Οι εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη αποτύπωσαν μια ορισμένη αναστροφή του βέλους της λαϊκής συνείδησης, που από τις περιφερειακές εκλογές του 2010 κινούνταν σε αριστερή αντιμνημονιακή κατεύθυνση. Εμφανίζεται ο κίνδυνος μαζικής πολιτικής και αξιακής μετάλλαξης αγωνιστών, δημιουργίας ενός νέου είδους μετα-πασοκικού υποταγμένου ανθρώπου. Ωστόσο, η υποχώρηση και ήττα είναι πολιτική – τακτική, όχι κοινωνική – στρατηγική.
του Κώστα Μάρκου
Βουλή και κυβέρνηση με κορμό τον Σόιμπλε
Είναι αυτονόητο ότι κανείς σοβαρός αριστερός και κομμουνιστής δεν δικαιούται να πανηγυρίζει για τα εκλογικά αποτελέσματα. Τον ελληνικό λαό τον περιμένει ένας βαρύς μνημονιακός χειμώνας.
Η βουλή και η κυβέρνηση που σχηματίσθηκε είναι μια κυβέρνηση με κορμό τον Σόιμπλε.
Πολλά επηρέασαν το εκλογικό αποτέλεσμα. Καθορίστηκε, όμως, από την επικράτηση του πολιτικού πραξικοπήματος εναντίον του «Οχι», αλλά και από τα όρια ακόμη και τις εσωτερικές αντιθέσεις του «στρατοπέδου του Όχι».
Η μαχόμενη Αριστερά προσπάθησε. Ωστόσο, στην πλειοψηφία της, είτε κοιμήθηκε στην αγκαλιά του «Όχι» είτε πίστεψε ότι με το απολυτίκιο του «επιβεβαιωθήκαμεν» στις εκτιμήσεις για τον ΣΥΡΙΖΑ, θα μοιράσει ησύχως τα ιμάτιά του.
Τμήματά της δεν κατανόησαν έγκαιρα τη σημασία του μεγέθους και επίδρασης, εδώ και χρόνια, της δεξιάς, διαχειριστικής ευρωκομμουνιστικής στρατηγικής στον ΣΥΡΙΖΑ, άρα και του διαχωρισμού από αυτήν. Άλλα, δεν έδωσαν την αναγκαία σημασία και περιεχόμενο στην ενωτική τακτική απέναντι στην αριστερή μεταρρυθμιστική του πτέρυγα, με προϋπόθεση την αυτοτέλεια της επαναστατικής Αριστεράς. Γενικά, δεν κατανόησαν την απότομη αντιδραστική στροφή και τις διαλυτικές επιπτώσεις που θα είχε μια νίκη του πραξικοπήματος στο ηθικό του λαού, χωρίς ισχυρή αντίδραση. Συνέχισαν εν πολλοίς με τα ίδια τακτικά συνθήματα όπως προηγουμένως. Με λίγες εξαιρέσεις (επιτροπές του «Όχι μέχρι τέλους»), προσανατολίσθηκαν κατά κύριο λόγο σε πολιτικές ή κοινοβουλευτικές κινήσεις χωρίς να καλέσουν το λαό σε ένα νέο «1-1-4». Προετοιμάζονταν για την επικράτηση του ενός έναντι του άλλου και όχι για την αναγκαία, σε τέτοιες έκτακτες συνθήκες, μετωπική αντιμετώπιση του κύριου αντίπαλου με αποσαφήνιση και ριζοσπαστικοποίηση του κοινού προγράμματος πάλης.
Από εκεί και πέρα, μέσα στα εργαζόμενα στρώματα, κέρδισε φυσιολογικά η λογική του «μη χείρον βέλτιστον», ενός μνημονίου με κοινωνική ευαισθησία.
Δεν είναι, όμως, παντοδύναμοι. Ο νέος μνημονιακός συνασπισμός κυβέρνησης και αντιπολίτευσης θα διασχισθεί από βαθιές αντιθέσεις. Η καπιταλιστική κρίση είναι εδώ. Η εφαρμογή των φρικαλεοτήτων θα ξεσκίσει το προσωπείο της κοινωνικής ευαισθησίας. Θα αποκαλύψει το αποκρουστικό πρόσωπο του μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ. Θα τον φέρει αντιμέτωπο με τα λαϊκά στρώματα που τον ψήφισαν.
