Γιάννης Μαρίνης, Λίτσα Φρυδά
▸Η κυβέρνηση, πιστή στη νεοφιλελεύθερη ευρωενωσιακή πολιτική της, που στερεί από τη δημόσια εκπαίδευση ζωτικούς πόρους για τη λειτουργία και τον εξοπλισμό της με σύγχρονα μέσα, ακολουθώντας κατά γράμμα τις επιταγές ΕΕ-ΟΟΣΑ-ΣΕΒ, συνεχίζει με αμείωτη ένταση την επίθεση στα μορφωτικά δικαιώματα μαθητών και φοιτητών και στα εργασιακά δικαιώματα χιλιάδων εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων.
Η κυβερνητική απόφαση που δημοσιεύεται στο υπ’ αριθμόν 11.440 ΦΕΚ, με τίτλο: «Αναστολή λειτουργίας Δημοτικών Σχολείων και Νηπιαγωγείων Κεντρικής Μακεδονίας για το σχολικό έτος 2022-2023», υλοποιεί νέο κύμα καταργήσεων σχολείων, βάζοντας λουκέτο σε 40 δημοτικά και 73 νηπιαγωγεία. Λίγες μέρες αργότερα, προχώρησε o υποβιβασμός (μείωση τμημάτων) 23 δημοτικών και νηπιαγωγείων στα Χανιά και έπεται συνέχεια
Λουκέτο σκληρών περικοπών εφάρμοσαν όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις μέχρι σήμερα. Οι συγχωνεύσεις 1.933 σχολείων το 2011, επί υπουργίας Α. Διαμαντοπούλου, είχαν προκαλέσει το κλείσιμο 1.056 σχολείων και τη μείωση περίπου 2.000 οργανικών θέσεων εκπαιδευτικών, 75% στην πρωτοβάθμια και 25% στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επίσης, το κλείσιμο τομέων, ειδικοτήτων και ολόκληρων ΕΠΑΛ με τακτική τη διατήρηση μιας ειδικότητας/ενός τομέα ανά δήμο και τη γνωστή εγκύκλιο περί «μη παρακολουθούντων» στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, οδήγησαν στη σχολική διαρροή και τελικά στην πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου για χιλιάδες μαθητές. Έκτοτε τα καθαρά κλεισίματα είναι περίπου διπλάσια, αφού υπάρχουν σταθερά μνημονιακοί κόφτες κάθε χρονιά.
Σήμερα οι συγχωνεύσεις/καταργήσεις/υποβιβασμοί σχολείων αποτελούν βασικό βραχίονα επιβολής των αντιεκπαιδευτικών πολιτικών και κατευθύνσεων του υπουργείου Παιδείας για περαιτέρω συμπίεση των δημόσιων δαπανών για την εκπαίδευση, όπως φαίνεται στην «Έκθεση Πισσαρίδη», που προτείνει μαζικές συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων. Στην ατζέντα της ηγεσίας του υπουργείου βρίσκεται η απόκρυψη/εξαφάνιση των μεγάλων εκπαιδευτικών κενών. Η «Έκθεση Πισσαρίδη» που υλοποιείται βήμα-βήμα, προωθεί συγχωνεύσεις σχολείων, αύξηση των μαθητών ανά τμήμα, αύξηση του διδακτικού ωραρίου και νέες διαδικασίες κατανομής της κρατικής χρηματοδότησης στις σχολικές μονάδες, ώστε να συνδεθούν με την επίτευξη των εκπαιδευτικών στόχων (αξιολόγηση) που έχει θέσει το υπουργείο.
Με πρόσχημα το «δημογραφικό ζήτημα και τη γήρανση του πληθυσμού» στην Ελλάδα, την υποτιθέμενη χαμηλότερη αναλογία διδασκόντων/διδασκομένων στη χώρα μας μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και «χωρίς οι Έλληνες μαθητές να εμφανίζουν καλές επιδόσεις σε διεθνείς μετρήσεις όπως το πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ», σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) «Κρίση, δημογραφικές μεταβολές και επιπτώσεις στην εκπαίδευση» (2018), ΟΟΣΑ-ΕΕ-ΙΟΒΕ-κυβέρνηση εμφανίζουν ως αναπόφευκτες τις συγχωνεύσεις/καταργήσεις σχολείων. Έτσι, προτείνουν «καθορισμό ελάχιστου ορίου μαθητών ανά τμήμα» και «καθορισμό ελάχιστου ορίου μαθητών και τμημάτων ανά σχολική μονάδα». Όμως τα χιλιάδες «ολιγομελή τμήματα», τη λειτουργία των οποίων διεκδικούν τα εκπαιδευτικά σωματεία στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς, αποτελούν έναν από τους επίσημους μνημονιακούς κόφτες για τις συγχωνεύσεις.
