Με την περήφανη άρνησή του να συναινέσει στην ακραία υποταγή της Αριστεράς, του ενιαίου Συνασπισμού και του ΚΚΕ στην αστική πολιτική το 1989, ο Κώστας Κάππος αντιστάθηκε στη νεοσυντηρητική επέλαση που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια. Ταυτόχρονα, άφηνε βαθιά παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές.
γράφει ο Θανάσης Κάππος
Στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος υπάρχουν ελάχιστες περιπτώσεις κομμουνιστών σε ανώτατα πόστα της κομματικής ηγεσίας, που με τη δημόσια έκφραση θέσης και άποψης ενάντια στην κομματική γραμμή άφησαν βαριά παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές.
Χαρακτηριστική περίπτωση ο Καρλ Λίμπκνεχτ, που στα 1914 καταψήφισε τις στρατιωτικές δαπάνες στο γερμανικό κοινοβούλιο κόντρα στην κατεύθυνση του κόμματός του (το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας), του οποίου ήταν βασικό στέλεχος και βουλευτής. Αποτέλεσε έτσι τη φωτεινή εξαίρεση, όταν όλη η κοινοβουλευτική ομάδα ψήφισε υπέρ. Διατήρησε έτσι μια ικμάδα ελπίδας, όταν το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έκανε οριστικά δεξιά στροφή, περνώντας ανοικτά στο ρεφορμισμό.
Κάτι ανάλογο, δοθέντων των συνθηκών, έγινε και στην ελληνική Βουλή τον Ιούλιο του 1989, όταν σύσσωμη η κοινοβουλευτική ομάδα του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, με τη συμμετοχή και των βουλευτών του ΚΚΕ, ψήφιζε υπέρ της συγκρότησης της κυβέρνησης Τζαννετάκη. Μοναδική φωτεινή εξαίρεση ο Κώστας Κάππος, που αρνούμενος τη θετική ψήφο, δηλώνοντας «παρών», έδειξε πως ήξερε να τιμάει τους αγώνες του, αλλά και τους αγώνες της εργατικής τάξης, την οποία επάξια εκπροσώπησε από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή τη ζωής του.
Για τα γεγονότα και την υπόθεση του 1989 έχουν γραφτεί πολλά και έχουν ειπωθεί ακόμη περισσότερα. Από την στιγμή όμως που το ΚΚΕ, ο βασικός υπαίτιος της όλης υπόθεσης από την πλευρά της Αριστεράς δεν έχει πάρει σαφείς θέσεις και δεν έχει κάνει την απαιτούμενη κομμουνιστική αυτοκριτική για ένα τέτοιο πολιτικό ολίσθημα, τα υπόλοιπα λόγια περιττεύουν.
Με την ψήφιση του προγράμματος της κυβέρνησης Τζαν-Τζαν από την πλευρά (τουλάχιστον) των βουλευτών του ΚΚΕ, φωτίστηκε μια αντίφαση που για χρόνια πλανιόταν σιωπηρά στο μυαλό και τη σκέψη πολλών ανθρώπων του ΚΚΕ, ύστερα από τη νομιμοποίηση του κόμματος σε χρόνο ντε τε από τον Κ. Καραμανλή, το 1974. Βεβαίως, η ηγεσία του κόμματος αντιπαλεύει μέχρι και σήμερα οποιαδήποτε παρόμοια σκέψη. Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς το γιατί;
Η εθνική συμφιλίωση και η όποια άρση των συνεπειών του Εμφυλίου, ήταν απλά και μόνο μια επαίσχυντη πρόφαση για να βολευτούν δήθεν οικονομικά οι αγωνιστές του Δημοκρατικού Στρατού την εποχή εκείνη… Μήπως, δεν μας είπαν ακόμη και σήμερα οι ιθύνοντες εκείνων των επιλογών –πολλοί εκ των οποίων σήμερα χαιρετούν ευλαβικά τις θέσεις και την πολιτική της αστικής τάξης– αν με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο σταμάτησε η εξάρτηση της Ελλάδας και η κυριαρχία των μονοπωλίων; Εξάρτηση που όλοι μας πολύ καλά ξέρουμε πως για την Ελλάδα εδραιώθηκε ξανά με τη νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων τον Αύγουστο του 1949.
Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο η πράξη του Κώστα Κάππου αποκτά διαχρονική σημασία για τους μελλοντικούς αγώνες του λαϊκού κινήματος. Κράτησε ψηλά τους αγώνες και τη σημαία της εργατικής τάξης που ήταν ποτισμένοι με το αίμα των απεργών μεταλλωρύχων της Σερίφου, των νεκρών της Θεσσαλονίκης τον Μάη του ’36, των εκτελεσμένων την Πρωτομαγιά του ’44 στην Καισαριανή και των χιλιάδων νεκρών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Της κορυφαίας για τα ελληνικά δεδομένα σύγκρουσης με την αστική τάξη. Μια πράξη, η οποία θα αποδεικνύει περίτρανα πως όσοι ακόμη και σήμερα ορέγονται ταξική συμφιλίωση, καμουφλαρισμένη με το μανδύα της εθνικής συμφιλίωσης, θα απογοητευτούν οικτρά.
Σε κάποιο από τα κείμενα της εποχής εκείνης, που εκπονήθηκαν από το ΚΚΕ, έμπαινε το αφελές, τουλάχιστον κατά το γράφοντα, ερώτημα: «Το πρόγραμμα της κυβέρνησης Τζανετάκη, αν εφαρμοστεί σε τι πηγαίνει πίσω τις θέσεις του ΚΚΕ και του Συνασπισμού;». Τέτοια ερωτήματα δεν μπορεί παρά να τέθηκαν σε συνθήκες επιστημονικής φαντασίας. Τα χρόνια που επακολούθησαν, με αποκορύφωμα την τελευταία τετραετία, είναι ο καλύτερος μάρτυρας για εκείνο το πισωγύρισμα. Η νεοσυντηρητική επιδρομή, από την εποχή εκείνη μέχρι και σήμερα, μοιάζει με την επέλαση του αμερικανικού ιππικού υπό τον στρατηγό Λη. Η διάλυση του βιοτικού επιπέδου, του εισοδήματος και των όποιων κατακτήσεων των εργαζομένων, αλλά και η υποκλοπή της συνείδησης τους με τη δική μας υπογραφή και συναίνεση στο δώρο της ιδιωτικής τηλεόρασης στα μεγάλα καπιταλιστικά συμφέροντα δεν μπορεί παρά να είναι αρκετά.
Ο Κώστας Κάππος και τα επόμενα χρόνια κατηγορήθηκε για προδοσία της τάξης του, για ιδεολογική ανεπάρκεια και για ότι μπορεί να φανταστεί ο νους ενός απλού ανθρώπου. Έφτασαν στο σημείο το 2000 όταν εξέδωσε το βιβλίο Κριτική του σοβιετικού σχηματισμού, να τον κατηγορήσουν μέσα από τις στήλες του Ριζοσπάστη για ιδεολογική αδυναμία. Και όταν τους έστειλε μια απάντηση στο λίβελο αρνήθηκαν να τη δημοσιεύσουν.
Αυτή είναι η δημοκρατικότητα τους. Ποιοι ήταν αυτοί που τον κατηγόρησαν όμως; Δυστυχώς ήταν όσοι με πρόσχημα το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό αρνήθηκαν την πάλη με τα μονοπώλια και την αστική τάξη, τουλάχιστον με τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Χαρακτηριστικά τα οποία ήταν γνωστό ακόμη και στο τελευταίο μέλος του ΚΚΕ πως αποτελούσαν βασικά προγραμματικά και καταστατικά χαρακτηριστικά του κόμματος.
Δίνοντας έτσι ψήφο εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα του δικομματισμού, γιατί έπρεπε ο «λαός και πάλι να αποκτήσει εμπιστοσύνη στο πολιτικό μας σύστημα». Δηλαδή στον καπιταλισμό και τις όποιες επιλογές του.
Ας ελπίσουμε πως όταν θα τους κρίνει η ιστορία, θα τους κρίνει με επιείκεια και δεν θα επιβεβαιωθεί η ρήση του Μαρξ που κάποτε έκανε λόγο για «σημερινούς επαναστάτες και αυριανούς προδότες».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν το Σεπτέμβριο του 2010