Δυσκολότερα μεν, αλλά νέοι αγώνες θα ξεσπάσουν. Η άνοιξη θα έρθει, όχι όμως μόνη της, θέλει δουλειά πολύ. Χρειάζεται μαχόμενη και όχι πανικόβλητη αυτοκριτική και, κυρίως όχι διχαστικές αυτοδικαιώσεις ή μεταθέσεις ευθυνών. Χρειάζεται να τεθεί ξανά μια νέα κομμουνιστική στρατηγική στο τιμόνι και μια νέα μετωπική τακτική, αναχαίτισης της ρεβανσιστικής αντεπίθεσης του αντίπαλου, με ανατρεπτική αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Παρά την ηγεμονία ΣΥΡΙΖΑ και μνημονιακών δυνάμεων, η αριστερή αμφισβήτησή τους δεν είναι αμελητέα
Κριτήριο των εκλογικών αποτελεσμάτων για τα κόμματα της κομμουνιστικής επαγγελίας και της επανάστασης δεν μπορεί να είναι γενικά «οι ψήφοι». Πολύ περισσότερο το κριτήριο δεν μπορεί να είναι ανιστόρητο, πέρα και έξω από την κοινωνική πάλη.
Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, μετά το ξέσπασμα της κρίσης, εμφανίζεται με τη μορφή της πλημμυρίδας και της άμπωτης, δυναμώνει και «αποσύρεται» για να επανέλθει ξανά με άλλη μορφή και ένταση. Στην περίοδο 2010 – ‘12 κορυφώθηκε. Μετά τις εκλογές του Ιούνη 2012, υπό την ηγεμονία του τότε ΣΥΡΙΖΑ, υποχωρεί για να εμφανιστεί ξανά, αδύναμο αλλά με μια εσωτερική δυναμική που εμφανίζεται με τις κινητοποιήσεις ενάντια στο «μαύρο» της ΕΡΤ, την κίνηση προς απεργία διαρκείας της ΟΛΜΕ, τις μαζικές αντιφασιστικές δημοκρατικές αντιδράσεις για τη δολοφονία του Π. Φύσσα και «κορυφώνεται» με το μεγάλο συλλαλητήριο και το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου.
Οι εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη αποτύπωσαν μια ορισμένη και προς μελέτη αναστροφή του βέλους της λαϊκής συνείδησης, που από τις περιφερειακές εκλογές του 2010 κινούνταν σε αριστερή αντιμνημονιακή κατεύθυνση, με στοιχεία βαθύτερης ριζοσπαστικής αμφισβήτησης. Αυτή η αναστροφή, στα μάτια ευρύτερων μαζών, συσκοτίστηκε και συσκοτίζεται ακόμη, από το αριστερό προσωπείο του ΣΥΡΙΖΑ που συγκάλυψε την απότομη ολοκλήρωση της αντιδραστικής μνημονιακής του μετάλλαξης.
Η άμεση αιτία για αυτήν, πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός, ότι το βράδι της 5ης Ιουλίου, μαζί με τη νίκη του «Όχι», εκδηλώθηκε ένας προετοιμαζόμενος από καιρό βιασμός της αντιφατικής λαϊκής αντιμνημονιακής θέλησης: το πολιτικό, μιντιακό και αντισυνταγματικό πραξικόπημα εναντίον της. Όπως οι περισσότεροι βιασμοί, διαπράχθηκε και αυτός από πρόσωπο του οικείου περιβάλλοντος. Από εκεί και πέρα, στο βαθμό που δεν εκδηλώθηκε μαχητική αντίσταση, εμφανίσθηκε στη μαζική κοινωνική ψυχολογία, το σύνδρομο της Στοκχόλμης: το θύμα, σε έναν βαθμό, ταυτίζεται με τον θύτη.