Μετά το κλείσιμο 1.056 σχολείων το 2011, υπάρχουν σταθερά κάθε χρόνο μνημονιακοί κόφτες
Με μια μπακαλίστικη λογική, η μείωση του πληθυσμού των μαθητών συνεπάγεται για τον ΙΟΒΕ «δυνατότητες για εξορθολογισμό των σχετικών δαπανών, με την ανακατανομή τους σε εκπαιδευτικές δράσεις με υψηλότερο κοινωνικό αντίκτυπο». Να κλείσουν για παράδειγμα σε κάποιες περιοχές σχολεία, για να εξοικονομηθούν πόροι για σχολικά λεωφορεία για μεταφορά μαθητών σε άλλες, για ενισχυτική διδασκαλία κλπ. Και συνεχίζουν με «αποκέντρωση της διαχείρισης του συστήματος, αυτονομία και ευελιξία των σχολικών μονάδων στην προσαρμογή μέρους του σχολικού προγράμματος στις τοπικές συνθήκες» κλπ, τα οποία γνωρίζουμε καλά από τους τελευταίους αντιεκπαιδευτικούς νόμους Κεραμέως ότι προωθούν την αξιολόγηση, την αυτονομία των σχολείων και την εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα που θα καθορίζει τη δομή, το περιεχόμενο και τη λειτουργία τους.
Αντίστοιχα, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση η πρόταση Δημόπουλου από την Κοσμητεία των Παιδαγωγικών Αθήνας για συγχώνευση παιδαγωγικών τμημάτων με τμήματα φυσικής αγωγής, μετά την τελευταία απόπειρα για συγχώνευση αντίστοιχων τμημάτων νηπιαγωγών με αυτά των βρεφονηπιοκόμων, έρχεται ως «λαγός» του νέου νόμου Κεραμέως για τα ΑΕΙ, παρά τις αντιδράσεις παιδαγωγικών τμημάτων ενάντια στην κατάργηση της διακριτότητάς τους ανά επιστημονικό πεδίο, περιεχόμενο, πρόγραμμα σπουδών, πτυχίων και επαγγελματικών δικαιωμάτων. Ο ΙΟΒΕ αυτό το βαφτίζει «ανασχεδιασμό της λειτουργίας των παιδαγωγικών τμημάτων».
Ο νέος νόμος-πλαίσιο για τα ΑΕΙ συνιστά βίαιη επίθεση της κυβέρνησης στο δημόσιο πανεπιστήμιο και στα μορφωτικά-εργασιακά δικαιώματα των φοιτητών, ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις ΕΕ, ΟΟΣΑ, ΣΕΒ και αποτελεί συνέχεια και τομή των νόμων Διαμαντοπούλου και Γαβρόγλου. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την «απελευθέρωση» καταργήσεων και συγχωνεύσεων τμημάτων, την επιβολή διδάκτρων στις σπουδές, το ξεπούλημα και τη λεηλασία της περιουσίας του δημόσιου πανεπιστημίου, τη διάλυση των επαγγελματικών δικαιωμάτων με την πολτοποίηση των προγραμμάτων σπουδών και με πτυχία-χυλό, το χτύπημα των συλλόγων και συνολικά του φοιτητικού κινήματος και την αντικατάσταση της διοίκησης των πανεπιστημίων με ανθρώπους της αγοράς, με τα «Συμβούλια Διοίκησης». Αποσυνδέει ακόμα περισσότερο τα ΑΕΙ από την κρατική χρηματοδότηση και τα οδηγεί στην αναζήτηση πόρων διευκολύνοντας την απρόσκοπτη εισχώρηση του ιδιωτικού τομέα και την απρόσκοπτη χρήση και αξιοποίηση προς όφελός του όλων των λειτουργιών και των υποδομών τους που έρχεται να προστατεύσει η πανεπιστημιακή αστυνομία με τη σκληρή καταστολή του φοιτητικού κινήματος.
Οι συγχωνεύσεις παιδαγωγικών, ξενόγλωσσων και άλλων τμημάτων και η ενοποίησή τους που επιχειρεί να επιβάλλει η κυβέρνηση της ΝΔ, σε συνέχεια των αναδιαρθρώσεων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, σηματοδοτούν μια πρωτοφανή υποβάθμιση της εκπαίδευσης συνολικά, την επιστημονική απαξίωση των εκπαιδευτικών και των μελλοντικών αποφοίτων. Η αφαίρεση των επαγγελματικών δικαιωμάτων από τα πτυχία θα εναποθέτει στην ατομική ευθύνη των φοιτητ(ρι)ών τον συνδυασμό μαθημάτων/γνώσεων/πιστοποιήσεων, σύμφωνα με τις εφήμερες ανάγκες της αγοράς, ενώ θα μεταθέτει στους εργαζόμενους την ευθύνη για διαρκείς καταρτίσεις, με προσωπικό κόστος και εργασιακά δικαιώματα με ημερομηνία λήξης.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θέλει να «τελειώνει» οριστικά με τη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση. Οι επιχειρούμενες αλλαγές στην εκπαίδευση συμβαδίζουν και ενισχύουν την αλλαγή των δομικών χαρακτηριστικών του δημόσιου χαρακτήρα της, όπως τον γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, που παρά τις ελλείψεις, τις διαφοροποιήσεις και τον ταξικό της προσανατολισμό, αποτελεί κατάκτηση και αποτέλεσμα κοινωνικών αγώνων των προηγούμενων χρόνων. Είναι απαραίτητος ένας πανεκπαιδευτικός ενιαίος μαχητικός και παρατεταμένος αγώνας για να αντιμετωπιστούν ουσιαστικά και νικηφόρα τα σχέδια αυτά κυβέρνησης-ΕΕ-ΟΟΣΑ.