική σφαίρα η ανεξαρτησία της εργατικής τάξης εκφράζεται με αιτήματα που δεν διαπραγματεύονται απλά τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης αλλά αμφισβητούν και το διευθυντικό δικαίωμα και την αστική ιδιοκτησία, στην πολιτική σφαίρα η ταξική ανεξαρτησία εκφράζεται αναγκαστικά με σύγκρουση με το σύνολο της αστικής πολιτικής. Αυτό αφορά και τους πολιτικούς στόχους του ίδιου του εργατικού και λαϊκού κινήματος, τις μορφές μαζικής οργάνωσης και πάλης καθώς και την κομμουνιστική οργάνωση και το αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο.
Ιδίως σήμερα είναι φανερό ότι οι απεργίες, τα κινήματα, τα ξεσπάσματα, ακόμα και οι εξεγέρσεις όσο μαζικές και μαχητικές κι αν είναι, χωρίς τους συνολικούς πολιτικούς στόχους ενάντια στην ουσία της αστικής πολιτικής, στο τέλος οδηγούν σε αλλαγή φρουράς της αστικής εξουσίας στο ίδιο πλαίσιο της αντιλαϊκής διαχείρισης· υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα από το 2010 και μετά σ’ όλο τον κόσμο και στη χώρα μας. Αυτή η αλήθεια τείνει να ξεχαστεί από την αριστερά σήμερα, έχει θαφτεί κάτω από τόνους μικροπολιτικών υπολογισμών, κοινοβουλευτικών αυταπατών, κυβερνητισμού και υποταγής στην αστική ηγεμονία.
Δεν μπορείς να πολεμήσεις τον νεοφιλελευθερισμό αν διστάζεις να πολεμήσεις το σύγχρονο καπιταλισμό
Τα κόμματα και οι οργανώσεις που θέλουν να μιλάνε στο όνομα του κομμουνιστικού κινήματος διαλέγουν διάφορες ερμηνείες μετώπων του παρελθόντος, εξάλλου υπάρχει μεγάλη παράδοση αυτονόμησης της πολιτικής τακτικής και της πολιτικής συμμαχιών από την κομμουνιστική προοπτική, η οποία έμενε στα σκονισμένα κομματικά ντοκουμέντα και «μάξιμουμ» προγράμματα. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε γνωρίσει τα αντινεοφιλελεύθερα, αντιμνημονιακά, αντιδεξιά και -εσχάτως- τα αντιακροδεξιά μέτωπα. Όλα τους ξεκόβουν την κυρίαρχη πολιτική από τις ανάγκες κίνησης του κεφαλαίου στο σύνολό του εστιάζοντας σε μια συγκεκριμένη αστική πτέρυγα και όλα τους αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν τον κύριο εχθρό κατά του οποίου συγκεντρώνουν υποτίθεται όλα τα πυρά. Εμβληματικό παράδειγμα είναι το αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο που κυκλοφορεί εδώ και δεκαετίες σε πάμπολλες βερσιόν, όλες αποτυχημένες γιατί απλούστατα ο «νεοφιλελευθερισμός» ως πολιτική και ιδεολογία δεν εκπορεύεται αποκλειστικά από τους ομολογημένα νεοφιλελεύθερους αλλά είναι η πολιτική που αρμόζει στο σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό και υπηρετείται με διαφορετική ένταση και μεθόδους από όλα τα αστικά κόμματα εξουσίας. Δεν μπορείς να πολεμήσεις τον νεοφιλελευθερισμό αν διστάζεις να πολεμήσεις το σύγχρονο καπιταλισμό.
Μια συνήθης δικαιολόγηση για την προσκόλληση οργανώσεων με αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό σε ρεφορμιστικά, σοσιαλδημοκρατικά σχέδια παλαιάς και νέας κοπής καθώς και σε κυβερνητικά εγχειρήματα είναι η επικοινωνία με τις μάζες που ακολουθούν τα κόμματα αυτά. Το πρώτο ζήτημα σε μια τέτοια λογική «επικοινωνίας με ενδιάμεσους» είναι ότι δεν υπάρχουν πια μαζικά ρεφορμιστικά ή και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα με οργανικούς δεσμούς με την εργατική τάξη. Σήμερα πια έχουν ψηφοφόρους και όχι μέλη και η αντικαπιταλιστική αριστερά μπορεί να τους προσεγγίζει κατευθείαν εκεί που δουλεύουν και ζουν καθώς και στο μαζικό κίνημα.