Είναι ζήτημα βαθιάς συλλογικής εργασίας η επεξεργασία των αιτιών και της πορείας που οδήγησε σε αυτό το αποτέλεσμα, αλλά και η πολλαπλή δυναμική του. Ωστόσο, η προαναφερόμενη αντιστροφή του βέλους της λαϊκής συνείδησης αποτυπώνεται σε βασικές πλευρές της εκλογικής συμπεριφοράς. Η οκτακομματική βουλή που αναδείχθηκε, κυριαρχείται από 267 βουλευτές και έξι μνημονιακά κόμματα της μιας ή της άλλης εκδοχής, μαζί με ένα νεοναζιστικό, δήθεν αντιμνημονιακό κόμμα των 18 εδρών. Η Αριστερά περιορίστηκε στις 15 έδρες του ΚΚΕ. Η Ένωση Κεντρώων, είναι μιντιακό κυρίως κατασκεύασμα και δεξιό, νεοφιλελεύθερο, κατοπτρικό είδωλο του κεντροαριστερού Ποταμιού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπέρασε την αριστερή διάσπασή του και ηγεμονεύει στο νέο πολιτικό σκηνικό με 35,46% και μικρή ποσοστιαία πτώση 0,9% σε σχέση με τις εκλογές του Ιανουαρίου. Κυριαρχεί στα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα, όπως δείχνουν ανάγλυφα τα αποτελέσματα στις λαϊκές συνοικίες της Β’ Αθήνας και Β’ Πειραιά: Αγ. Βαρβάρα 43,84%, Αιγάλεω 42,59%, Περιστέρι 42,22%, Κερατσίνι – Δραπετσώνα 42,95%, Νίκαια 41,95%. Αντίθετα, στους αστικούς δήμους, τα ποσοστά του είναι αντιστρόφως χαμηλά: Φιλοθέη – Ψυχικό 17,19%, Παπάγου 17,63%. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, προηγείται κατά πολύ στους νέους και στις γυναίκες, ενώ στα μεσοστρώματα (π.χ. αγρότες) κινείται στο ίδιο επίπεδο με τη ΝΔ.
Ωστόσο, πίσω από τα ποσοστά, ο αριθμός ψήφων δείχνει σοβαρή αιμορραγία λόγω της δεξιάς μνημονιακής του στροφής. Σε πανελλαδικό επίπεδο, από 2.245.978 ψήφους τον Ιανουάριο, πέφτει κατά 320.000 στους 1.925.904, δηλαδή χάνει το 14,25% της δύναμής του. Πρόκειται για σοβαρή και από τα αριστερά αμφισβήτησή του, η οποία έχει δυναμικότερο χαρακτήρα από την πρόσκαιρη εκλογική κυριαρχία του.
Παρά την επιτυχία της εισόδου στη Βουλή, οι συγκυβερνώντες ΑΝΕΛ είχαν μεγάλη πτώση από 4,75% στο 3,69% και από 293.683 ψήφους στους 200.423. Με 93.000 λιγότερους ψήφους, οι ΑΝΕΛ χάνουν το 31,7% της εκλογικής τους δύναμης. Ο μικρός δεξιός κυβερνητικός σύμμαχος της συγκυβέρνησης πλήττεται πολύ περισσότερο από τη μνημονιακή μετάλλαξη της συγκυβέρνησης, χάρη και στην πίεση του εκλογικού νόμου που δίνει το μπόνους των 50 εδρών στο μεγαλύτερο πρώτο κόμμα.
Παρόλα αυτά, οι ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ συγκυβερνούν μόνο με το 21,6% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων.
Η Νέα Δημοκρατία αύξησε οριακά τα ποσοστά της από 27,81% στο 28,10%, αλλά το σχεδόν 7% κάτω από τον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί καθαρή ήττα για αυτήν, την τέταρτη μετά τις ευρωκελογές του 2014. Σε ψήφους χάνει 192.000, το 11,2% της δύναμης της (λιγότερο, δηλαδή, από τον ΣΥΡΙΖΑ). Η ψήφος της είναι αντιστρόφως ταξική από αυτή του αντιπάλου της. Χαμηλά στις εργατογειτονιές, ψηλά στις αστικές: Αγ. Βαρβάρα 17,11%, Κερατσίνι 17,80%, αντίθετα, Φιλοθέη – Ψυχικό 54,09%, Παπάγου 48,19%.
