Συνέντευξη στην Θεοπίστη Καπέτα
▸Η μάχιμη δικηγόρος και συνήγορος υπεράσπισης του αγωνιστή Ηλία Σμήλιου μιλάει στο Πριν για τη συνολική στοχοποίηση και πρόσφατη καταδίκη μελών του Συντονισμού Συλλογικοτήτων Θεσσαλονίκης (Η. Σμήλιος- Ζ. Κλεισιάρης) για δράσεις ενάντια στους πλειστηριασμούς καθώς και για την συνολικότερη επίθεση στα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα και τις δημοκρατικές ελευθερίες.
Ποιος είναι ο αντίκτυπος της δικαστικής απόφασης στη δική για τους πλειστηριασμούς;
Κατ’ αρχάς πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η απόφαση αυτή (μοναδική μέχρι τώρα καταδικαστική απόφαση αγωνιστών για τη συμμετοχή τους σε κινητοποιήσεις κατά τωv πλειστηριασμών) αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα ακόμη και «επιστημονικής νομιμότητας». Κι αυτό γιατί το αδίκημα της παρακώλυσης συναγωνισμού, που περιγράφει ο ποινικός κώδικας, αφορά σε παρεμπόδιση (με βία, απειλές ή απατηλές πρακτικές) συγκεκριμένων πλειοδοτών, που ήθελαν να πάρουν μέρος σε συγκεκριμένο πλειστηριασμό, κάτι που καθόλου δεν συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως αποδείχθηκε πολύ καθαρά από όλη τη διαδικασία, αλλά και από την ίδια τη δικογραφία. Το μόνο που συνέβη την 7η Ιουνίου 2017 στην αίθουσα 53 του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης ήταν μια καθαρά κοινωνικοπολιτική διαμαρτυρία μελών του Συντονισμού Συλλογικοτήτων Θεσσαλονίκης, που με τη μαζική παρουσία τους και τη δυναμική αναφώνηση συνθημάτων, διεκδικούσαν τη ματαίωση συγκεκριμένων πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας. Αξίζει να πούμε ότι το συγκεκριμένο άρθρο χρονολογείται από το 1950 και επαναλάμβανε παλαιότερο άρθρο του Ποινικού Νόμου του 1836, οπότε και ουσιαστικά αντέγραφε διάταξη του γαλλικού ποινικού κώδικα, ο οποίος κατά την εποχή της γαλλικής επανάστασης προσπαθούσε να εξασφαλίσει την ελευθερία των δημοπρασιών και να τις προφυλάξει από τα περιστατικά που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκειά τους, όταν εκποιούνταν κτήματα των φεουδαρχών στους αστούς. Δεδομένου λοιπόν ότι κατά το 1950 δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να νομοθετηθεί ως «εγκληματική συμπεριφορά» η μαζική λαϊκή αντίσταση και διαμαρτυρία σε πλειστηριασμούς, αφού από τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους η πρώτη κατοικία ήταν ακατάσχετη και προστατευόταν από το σύνταγμα, δεν υπήρχε κανένας λόγος για ανάλογες μαζικές λαϊκές παρεμβάσεις.