Το άλλο επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι γρήγορα θα αποδειχθεί η αδυναμία εκπλήρωσης των επαγγελιών και των υποσχέσεων από τα κόμματα αυτά των εύκολων λύσεων, οπότε θα έρθει τότε η ώρα για την επαναστατική αριστερά να πει την αλήθεια που κρατούσε μυστική τόσο καιρό. Αρχικά πρέπει να ειπωθεί ότι μια χρόνια διαπαιδαγώγηση στη λογική των μεταρρυθμίσεων εντός του αστικού πλαισίου -και μάλιστα με τη συνενοχή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς- δεν αλλάζει από την μια μέρα στην άλλη.
Επίσης σήμερα δεν υπάρχουν πια τα ρεφορμιστικά κόμματα με σοσιαλιστικές επαγγελίες που θα μπορούσαν να διαψευστούν από την πρακτική τους. Στη σημερινή φάση μάλιστα της βάρβαρης αστικής επίθεσης δεν επαγγέλλονται ούτε μια φιλολαϊκή κεϊνσιανή διαχείριση. Αν δοκιμάσει κανείς να πιάσει αυτούς τους κυρίους από το γιακά και να τους εγκαλέσει για τη μη εκπλήρωση των υποσχέσεών τους θα ανακαλύψει ότι δεν έχουν γιακά, δεν πιάνονται από πουθενά γιατί δεν υπόσχονται τίποτα.
Ας πάρουμε την περίπτωση του Λούλα ντα Σίλβα στη Βραζιλία, τον οποίο συνεχάρη για την εκλογή του εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ και η ΛΑΕ. Γινόταν συζήτηση στη νέα κυβέρνηση για την αύξηση του βασικού μισθού από 1.302 σε 1.320 ρεάλ, δηλαδή από 236 σε 239 ευρώ. Τελικά την Τετάρτη 18/1 ο Λούλα υπόγραψε διάταγμα για τη δημιουργία ομάδας εργασίας που θα διατυπώσει πρόταση για τη μόνιμη ανατίμηση του κατώτατου μισθού ανάλογα με την ανάπτυξη της οικονομίας. Ο υπουργός Εργασίας Λουίζ Μαρίνιο μάλιστα δήλωσε ότι ο βασικός μισθός θα παραμείνει στα 1.302 ρεάλ τουλάχιστον μέχρι τον Μάιο, εκεί που καθορίστηκε τον Δεκέμβριο από τον πρώην πρόεδρο Ζαΐρ Μπολσονάρο. Μήπως θα άρουν την υποστήριξή τους τώρα οι αριστερές οργανώσεις της Βραζιλίας που τον στήριξαν εκλογικά ή μήπως θα απολογηθούν τώρα οι ανά τον κόσμο υποστηρικτές του; Μπορούμε να προβλέψουμε ότι τίποτα τέτοιο δεν θα γίνει. Εξάλλου ο Λούλα δεν υποσχέθηκε τίποτα άλλο εκτός από το ότι θα είναι καλύτερος από τον Μπολσονάρο, τα εκατομμύρια εργαζομένων και φτωχών στη Βραζιλία μπορούν να ικανοποιηθούν σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο, καθώς ο Λούλα είναι πρώην μεταλλεργάτης.
Ποιός και πως υλοποιεί το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα
Δρόμος ανατροπής και όχι κυβερνητικής διαχείρισης
Το άμεσο πολιτικό πρόγραμμα της επαναστατικής αριστεράς -το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης- δεν είναι ένα άθροισμα αιτημάτων του μαζικού κινήματος μαζί με κάποιους πολιτικούς στόχους, έχει ενιαίο χαρακτήρα και παραπέμπει στο υποκείμενο, στα μέσα και στους δρόμους υλοποίησής του. Εντάσσεται σε ένα πλαίσιο σύγκρουσης με τον δολοφονικό καπιταλισμό της εποχής μας, «για την ανατροπή της πολιτικής και της κυβέρνησης της ΝΔ και της επίθεσης κεφαλαίου-ΕΕ-ΝΑΤΟ, καθώς και της συναίνεσης ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ, με τη δύναμη του ανατρεπτικού πολιτικοποιημένου εργατικού και λαϊκού κινήματος και μιας ισχυρής αντικαπιταλιστικής – επαναστατικής Αριστεράς» (Θέσεις για την 5η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ).
