Σχετική επιβεβαίωση των δημοσκοπήσεων υπήρξε στη Βραζιλία. Ο προοδευτικός Λούλα εξελέγη Πρόεδρος με 50.9 % και 60 εκ. Ψήφους, αφήνοντας πίσω τον ακροδεξιό Μπολσονάρου με 49,1% και 58 εκ. Ψήφους.
Παρότι η ήττα του Μπολσονάρου δεν είναι άνευ σημασίας, καθώς είναι ο πρώτος Πρόεδρος της χώρας που δεν κατάφερε να επανεκλεγεί τα τελευταία 30 χρόνια, τόσο το ποσοστό όσο περισσότερο ο αριθμός των ψήφων που έλαβε (αύξηση κατά 1 εκ. από το β’ γύρο των προηγούμενων εκλογών), καταδεικνύουν πως οι ακροδεξιές και σκληρά νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ακολούθησε έχουν – δυστυχώς – βαθιές ρίζες στον βραζιλιάνικο λαό. Ειδικά, αν αναλογιστούμε τις ακραίες θέσεις του σε κοινωνικά ζητήματα, τον οχετό ρατσιστικών, σεξιστικών και ομοφοβικών σχολίων του καθ΄ όλη τη διάρκεια της θητείας του, την επιθετική προσέγγιση – α λα Τραμπ – στην πανδημία που κατέληξε σε (καταγεγραμμένα) 687.000 θύματα και, τέλος, το γεγονός πως στελέχη του κόμματος του έβγαλαν όπλα και απειλούσαν οπαδούς αντίπαλων κομμάτων ανήμερα των εκλογών(!), τότε το αποτέλεσμα του Μπολσονάρου προβληματίζει ακόμα περισσότερο.
Από την άλλη, ο μετριοπαθής Λούλα, πρώην ηγέτης των απεργιών κατά της στρατιωτικής κυβέρνησης της Βραζιλίας και ιδρυτής του Κόμματος των Εργατών, κατάφερε να επανέλθει στην εξουσία μετά το κοινοβουλευτικό «πραξικόπημα» του ’16 και τη φυλάκισή του μέχρι το ‘19 για υποθέσεις διαφθοράς που στήθηκαν από τη Δεξιά. Όπως καθ΄ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας του, έτσι και τώρα, σχηματοποίησε τις εκλογές σαν μια μάχη ενάντια στο «νεοφασισμό του Μπολσονάρου» και επικεντρώθηκε σε συνθήματα υπεράσπισης της δημοκρατίας και του συντάγματος, υποβαθμίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη χάραξης φιλο-εργατικής πολιτικής και αναδιανομής του πλούτου. Τέλος, έδωσε τα διαπιστευτήριά του στις μεγάλες πολυεθνικές που λιμνάζουν την χώρα και καταστρέφουν τον Αμαζόνιο, όπως φυσικά και στις ΗΠΑ.
Η νίκη πάντως, ενός ακόμα λατινοαμερικάνου υποψηφίου της αριστεράς, επισφραγίζει την επάνοδο της σοσιαλδημοκρατίας στην Ήπειρο και την αποτυχία της Δεξιάς να ξεπεράσει την οικονομική και εξαγωγική κρίση, θυμίζοντας το «ροζ κύμα» στις αρχές του 2000. Φυσικά, το «κύμα» – δυστυχώς – αναμένεται ακόμα πιο νωχελικό από το προηγούμενο.