Το πρόβλημα ανέκυψε μετά την 1η Ιανουαρίου 2016, όταν για πρώτη φορά, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η πρώτη κατοικία έμεινε εντελώς απροστάτευτη, γεγονός που πυροδότησε ένα λαϊκό και συνεχώς διογκούμενο κίνημα διαμαρτυρίας και αγώνα ενάντια στην απελευθέρωση των πλειστηριασμών. Τα λέω όλα αυτά όχι για να κουράσω, αλλά για να καταλάβουμε την προβληματική της όλης διαδικασίας. Που θα ήταν απολύτως φαιδρή αν δεν εντασσόταν στην προσπάθεια επιβολής απόλυτης κοινωνικής σιωπής από τον αστικό συνασπισμό εξουσίας. Και που πλέον γίνεται εντελώς επικίνδυνη, καθώς επιδιώκει ανοιχτά την ποινική εξόντωση ενός ανθρώπου, σε βάρος του οποίου σχηματίσθηκαν 5 δικογραφίες! Μια από αυτές οδήγησε στην πρόσφατη καταδικαστική απόφαση, ενώ έχει προηγηθεί μία αθώωσή του και μία παύση ποινικής του δίωξης εξαιτίας ακύρωσης του κλητηρίου θεσπίσματος. Όλες οι δικογραφίες αφορούν τη συμμετοχή του σε κοινωνικούς αγώνες και κινητοποιήσεις και αναφέρομαι στο δάσκαλο Ηλία Σμήλιο. Τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, ο ίδιος, μαζί με άλλους 4 αγωνιστές, καλείται και πάλι να δικαστεί για συμμετοχή του σε κινητοποίηση κατά των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Πρόκειται για μια δικογραφία όπου για πρώτη φορά στα πανελλαδικά χρονικά η «Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης» δήλωσε παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, σε βάρος των κατηγορούμενων διαδηλωτών!
Είναι πλέον φανερό ότι η έννοια της «παρανομίας» διαρκώς διευρύνεται και αγγίζει πλέον κάθε κοινωνικοπολιτική δράση, καθώς το σύστημα επιχειρεί με κάθε τρόπο να την υποτάξει στα πλαίσια της νομιμότητας της εκμετάλλευσης. Μιλάμε για φίμωση και ποινικοποίηση όλης της δημόσιας ζωής και της ελεύθερης έκφρασης. Η σύγχρονη αστική νομιμότητα περιλαμβάνει γενναία ενίσχυση όλων των κατασταλτικών μηχανισμών, ενεργοποίηση ακόμη και ξεχασμένων αντιδραστικών νόμων, που μέχρι πρόσφατα έμεναν ανενεργοί κάτω από την πίεση του λαϊκού κινήματος (όπως χαρακτηριστικά η διέγερση σε ανυπακοή, ή η στάση), εντατικότερη χρήση παράνομων πρακτικών από τους ίδιους τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Καθημερινά βλέπουμε την αντιμετώπιση διαδηλωτών, προσφύγων και μεταναστών, απεργών, ακόμη και βασανιστήρια σε βάρος συλληφθέντων ή και κρατουμένων, χιλιάδες παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων το χρόνο. Καθημερινά αντιμετωπίζουμε τη συντηρητική στροφή στην ερμηνεία των νόμων από διοίκηση και δικαστήρια (όλες, ανεξαιρέτως σχεδόν, οι απεργίες κρίνονται παράνομες και καταχρηστικές). Αναβαθμίζονται διαρκώς οι έννοιες της ψυχικής συνέργειας (που από τη φύση της συνδέεται με φρονηματικές διώξεις), και της συλλογικής ευθύνης, που δεν είναι άλλο παρά θεωρία του γενικού δόλου, τυπικό ιστορικό δείγμα των ναζιστικών καθεστώτων της Ιταλίας και της Γερμανίας (εντελώς αντίθετα από την αρχή της εξατομίκευσης, της ατομικής ποινικής ευθύνης).
Πώς αντιμετωπίζονται οι μάχιμοι δικηγόροι στα πλαίσια της αστικής δικαιοσύνης;
Σαν δικηγόροι, μαχόμενοι στα πλαίσια της αστικής δικαιοσύνης, σχεδόν καθημερινά και πολύ περισσότερο στις δίκες με κινηματικό χαρακτήρα, προσπαθούμε ν’ αναδεικνύουμε την πολιτική διάσταση του δικαίου, που δεν είναι μονοσήμαντη, αλλά εγγράφεται σε μια αμφίδρομη διαδικασία. Έτσι, το δίκαιο λειτουργεί αρνητικά με την έννοια ότι συντηρεί και αναπαράγει τις κυρίαρχες σχέσεις, λειτουργεί όμως και θετικά στο βαθμό που επιτρέπει παρεμβάσεις ξένες προς τη λογική του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, όταν φυσικά κάτι τέτοιο επιτρέπει η εξέλιξη του πολιτικού και κοινωνικού αγώνα και ο συσχετισμός των δυνάμεων. Ειδικά στις κινηματικές δίκες αποκαλύπτεται ο βαθύς χαρακτήρας του δικαίου, που ως θεσμοθετημένη κρατική τρομοκρατία, έχει εξαναγκαστικό και ιδεολογικό χαρακτήρα.