Συνδέει τις διεκδικήσεις για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών σήμερα με τον επαναστατικό δρόμο, διαπαιδαγωγεί στη σύγκρουση με τους πυλώνες της αστικής πολιτικής, τη μεγάλη καπιταλιστική ιδιοκτησία, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, την εμπλοκή της Ελλάδας σε αστικούς και ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Ως εκ τούτου «αυτό το πρόγραμμα δεν μπορεί να υλοποιηθεί από “αριστερές” ή “προοδευτικές” κυβερνήσεις διαχείρισης του καπιταλισμού, χωρίς ρήξη με το αστικό κράτος και τους ιμπεριαλιστικούς θεσμούς» (Θέσεις).
Με ένα τέτοιο πρόγραμμα πάλης μπορούν να υπάρξουν και άμεσες κατακτήσεις και νίκες χάρη στον πολιτικό εκβιασμό ενός απειλητικού για την αστική εξουσία εργατικού κινήματος, ωστόσο «το πρόγραμμα αυτό μπορεί να υλοποιηθεί στην πληρότητά του μέσα από τη ρήξη με το κράτος και τους ιμπεριαλιστικούς θεσμούς, μέσα από επανάσταση που οδηγεί στην εργατική εξουσία» (Θέσεις).
Απέναντι στα «ρεαλιστικά» προγράμματα της κυβερνώσας αριστεράς που είναι ουτοπικά ακριβώς γιατί προσπαθούν να χωρέσουν τις λαϊκές ανάγκες στο καπιταλιστικό πλαίσιο, απέναντι στην «εφικτή» ανακούφιση που δεν χωράει ούτε αύξηση έξι ευρώ στο βασικό μισθό, η αντικαπιταλιστική αριστερά προβάλλει τον ρεαλισμό της ανατροπής.
Ο αναγκαίος διχασμός για μια νικηφόρα ενότητα
Δεν υπάρχει καμία ενότητα χωρίς μια αντίστοιχη διάσπαση. Η ενότητα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς πάνω στο αντίστοιχο πρόγραμμα πάλης βάζει διλήμματα, διχάζει. Επιδιώκει να συσπειρώσει το κομμάτι εκείνο των εργαζομένων, αγωνιστές και αγωνίστριες που μετά από την πείρα της προηγούμενης δεκαετίας δεν αρκούνται σε εύκολες απαντήσεις, δεν πείθονται από τις κυβερνητικές λύσεις και αναζητούν σε κατεύθυνση ρήξεων με το αστικό πλαίσιο. Ποντάρει στο κομμάτι εκείνο της νεολαίας που δεν φέρει το βάρος της ήττας του κινήματος του 2010-’15, στους φοιτητές που δίνουν τη μάχη στα πανεπιστήμια και στους νέους εργαζόμενους που δίνουν δύσκολες μάχες στους χώρους εργασίας χωρίς να περιμένουν λύσεις από επίδοξους σωτήρες.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει να βαθύνει τη συζήτηση με αυτό το ελπιδοφόρο κομμάτι εργαζόμενων και νεολαίας όχι μόνο για την απόρριψη της λύσης ΣΥΡΙΖΑ στην παλιότερη εκδοχή της «πρώτη φορά αριστεράς» και στη σημερινή της προοδευτικής κυβέρνησης, αλλά για την απόρριψη της λογικής που οδήγησε στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η λογική που αναπαράγει ήττες είναι ακριβώς η γραμμή της ενότητας στο μίνιμουμ, η άρνηση συζήτησης των ουσιαστικών ζητημάτων καθώς αυτά «διχάζουν», η πολιτική με βάση τη στιγμή και το «κόλπο» και όχι με την οικοδόμηση πρωτοποριών σε όλα τα επίπεδα, η αυτονόμηση της τακτικής από τη στρατηγική και ο εξοβελισμός της τελευταίας στη σφαίρα της «ιδεολογίας».
Η αντικαπιταλιστική αριστερά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί παρά να αξιοποιήσει την πείρα της προηγούμενης δεκαετίας ώστε οι αναμετρήσεις που έρχονται να φέρουν νίκες για την εργαζόμενη πλειονότητα.