Φαινομενικά και συμβολικά, η «Δημοκρατική Συμπαράταξη» του ΠΑΣΟΚ με τη ΔΗΜΑΡ εμφάνισε τη μεγαλύτερη επιτυχία. Με 6,28% και 17 βουλευτές είναι η τέταρτη κοινοβουλευτική ομάδα. Την αύξηση αυτή έφερε όχι η (αμελητέας επιρροής) ΔΗΜΑΡ αλλά η μη κάθοδος του ΚΙΔΗΣΟ του Γ. Παπανδρέου. Παρόλα αυτά, τα ποσοστά και οι ψήφοι της Δ.Σ. είναι κάτω από το άθροισμα ΠΑΣΟΚ και ΚΙΔΗΣΟ: Το ποσοστιαίο άθροισμά τους ήταν τον Ιανουάριο ήταν 7,15% και οι ψήφοι τους 442.026. Από αυτούς η Δ.Σ. καρπώθηκε 341.390, δηλαδή, 100.000 λιγότερους.
Μεγάλη πτώση είχε το Ποτάμι: από 6,06% πέφτει στο 4,09% και από 373.924 ψήφους στους 222.166. Με 151.000 λιγότερους ψήφους χάνει το 40,4% της δύναμής του.
Η Ένωση Κεντρώων του Β. Λεβέντη κατάφερε να μπει στη Βουλή διπλασιάζοντας τα ποσοστά της από 1,79% στο 3,43%, αλλά όχι και τις ψήφους της, όπου από 110.923 ανεβαίνει κατά 76.000 περίπου, στους 186.457 ψήφους.
Η Χρυσή Αυγή δείχνει ανησυχητική αντοχή, κατάφερε να συγκρατηθεί σε ψήφους χάνοντας μόλις 8.000 περίπου (379.581 από 388.387 τον Ιανουάριο), εμφανίζοντας όμως άνοδο από 6,28% στο 6,99%. Σημαντική διαπίστωση είναι ότι στις λαϊκές συνοικίες εμφανίζει κάποια κάμψη σε ψήφους (8.400 λιγότερους στη Β’ Αθήνας και 1.300 στη Β’ Πειραιώς), η οποία όμως αντισταθμίζεται με το παραπάνω στα νησιά του Αιγαίου, όπου εκμεταλλεύτηκε το προσφυγικό κύμα: Δωδεκάνησα από 5,53% και 5.697 ψήφους τον Ιανουάριο στο 8,07% και τους 7.187, Σάμος από 5,54% και 1.384 ψήφους στο 7,66% και τους 1.811, Λέσβος από 4,66% και 2.765 σε 7,78% και 4.223.
Η φαινομενική εικόνα δείχνει ότι ποσοστιαία η εκλογική κυριαρχία των αστικών και μικροαστικών μνημονιακών δυνάμεων είναι συντριπτική. Όμως πίσω από αυτήν, οι αριθμοί ψήφων δείχνουν ότι έχασαν περίπου 857.000 ψήφους. Η θετική αυτή εξέλιξη σκιάζεται από το γεγονός ότι μόλις 172.000 περίπου στρέφονται προς τα αριστερά και 41.000 στο ΕΠΑΜ, ενώ 76.000 στρέφονται δεξιά, προς την Ένωση Κεντρώων, εν γνώση βεβαίως, της πολυμορφίας των μετακινήσεων. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της πτώσης κινείται προς τη συνειδητή αποχή, η οποία αυξήθηκε κατά 7,05% και από 36,38% σε 43,43% (η πραγματική αποχή είναι μικρότερη κατά 15 – 18%, σύμφωνα με εκτιμήσεις, λόγω της μη εκκαθάρισης των εκλογικών καταλόγων). Ψήφισαν 764.062 λιγότεροι, 5.566.295 από 6.330.356. Το ότι η αποχή είχε κυρίως συνειδητό χαρακτήρα και όχι οικονομικά αίτια φαίνεται από την εργατολαϊκή περιφέρεια της Β’ Αθηνών, όπου από 27,18% τον Ιανουάριο η αποχή εκτινάχθηκε κατά 9,72% στο 36,90%.
Στασιμότητα και πτώση ψήφων του ΚΚΕ
Τον Μάιο του 2012, τρία χρόνια από την κρίση, το ΚΚΕ, αδυνατεί να εκφράσει την ανεχόμενη δυναμική του αγωνιζόμενου λαού, διατηρεί απλά τις δυνάμεις του 2009, αλλά τον Ιούνιο του 2012 χάνει 255.000 ανθρώπους ή το μισό της δύναμης του.