Αποτελεί ζήτημα πρώτης γραμμής η άμεση ενεργοποίηση όλων των ανατρεπτικών δυνάμεων του κινήματος ενάντια στην κλιμακούμενη επιχείρηση δημιουργίας ενός ποινικού-αστυνομικού κράτους
Στα πλαίσια όμως κοινωνικών και πολιτικών αγώνων, το δίκαιο μπορεί να λειτουργεί και εναλλακτικά: προβάλλοντας δηλαδή τις θέσεις μάχης και διασφαλίζοντας το κοινωνικό και πολιτικό κεκτημένο των συμφερόντων των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων. Αυτό καλούμαστε να πράξουμε όλοι οι δικηγόροι που πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις δίκες των αγωνιστών που έχουμε μπροστά μας το επόμενο διάστημα. Και στις δίκες αυτές, με πρώτη αυτήν της 21η Σεπτεμβρίου 2022 στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, η αλληλεγγύη πρέπει να κατακλύσει όχι μόνο τη δικαστική αίθουσα αλλά ολόκληρο το δικαστικό μέγαρο.
Σε τι βαθμό έχει οξυνθεί η επίθεση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα;
Όλα αυτά δεν αποτελούν απλή επιδείνωση του πλαισίου δικαιωμάτων κι ελευθεριών, όπως τα γνωρίσαμε. Μιλάμε για κλιμάκωση του κοινωνικού πολέμου. Για διαρκή κι ανελέητο τεμαχισμό ελευθεριών και καρατόμηση δικαιωμάτων. Είναι πια στερεότυπες οι δικογραφίες, με στερεότυπες τις κατηγορίες: αντίσταση, διατάραξη κοινής ειρήνης, παράνομη βία, διέγερση σε ανυπακοή, απείθεια, διατάραξη λειτουργίας υπηρεσίας. Τα βλέπουμε καθημερινά. Στη λυσσαλέα προσπάθεια δημιουργίας πανεπιστημιακής αστυνομίας και στη γενναιότητα κι αποφασιστικότητα του φοιτητικού κινήματος ενάντια στην εμπορευματοποίηση της γνώσης και της έρευνας. Στην ομηρία και παράδοση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην ασυδοσία της αγοράς και τη μετατροπή των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων σε επιστημονικά παραρτήματα βιομηχανιών κι επιχειρήσεων. Στις διώξεις εκατοντάδων φοιτητών του ΑΠΘ για την κατάληψη της Πρυτανείας του 2020, αλλά και τις καθημερινές μάχες με τα ΜΑΤ και την αύρα μέσα στην Πανεπιστημιούπολη. Στα ανοιγμένα κεφάλια, στη ματωμένη Πλατεία Χημείου. Τα είδαμε στα όργια αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, σε βάρος της οικογένειας Καττή για τα γεγονότα στα Σεπόλια την 17η Νοεμβρίου 2020, στη δολοφονία του Βασίλη Μάγγου, στη δολοφονία και τη δίκη Ζακ Κωστόπουλου. Στις χυδαίες ιδιωτικοποιήσεις του φυσικού πλούτου και του περιβάλλοντος, τη διάλυση Υγείας και εκπαίδευσης, τη συρρίκνωση του δικαιώματος της απεργίας, την κατάργηση του 8ωρου, τις ατομικές εργασιακές σχέσεις, τη νομοθέτηση των απλήρωτων υπερωριών, την ίδια τη δυνατότητα σωματειακής οργάνωσης των εργαζομένων. Στην άγρια καταστολή του ίδιου του δικαιώματος στη διαδήλωση, με το νόμο 4703/2020 για τις συναθροίσεις, ο οποίος δεν εφαρμόζεται στην πράξη, αφού, παρά το ότι έχει ψηφιστεί εδώ και δύο περίπου χρόνια, είναι κυριολεκτικά ελάχιστες οι περιπτώσεις, όπου οι διοργανωτές διαδηλώσεων συμμορφώθηκαν, δηλώνοντάς τες, ορίζοντας υπεύθυνο, δίνοντας τον ΑΦΜ του κλπ. κλπ., γεγονός που δείχνει ότι κοινωνικές αντιστάσεις υπάρχουν.