Από τις απώλειες αυτές, το Γενάρη του 2015, ανακτά το ένα τέταρτο (60.000 περίπου). Τώρα, όχι μόνο δεν συνεχίζει να ανακτά από τον Ιούνη του 2012, αλλά χάνει και το 50% όσων είχε ανακτήσει.
Εφτά χρόνια από την κρίση και παρά τις μεταμορφώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, η συμπεριφορά των λαϊκών στρωμάτων επικαθορίζεται από το μνημονιακό εναπομείναντα ΣΥΡΙΖΑ με το νεοφιλελεύθερο πολιτικό πρόγραμμα, τη Χρυσή Αυγή και την αποχή. Δηλαδή από μία πολιτική Βαβέλ, με φόντο την απογοήτευση ή την αδιέξοδη απαξίωση πλευρών ή του συνόλου του συστήματος, με ότι αυτά συνεπάγονται και προϋποθέτουν.
Η απότομη, ποιοτική μείωση του 2012 και η στασιμότητα που παρουσιάζει έκτοτε το ΚΚΕ είναι έκφραση των αδιεξόδων της γενικότερης πολιτικής του που οδηγεί σε κρίση εκπροσώπησης των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων. Αδυνατώντας να προσεγγίσει το βάθος, την έκταση, τη διάρκεια της κρίσης και τους κινδύνους που απορρέουν από αυτή, περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του. Δίχως μετωπική πολιτική, διχάζει αντί να ενώνει, απογοητεύει αντί να εμπνέει.
Από εκεί απορρέει το τραγικό λάθος του άκυρου – αποχής στο δημοψήφισμα και η συνεπακόλουθη απομόνωσή του από τις εργαζόμενες μάζες του ΣΥΡΙΖΑ, η ιδιαίτερη προβολή της «εξουσίας και κοινωνικοποίησης» ως κύριου περιεχομένου της νέας εκλογικής τακτικής του, αφήνοντας ακάλυπτες τις αριστερές μάζες στα κύρια ζητήματα πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά και οι επιθέσεις ενάντια σε ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΛΑΕ, οι οποίες δεν απέφεραν ουσιαστικά τίποτε.
Έτσι, στις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου εμφανίζει μεν σταθερότητα σε ποσοστό (από 5,47% στο 5,55%), αλλά χάνει περίπου 37.000 ψήφους, πέφτει από 338.387 σε 301.632. Μάλιστα, στις εργατολαϊκές περιφέρειες εμφανίζει κάμψη και σε ποσοστό, όπως στη Β’ Αθηνών (από 6,93% στο 6,80%), στη Β’ Πειραιώς (από 8,18% στο 7,94%).
Παρόλα αυτά, αποτελεί δύναμη του μαζικού κινήματος με κομμουνιστική αναφορά και άρα, με δυνατότητα να συνεισφέρει σε μια νικηφόρα αναμέτρηση, εφόσον καταφέρει να κάνει σοβαρές στρατηγικές και τακτικές αναπροσαρμογές.
Λαϊκή ενότητα – Δεν έπεισε ότι κινείται προς ρήξη
Η Λαϊκή Ενότητα πήρε 155.242 ψήφους ή το 2,86 % των εκλογέων (κάτω του 50% όσων εγκατέλειψαν το ΣΥΡΙΖΑ). Παρά τις προσδοκίες, για πρώτη εκλογική κάθοδο ασφαλώς δεν είναι και λίγο. Η καταψήφιση του μνημονίου σε όλα τα επίπεδα είναι θετική συνεισφορά για το εργατικό κίνημα και η πιθανή στράτευσή τους στους αγώνες. Ωστόσο δεν έπεισε ότι αποτελεί κάτι καινούργιο, ουσιαστικά διαφορετικό που μπορεί να δώσει στέρεη προοπτική και βάσιμη ελπίδα. Η τακτική ήττα που υπέστη ίσως γίνει αφορμή για ανασυγκρότηση σε άλλη βάση μέσα από αυτοκριτική και ξεκαθάρισμα των θολών θέσεων που την χαρακτήρισαν. Να μιλήσει με σαφήνεια αντί του «δεν τίθεται θέμα αλλαγής του ευρώ» (Μ. Γλέζος, επικεφαλής ψηφοδελτίου Επικρατείας), να βγούμε από το ευρώ «αν χρειαστεί» (Π. Λαφαζάνης) ή «το δίλημμα είναι ευρώ ή δημοκρατία» (Ζ. Κωνσταντοπούλου). Η αλήθεια επομένως είναι ότι οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις θεώρησαν εξαιρετικά ασαφή και αδύναμη την εναλλακτική λύση της ΛΑΕ.