Όμως, η οργάνωση των αντιστάσεων αυτών, όπως και η ενίσχυσή τους, καθίσταται περισσότερο από ποτέ αναγκαία σήμερα, για να αντιμετωπιστούν οι πολύπλευρες και σφοδρές επιθέσεις του συστήματος ενάντια στα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Όλα αυτά μας υποχρεώνουν να αναλογιστούμε το στρατηγικό βάθος της επίθεσης, που δεν είναι άλλο από την έσχατη συμπίεση της αξίας της εργατικής δύναμης και τη λεηλάτηση κάθε δικαιώματος κι ελευθερίας και μάλιστα με ορίζοντα πολλών δεκαετιών. Πρόκειται για αποκρουστική θωράκιση της κοινοβουλευτικής τους ολιγαρχίας και του απολυταρχικού τους κράτους, το οποίο αποτυπώνει τον συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων στη σημερινή συγκυρία. Το ίδιο το πρόβλημα της δημοκρατίας, άλλωστε, δεν οφείλεται σε κάποια «εκτροπή» από την κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά στην αντιδραστική μετεξέλιξή της, στην αφαίρεση κάθε περιεχομένου της. Γι’ αυτό και πάντα οι νόμοι που εφαρμόζονται είναι προϊόν της έκβασης των ταξικών αγώνων και συσχετισμών σε μια συγκεκριμένη χρονική συγκυρία και δημιουργούνται από τις τάξεις που ασκούν εξουσία και κυβερνούν.
Το επόμενο διάστημα ακολουθούν και άλλες δικαστικές μάχες όπου διώκονται συνδικαλιστές, αγωνιστές και φοιτητές. Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα;
Γνώμη μου είναι πως στην τρέχουσα συγκυρία αποτελεί ζήτημα πρώτης γραμμής η άμεση ενεργοποίηση όλων των ανατρεπτικών δυνάμεων του κινήματος ενάντια στην κλιμακούμενη επιχείρηση δημιουργίας ενός ποινικού-αστυνομικού κράτους. Οι δυνάμεις αυτές καλούνται να στοιχηθούν άμεσα στη μάχη για τη συγκρότηση ενός μετώπου για την υπεράσπιση των λαϊκών ελευθεριών και των κοινωνικοπολιτικών δικαιωμάτων. Όχι για να υπερασπιστούν την αστική δημοκρατία, αναπολώντας τα παλιά δημοκρατικά μεγαλεία, αλλά για να εντάξουν την πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες στη συνολική αντίληψη για την απελευθερωτική δράση του εργατικού κινήματος. Κι ίσως, οι πιο προχωρημένες δυνάμεις του κινήματος να επιμένουν να αναδεικνύουν τη σύνδεση της αυταρχικής επίθεσης με τη βασική σχέση εκμετάλλευσης, αρνούμενες την «αυτοτέλεια» του δημοκρατικού ζητήματος, που δικαιολογεί συμμαχίες ακόμη και με «δημοκρατικές δυνάμεις» του συστήματος.