Θετικά στοιχεία ενέχει και η μικρή άνοδος των ψηφοδελτίων του ΚΚΕ (μ-λ) – ΜΛ ΚΚΕ – ΕΣ και της ΟΚΔΕ. Οι αγωνιστές και πολύ περισσότερο οι επαναστάτες που δεν εγκλωβίζονται στο «μικρότερο καλό» και στις μειωμένες πολιτικές προσδοκίες, πρέπει να δουν τον εαυτό τους πρωτίστως (και κάτω από αυτό το πρίσμα τον άλλο). Να απαλλαγούν από την αντίληψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε, σε ένα βράδυ, να εκτρέψει ένα μεγάλο ρεύμα έστω αντίθεσης και διαμαρτυρίας σε ένα ρεύμα κοινωνικής συναίνεσης και υποταγής. Η άποψη αυτή βασίζεται στην υποκειμενική και αυθαίρετη πεποίθηση πως η κοινωνική συνείδηση αλλάζει εντός λίγων ημερών, τόσο απότομα. Μια τέτοια προσέγγιση, εκτός του ότι παραβλέπει πως οι διεργασίες στην κοινωνία σε κάθε νέα κατάσταση είναι σχετικά μακρόσυρτες μέχρι το άλμα, αποδίδει στις εργαζόμενες τάξεις την ελαφρότητα του επιπόλαιου. Παραβλέπει πως οι υποτελείς τάξεις δεν έδωσαν «καθαρή λαϊκή εντολή» στον εναπομείναντα ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόσει το αντικοινωνικό περιεχόμενο του μνημονίου. Η δεύτερη κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου, διαθέτει τη χαμηλότερη εκλογική νομιμοποίηση από το 1990. Ακόμη και η αποδοχή, ως αναγκαίο κακό, του «παράλληλου προγράμματος εντός ενός μερικά διαπραγματεύσιμου μνημονίου», ως βάση έχει την αποστροφή, εναντίωση προς τη μνημονιακή πολιτική ή έστω την απάλυνση των δεινών που αυτή επιφέρει στη ζωή. Η αντίληψη αυτή υποκρύπτει μια υπερμεγέθυνση του «Όχι». Στο 62%, το μόνο μετρήσιμο ήταν η υπέρβαση των εκβιασμών και του φόβου των επάνω καθώς και, το πλέον σοβαρό, η διάθεση να ακολουθήσουν τον ηγέτη στην επαγγελλόμενη πολιτική του. Διάθεση που προσδιορίζει τόσο την ιστορικής σημασίας προδοσία του τότε ηγέτη Τσίπρα στις υποσχόμενες και καταπατημένες επαγγελίες και προσδοκίες, αυτές έστω, όσο και τα εντελώς περιορισμένα πολιτικά όρια της Αριστεράς, της κομμουνιστικής επαγγελίας και επαναστατικής στόχευσης. Όρια που επηρεάζονται εξαιρετικά από το βάθος της ήττας και της οπισθοχώρησης του περασμένου αιώνα, σε καμιά περίπτωση όμως δεν δικαιολογούνται σε αυτή την έκταση και διάρκεια. Δεν υφίσταστε επομένως, προς ώρας, πλήρης συναίνεση και υποταγή και μάλιστα εν μια νυκτί, του ελληνικού λαού. Η υποχώρηση και τακτική ήττα της 20ής Σεπτεμβρίου δεν αποδιάρθρωσε (ακόμη) την κοινωνική βάση, είναι πολιτική, όχι κοινωνική. Ωστόσο η μετάλλαξη του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ επωάζει τον κίνδυνο μαζικής πολιτικής και αξιακής μετάλλαξης αγωνιστών, δημιουργίας ενός νέου είδους μετα-πασοκικού υποταγμένου ανθρώπου. Από εδώ και πέρα το λόγο έχει η Αριστερά των αγώνων, της ανατροπής και της σύγχρονης κομμουνιστικής και επαναστατικής επαγγελίας. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να συμβάλει καταλυτικά (για τα εκλογικά της αποτελέσματα, βλ. σελ. 12-13).